Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Χαμογελώ μ’ ετούτο το εύρημα, πιθανών διαλόγων τους.

Είναι ωραίο τελικά να αγαπάς. Τα ζώα. Τη φύση ολόγυρα. Βαδίζουμε στην άσφαλτο, περιμετρικά των κτημάτων. Κάποιοι με καλημερίζουν. Τους απαντώ με χαμόγελο, μες απ’ την καρδιά μου.


- Καλημέρα.

- Καλημέρα.

- Όλα καλά;

- Καλά. Ευχαριστώ.

- Λιώσανε τα χιόνια.

- Χαρά Θεού.

- Πας βόλτα τα σκυλιά.

- Τι φίλοι, αλήθεια! Αποκρίνομαι.

- Βέβαια. Έχεις δίκιο.


- Αναπνέεις καθαρό αέρα; Με πείραξε ένας γέρος. Εξωτερίκευε την άγνοια του για το πρόσωπο μου.

Τυπικό ύφος, ως απάντηση.

Καταφατικό κούνημα, του κεφαλιού.

Το ύφος του Μίλτου –στον κόσμο του. ο Γρηγόρης, έξω καρδιά. Θαρρώ, του τρέχανε τα σάλια.

- Πεινάτε; Αντροπαρέα; Ας επιστρέψουμε.

Βαθιές αναπνοές. Αντέχω.

Νομίζω.

Ξανά, χαμογελώ.

Κοίτα να δεις, που μου φαινόταν βουνό, η δουλειά του επιστάτη. Λίγο κουραστική στην αρχή, οι περίπατοι. Τα σκυλιά γλιστράνε στον πάγο;

Χο χο, ωραία απορία.

Ακούω τα βήματα μου στο χώμα –όπως όλα τα ωραία που γεννούν ταπεινές εκφράσεις στο πρόσωπο. Εισερχόμαστε στην αυλή.

Του Μίλτου, του αρέσει συνήθως να ξαπλώνει, δίπλα στην καγκελόπορτα, που συναντά τον επαρχιακό δρόμο. Ο Γρηγόρης κάπου εξαφανίζεται.

Όπως οι άνθρωποι πίσω στη πόλη. Δεν παρατηρούν την ανθρώπινη ομορφιά, π.χ. κάποιας σε κάποιο παγκάκι. Τόσο πολύτιμη η ανθρώπινη ομορφιά. Σα πνευματικός λίθος που λάμπει ανάμεσα στα βρώμικα στενά. Ιδίως τη νύχτα.

Η Περσεφόνη με περιμένει στη κουζίνα. Ήδη μυρίζει την τροφή για τα πουλιά στα κλουβιά τους, που τη περιμένουν. Αλλάζω το νερό της φίλης μου. Έχω ανάγκη να αγκαλιάσω τη φίλη μου σκύλα. Πρώτη φορά.

- Γατούλα μου εσύ!

Τη λέω γατούλα. Έχει πλάκα. Γι’ αυτό.

Εκείνη η γλυκιά ανάγκη, να πεις ευχαριστώ.

Τι ωραίο που είναι να αγαπάς.

Στέκομαι με λυγισμένα γόνατα, απέναντι στη Περσεφόνη, στηρίζοντας τους αγκώνες, στο κότσι των ποδιών.

- Δεν θα ‘ταν ωραίο, -της λέω, σοβαρά, ειλικρινά- να ‘μαστε, μεις οι τρεις, μια οικογένεια;

(καταλαβαίνει;)

- Εγώ, εσύ, και η κοπέλα που περιμένω μια ζωή.

- Γαβ…Πως τη λένε;

- …Δεν ξέρω ακόμη.

- Γαβ… Είσαι σίγουρος;

- Πως με καταλαβαίνεις, γατούλα μου. Τρως τις πατάτες τις τηγανιτές; Χαϊδεύω το κεφάλι της Περσεφόνης. Κοίτα να δεις, γατούλα, που κορόϊδευα τη σχέση των φιλόζωων με τα κατοικίδια τους. Πότε λες, να έρθει η αφεντικίνα σου;


Ένας οίστρος, μουσικός, ποτίζει τα ρουθούνια της χαρούμενης διάθεσης. Χτίζω αόριστους στίχους:

- Κι αν είναι η αγάπη, κάτι σταθερό,

Δώσε φωτιά, να ζεσταθώ.

Πρόσεξε τη, μήπως καώ.

Στάσου εδώ, δίπλα, να ζεσταθώ.


Κι αν είσαι εσύ, η μία

Που καρτερώ,

Εγώ σε βλέπω,

σε κατανοώ.


Κι αν γίνουν ωραίες (χαμογελώ),

Ρόδινες, τραγανές,

οι πατάτες, οι τρυφερές,

Κοίτα να δεις

Που θα με λες τυχερό.


- Τραλαλαλί, τραλαλαλό, συνεχίζω καλοδιάθετος να καθαρίζω τις φλούδες. Με βλέμμα ταπεινό. Είμαι ο εαυτός μου. Τι μέρα να ‘ναι, άραγε; Όλα θα πάνε καλά.

7









Να με δεις


Σου αφιερώνω ξανά, λίγο χρόνο, σ’ εσένα που ήθελες να με δεις.

Για να συμπεράνεις πόσο διαρκούν τα λόγια, στη σοβαρή τους συσκευασία. Κι όμως όπως το γνωρίζεις, εμείς οι απλοί άνθρωποι, δεν λαβαίνουμε ότι χρειαζόμαστε την ώρα που κρατούμε τα βλέφαρα ανοιχτά. Οπότε, φοράμε τελικά τα απλά μας ρούχα, της εξόδου, και βαδίζοντας με φθαρμένες σόλες, επιστρέφουμε στις προσωπικές μας πατρίδες. Ναι, οι τίμιοι άνθρωποι, αναγνωρίζουν τα λάθη τους, αφού τελικά μόνο τα βιώματα μας, χειρίζονται το μέλλον μας: οπότε ξεκαθαρίζουμε μέσα μας, ότι συνέβη, και φεύγουμε να βρούμε αλλού, συμπεράσματα περί ζωής, που έχουν ιανθεί. Όχι, δεν χειρίζεσαι ένα άλλο ον, πετώντας το απ’ το νου, ανακυκλώνοντας το, σα να διαχωρίζεις, τα μη απαραίτητα. Απλά ο καθένας είναι ρεαλιστής στον χρόνο του. Πιστεύω πως είσαι έξυπνη, ώστε να εννοήσεις τα λόγια μου. Σα να σου ‘λεγα τώρα: δε θα τσακωθούμε ποτέ, στο μέλλον, κι εσύ να είσαι συγκαταβατική σε αυτό, να το περιμένεις. Όπως όλοι οι γλυκοί άνθρωποι. Η ζωή όμως είναι δοκιμασίες μόνο. Έτσι είναι γραμμένο στους ανθρώπους. Αντίθετα, τα του ζωικού βασιλείου, ενηλικιώνονται στο χρόνο τους: δια βίου ζευγάρια –κει που διαφέρουν από τη νοήμονα ανθρώπινη μορφή. Κοίτα να δεις που φτάσαμε!

Το κύμα που με προκαλεί να λατρεύω ότι μου λείπει, κοιτά μόνο τη σταθερή στάθμη του πάτου της θάλασσας, που δεν αναταράσσεται –τα βασικά θέλω της φύσης. Η επιφάνεια όμως, φορές, είναι για σκαριά που αντέχουν. Την ώρα που σου αποκαλύπτεται ο ίδιος ο εαυτός, παρατηρώντας πως η αντοχή του φράγματος των μειονεκτημάτων, είναι τόσο ισχυρή, με τον εαυτό, να μην παρατηρεί το αληθινό ύψος του τοίχου. Για μένα, μιλώ. Κάνω copy, τη σκέψη που γράφτηκε, όταν συνέθετα το σκελετό, τούτης της αναφοράς: να ‘ξερες μόνο, πόσο, τον τελευταίο καιρό, έχω ανάγκη να αγκαλιάσω μια γυναίκα-ταίρι μου, κι όχι με τη φαντασία. Τι συνέβη τώρα; Ρωτάς. Όχι, δεν άλλαξα γνώμη. Λέω, όλα θα πάνε καλά. Γίνεται όμως να στηρίζεις το μέλλον σου, στο θα;

Εσύ τα θέλεις όλα εδώ και τώρα. Όπως είναι φυσιολογικό.

Απλά δεν έχουν όλοι τη δύναμη ν’ ανεβοκατεβάζουν τον μοχλό του μηχανισμού, για να ρέει η αγάπη. Μια τυπική συμπεριφορά, αντιμετώπισης του άλλου, είναι επιβεβλημένη, ενόσω όμως δεν παρατηρείς την ανθρωπιά του. Κανένα ζευγάρι όμως, δεν διατηρήθηκε, αν λείπει η χημεία. Της ανθρωπιάς. Εκεί θέλει υπομονή. Θέλει όμως ν’ αφήνεις τον άλλο, όταν παρατηρείς πως είναι υποδεέστερος σου. Σπάνιοι δείχνουν υπομονή, κατά πάντα. Απλά, οι στιγμές αδυναμίας που ζητάς συντροφιά, είναι φέτα από την πίττα της ανθρωπιάς. Αν δέχεται μια ψυχή, να κρατήσει μια άλλη που χαρίζεται. Άραγε το αρσενικό με το θηλυκό, στο ζωικό βασίλειο, κοιτούν μόνο την εξωτερική ομορφιά; Δεν ξέρω. Μη με ρωτάς. Δες απλά, αν μεγαλώνουν οι κόρες των οφθαλμών, κοιτώντας σε. Τίμιος ναι, τέλειος, όχι. Όταν εννοώ όχι τέλειος, εννοώ όχι το τύπο του νορμάλ που όλοι αποδέχονται: αυτός που κρύβει τα κουσούρια του, δηλαδή. Ξέρεις δα. Ο δυναμικός τύπος, άντρα, που ως νορμάλ, όλες οι γυναίκες ποθούν, ως να αρχίσουν να μιξοκλαίνε, σε περίπτωση που τους πειράξεις την αχίλλειο πτέρνα τους.

Να γνωρίζεις, μόνο, πως ελάχιστοι λατρεύουν το φύλο σου, ή το βλέμμα τους είναι συνεχώς, σα παλάμη σε γυναικείο μάγουλο. Τρυφερά και όμορφα. Σχεδόν σαν οσιομάρτυρας –χαμογεγώ.

Το ν’ αγαπάς έτσι, σε διατηρεί νέο. Αισιόδοξο.

Δυναμικός στον αληθινό τομέα όπου δε το βάζεις κάτω, όσο σε κρατάνε οι σωματικές δυνάμεις. Μόνο η γυμναστική το χαρίζει αυτό. Η αξιοποίηση των εποχών και συγκυριών.

Νέο.

Ναι.

Αξία δίνεις σε κάποιον, ενόσω αφιερώνεις πιστά, χρόνο. Ίσως ένα δωράκι γραπτό που χαρίζεις στο πρόσωπο στο οποίο έκανες εντύπωση, έστω ως σκελετός προσώπου. Έστω, με τη προστασία των γυαλιών ηλίου. Μα πρέπει μια τέτοια κίνηση, να τη πράξεις αμέσως, κι ας… σε παρεξηγήσουν. Ή είναι από τις κοπέλες που παραδέχονται τα …παραμύθια.. μόνο σε διάφορες ξένες ταινίες: μια τέτοια κίνηση εκ μέρους ενός αρσενικού, ορισμένος αριθμός αράδων κατευθείαν σ’ εκείνη, από σεβασμό στις γυναίκες, από λατρεία, λέω, εγώ.

Αμέσως. Ναι.

Γιατί θα έρθει η πεζή πραγματικότητα να στραγγαλίσει τη λατρεία. Ναι, καλά άκουσες. Πως είπες; Ανώνυμη ή επώνυμη, η προσφορά; Όχι, δεν έχω τέτοιου είδους αυταπάτες, να προσφέρω κάτι τόσο πολύτιμο, επώνυμα. Επειδή όταν βρέχει τρυφερότητα, προσοχή, το ανθρώπινο ον, αντιδρά περίεργα.

Εσύ γλυκιά μου άγνωστη, νορμάλ εφόσον δεν αναβάλλεις την ισότητα στο παίρνω και δίνω, ήταν σα να με έπαιρνες από το χέρι, με ανθρωπιά, να οδηγηθούμε σε εκτάρια με υπέροχους κήπους: με ατελείωτες ποικιλίες χλωρίδας. Όπως του εξωτερικού –τόσο φροντισμένοι- που ‘χω δει στην τηλεόραση. Σκέψου το λίγο, μες το χρόνο που διαβαίνει, και ας βαριέσαι το καθημερινό πρόγραμμα, γιατί δεν ακούς να σου λένε σονέτα. Να τα εννοούν. Ως εκφορά λόγου, κάθε φορά που κοιτούν μια γυναίκα. Κι ας πουν, μην χτίζεις παλάτια στην άμμο. Στη ζωή, χρειάζεται και το περιττό, δεν συμφωνείς; Εννοείται, όταν δεν το καταπνίγεις στον ελεύθερο χρόνο σου. Φαντάσου μόνο τότε, να ψάχναμε για αγάπη.

Μοιράζομαι όλα τούτα μ’ εσένα, ως υποκατάστατο του βλέμματος ή μιας κοντινής συνάντησης. Που ‘ναι μόνο σκαλοπάτια αγάπης, με λουλούδια ανθισμένα, που ίσως περιμένουν πότισμα. Μα σου είπα, το προξενιό ενός θέλω της φύσης, δεν αρκεί πάντα, στους ανθρώπους. Έχουμε πολλά να φιλτράρουμε, να παιδέψουμε αδίκως. Όχι, δεν άλλαξα γνώμη. Απλά δεν ήταν ο χρόνος τελικά ο επιθυμητός, γιατί και οι δύο πρέπει να προστατεύονται. Ο ψυχισμός τους. Το προξενιό ήταν πολύ τυπικό, αφού εκεί, μας έφτασε ο πολιτισμός…. Του εικοστού πρώτου, αιώνα.

Το: κανένας άνθρωπος δεν χάνεται, δεν είναι πάντα αληθινό. Όμως ετούτο σηκώνει μεγάλη συζήτηση, κι εγώ πρέπει τώρα να γίνω ρεαλιστής, και να σου πω, πως μόνο αν ήσουν εδώ και καιρό, οικεία φίλη και αγαπητό πρόσωπο, θα σου εμπιστευόμουν ολόκληρο το βίο μου, σαν τσάι, την ώρα της παρέας.

Κάπου χαλάει λίγο το πρόσωπο, να χαμογελάς με ότι σου συμβαίνει. Αν αισθάνονται παρόντες, μόνο τα μοντέλα γυναίκες, και οι φραγκάτοι, άντρες.

Στο λέω αυτό, γιατί κάθε τόσο, όταν φυσικά κυκλοφορώ έξω, συναντώ κάποια υπερ-όμορφη, νέα, καλλίγραμμη, ποθητή εκ πρώτης, πολύ φυσική –από το: φύση: όπου η ενηλικίωση επέρχεται μόνο με γενετήσια πράξη, σε αυτές ιδίως τις τόσο εκθαμβωτικές παρουσίες, εκεί έξω. Στην ώρα τους, όπως στο ζωικό βασίλειο. Κάπως έτσι θυμάσαι ότι υπήρξες πριν τα πρώτα άντα, μα ας μην αναμασάω. Είναι τρελοί οι νόμοι του σύμπαντος. Τα ζώα φαίνεται, έχουν τον αληθινό εγκέφαλο, στο 100% της λειτουργίας του.

Θα πεις, πως καθετί, ξεπερνιέται στη πράξη, όχι με υποσχέσεις, με νέες εμπειρίες, όμως πρέπει να κοιτάξουμε και τη ψυχή μας –(έτσι όπως έχουμε μπλέξει). Ναι, βέβαια. Ήδη δίνουμε λόγο. Στα εμπιστεύομαι ως μη νορμάλ, καθώς εξήγησα προηγουμένως: το δικό σου ρολόι, λέει απλά, την ώρα του μέλλοντος. Εμένα, έχει βραχεί.

Αυτός ο αλλόκοτος νόμος του σύμπαντος, όπου ορισμένοι άνθρωποι για να τους προστατεύσει ο Θεός, τους περιορίζει κατά πάντα. Ενώ άλλους… έστω και ρουφιάνοι, τους δίνει δουλειά. Περίεργο δεν είναι; Να κάνει ο ένας που παρενοχλεί, ότι θέλει, κι ο άλλος που αποφασίζει.. να φτιάξει τη ζωή του, για να ξελασπώσει από αγάπη, ένα γονιό, να πρέπει για εκατομμυριοστή φορά, ξανά, να δείξει υπομονή. Τώρα γιατί. Όπως εκείνο το όνειρο που είχα δει, πρόσφατα, όπου απαγόρευα σε μια γυναίκα να πιάσει το όργανο, ανάμεσα στα πόδια μου, εξαιτίας του χρόνου που είχα δαπανήσει να βρω μόνος, την όποια του ικανότητα. Τουλάχιστον έχω το θάρρος να τα λέω αυτά, παρά να πράττω τα ανομολόγητα αίσχη, ανταλλάσσοντας τόσοι εκεί έξω, αφροδίσια, στο μυαλό, κυρίως στο νου. Ο τρελός νόμος, που σου έλεγα. Αν η αλήθεια σε ελευθερώνει.

Αν σε ένα προξενιό, μπορείς να τα λες αυτά, γιατί έχεις δεδομένη την ώρα της σύνδεσης, στο κρεβάτι.

Αντίθετα, η ανθρωπιά μπορεί να ξεχωρίσει το ποιοτικό, το βαθύτερα ηθικό, το βλέμμα που ‘ναι ανοιχτό βιβλίο, βιωμάτων. Όλα τα άλλα τα λύνει κανείς, όχι όμως εδώ και τώρα. Σαν θαύμα. Στο είπα πως σε αυτό τον κόσμο, δύναμη έχουν οι αδικούντες: παράδειγμα με ρουφιάνους. Αντίθετα, ο ελεύθερος χρόνος ο δικός μας, υπάρχει μόνο προς μετάνοια, όπως θα ‘χεις διαβάσει σε κάποιον τοίχο εκεί έξω, το σύνθημα: μετανοείτε. Λόγος ταπεινού…. χριστιανού. Προσπερνούν τα τροχοφόρα τα κεφαλαία γράμματα, γιατί κανείς δεν βρήκε χαμπέρι, στον κόσμο των αδικούντων. Αν συμπεράνουμε πως εμείς οι άθλιοι, θεωρούμε πως η φιλική διάθεση είναι αυτή που μετρά, για προσέγγιση σε κάτι ιδιαίτερο. Παρόλη την περιποίηση των σωματικών χαρακτηριστικών, έως ότου να αφιερώνεις χρόνο, να τακτοποιείς, μόνο.

Τα της μοιρασιάς του χρόνου; Ρωτάς.

Απαντώ: όποια πλάσματα είναι ικανά να αγκαλιάσουν το: να σε δω. Μα όλοι οι ρεαλιστικοί τοίχοι, θέλουν βάψιμο που και που. Να προχωράς. Δεν επιτρέπεται να περιμένεις για πάντα: όποια τρυφερά πασπαλίσματα, που ανήκουν όμως, σταθερά σε εσένα. Όσοι κοιτούν ένα ανθρώπινο πρόσωπο, και δεν λένε: κρανίο, αίμα, νευρώνες, ιστοί, εγκέφαλος (πόσο τοις εκατό, σε λειτουργία;). Ένα αόριστο πράγμα. Τελείως αόριστο. Ξέρεις, από εκείνα τα άτομα που δουλεύουν μόνο για να κάνουν πλούσιους, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, την ΕΥΔΑΠ, την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, τον τοπικό ψιλικατζή ή τον χοντρό ιδιοκτήτη μιας αλυσίδας, σούπερ μάρκετ. Το συνηθέστερο να φεύγει το 70% του μισθού, στο ενοίκιο, αυξαίνοντας το χρυσάφι του ο μαλάκας ο ιδιοκτήτης.

Πως είπες; Να είμαι συνεχώς ευγενικός;

Παρεξήγησες. Στα σύνορα, ξέρεις, υπάρχουν πάντα, σε εγρήγορση, οι αμυντικές εγκαταστάσεις.

Παρόμοια είναι η σπίθα της ζωής, αν και σπάνια. Ξέρεις, αυτός που πρέπει να έρθουν να του πατήσουν τον λαιμό, για να ξυπνήσει και να γίνει δυναμικός όπως το εννοούν οι γυναίκες: άραγε συλλογιέται: τι θα πρέπει, μετά, να πουλήσω, για να ‘χω να μου τα μασάνε; Ευαίσθητος; Τι μας λες, τώρα; Δεν είναι αυτός, δυνατός άντρας. Ξέρεις δα, ένα άγριο πράγμα που θα είναι ικανό μεν, να προστατεύσει τη πατρίδα σε καιρό κρίσεως, θεωρώντας ωριμότητα ως πολίτης, να συνομιλεί και να φέρεται, σα να βρίζει.

Αλήθεια καταντάει κουραστικό. Να το βλέπεις, ιδίως.

Σα να ‘ναι μωρό, συνεχώς, κάποιος, βρέφος που ανακάλυψε πως μπορεί να γαμάει ενήλικους. Μη σοκάρεσαι, έτσι ζουν οι περισσότεροι, αγαπούν εντέλει την άγνοια τους ως προς το θέμα ευγένεια: Την ώρα που μοιράζεσαι τα όνειρα, τη πραγματικότητα με κάτι που θα ταιριάξει άμεσα. Όχι να αγαπάς τις γυναίκες, μόνο ως θελκτικά πρόσωπα στη τηλεόραση, σφυρώντας τους χαρακτηριστικά. Αλήθεια πόσο ανόητο ακούγεται, και είναι. Όπως το να μην αναγνωρίζει το λεξικό του Word, μια λέξη που είναι Ελληνική.

Το να μας δουν οι άλλοι, ρεαλιστικά, φαντάζει τόσο αποκρουστικό, σαν παγωτό έξω από τη συσκευασία του, σε καύσωνα.

Οι υπόλοιποι απλά θα αναρωτηθούν αν ακόμα αναμένουν το ιδανικό, ή η λάμπα που τους φωτίζει, τους έκαψε, τόσο καιρό. Παρόλ’ αυτά, η προσφορά σου να σε δω, ακούστηκε, ναι, σημαντική, όπως των σπάνιων γυναικών η πίστη, απέναντι σε έναν άντρα –ώρες που τις εκτιμάς ξανά. Θα βρεις όμως το ταίρι σου, αλλού. Πίστεψε με. Με έναν νορμάλ άντρα, καθώς εξήγησα προηγουμένως.


- Είπε όλα αυτά ένας άντρας, για να γλιτώσει από τις ίδιες του τις ανασφάλειες!

- Με τι μαεστρία, χειρίζεται τον λόγο!

- Μα που νομίζει πως μιλά;

- Σε κανέναν πίθηκο εργαστηρίου;

Συνεχίζει να εκφράζει την τέταρτη της… πρόταση, η …Άννα.

Στη φίλη της…. Αναστασία …

- Όχι πες μου, Αναστασία (συζητούν στο …τηλέφωνο). Είναι δυνατόν ένας άντρας να είναι τόσο μαλάκας, που να αυτοκολακεύεται, τόσο τρανταχτά; Μα που ζει;

- Τι να σου πω, …Άννα μου. Το πέος στο μυαλό τους, είναι διαρκώς σηκωμένο.

- Φιλενάδα! Τσιρίζει η ..άλλη.

- Σ’ αγαπώ, Άννα!

- Σ’ αγαπώ, Αναστασία!

- Ok, kiss me, fool.

Ήχος ματς μουτς στις άκρες των δύο ακουστικών. Κι αμέσως τρελά γέλια.

- Μα που ζει, ο μαλάκας! Κολακεύτηκε το ζωντόβολο για το απαντητικό μου μήνυμα!

- Άννα, my dear, υπάρχουν ιππότες, ακόμα.

- Μόνο που ξέχασε να πλύνει τη στολή του.

- Το εσώρουχο, εννοείς.

Περισσότερα κακαρίσματα.

- Να βρεθούμε να τα πούμε. Δεν αντέχω τόση έκσταση!

- Σ’ αγαπώ, Άννα!

- Χαζή.

Κλείνει η τηλεφωνική συνομιλία.





- Τι λες; Έπεσε στη παγίδα.

- Ο μαλάκας κάνει κρα, για γυναίκα.

- Θα το φάει το παραμύθι.

- Δεν ξέρω. Παραείναι ηθικός.

- Του κώλου! Ευτυχώς που υπάρχει και ο κοριός στο σαλόνι του. λες να δίνει σημασία;

- Δεν ξέρω. Τι λέει το αφεντικό.

- Ολοκληρωτική εξόντωση!

- Τι λες; Το άνοιξε το e-mail;

- Ο πούστης! Να τα βάζει με το νόμο.

- Ο Παναγιώτης… τι λέει;

- Ότι κι η Άννα….

Ξεκαρδίζονται.

Ανάβει τσιγάρο, και το δεύτερο τζιμάνι.

- Τι είπε ο ψυχολόγος;

- Θα την πατήσει τελικά. Έχει πολλές ανάγκες.

- Ο μαλάκας.

- Αν του στέλναμε μια πόρνη στο σπίτι;

- Ή του υπερχρεώναμε την πιστωτική;

- Ή γεμίζαμε ψεύτικα μηνύματα, τον αριθμό του κινητού, που συνδέεται στο ίντερνετ! Είδες ο σκατιάρης. Διέκοψε με την …Άννα.

- Θα αναλάβει ο Ivan. Ή κάποιος καινούριος. Η πρέσα κλείνει.

- Αν αντιδράσει;

- Να είσαι σοβαρός. Είναι δυνατόν να τα βάλει η γροθιά με τα όπλα; Πρέπει να πεθάνει, είπε ο διοικητής, αστυνόμος.

- Λες να τον προστατέψει ο θεός του;

- Όχι βέβαια! Που ζεις;

- Τι θα κάνεις σήμερα;

- Έχω κάτι χρέη, με μια πόρνη.

- Δανεικά και αγύριστα, έ;

Σκάνε στα γέλια, ξανά.

Κάνει ο ένας να φάει τη φέτα μήλου, με την άκρη του μαχαιριού, μαζί. Χαράσσει τη γλώσσα του! απ’ τον πόνο, σκυλοβρίζει άγρια.

- Θα τον ρίξει, η άλλη πόρνη;

- Η Άννα;…

- Η Άννα!

Χε χε χε, χε.

- Το συμβόλαιο θανάτου, πως πάει;

- Όπου να ‘ναι.

- Έτσι λέει ο αστυνόμος;

- Ναι.







«Αυτός είναι λοιπόν, ο ειλικρινής άντρας που ‘χει μέσα στη καρδιά του, το αντίθετο του φύλο. Με άσβεστη ειλικρίνεια και αγάπη. Δείχνοντας παράλληλα την αδυναμία του να ‘ναι ενήλικος. Το παρατραβά για να τον αφήνουν ελεύθερο, γιατί βλέπεις υφίσταται η νέα ΣΤΑΖΙ, με δειλούς που απαγορεύουν μηνύματα, ως εκβιαστές μέσα σε εταιρείες κινητής τηλεφωνίας: αλλά αυτοί είναι χαμένη υπόθεση.

Ο αδικημένος άντρας, με τέτοια περιοριστικά μέτρα έκφρασης, εναντίον του, γίνεται πιο δυνατός από ποτέ. Μήπως οι γραπτές του ρουκέτες, προσέγγισης στις γυναίκες, αποκτήσουν πραγματική, πρακτική, υφή. Πιστεύοντας πως θα βρει γυναίκα χωρίς ψυχρή καρδιά. Πάνε οι καλές, θηλυκές, ψυχές. Τελείωσαν. Το εργοστάσιο της σοκολάτας, εδώ και 13 χρόνια, σταμάτησε να παράγει: υπομονή.

Ούτε ο ήλιος, μήτε τα πρώτα ζεστά απογεύματα, πολύ κοντά στην Άνοιξη, δεν αναπληρώνουν το κενό των μισάνθρωπων.

Η αλήθεια είναι για όσους ξημερώνονται ειρηνικοί, με χαμόγελο αγαπητό. Κι ένα ευχαριστώ, απλό, μακριά από αρνητικές σκέψεις. Η αλήθεια δεν είναι για ψυχρές συνειδήσεις.

Σαν αυτούς που πιστεύουν πως μόνο αν βλέπουν κωμωδίες, στο θέατρο ή το σινεμά, όλα τους τα προβλήματα λύνονται δια μαγείας. Γιατί μόνοι, δεν αντέχουν. Πάντα πρέπει να τους απασχολεί, άλλο άτομο. Πιθανόν, με ιδιότητα γελωτοποιού.

Αν σκέφτεσαι τι παρεξηγούμε οι ίδιοι, καλό είναι να βλέπεις τη ζωή σαν λογοτεχνική γραφή, μα για τούτο απαιτείται να χαρίσεις λίγο από τον δυσθεώρητο, ελεύθερο, χρόνο σου, σε άλλο άτομο. Εννοείται, που ακόμη και η ψυχή του, δεν είναι κατεψυγμένη. Στο ξανάπα, η ζωή δεν είναι για όλους. Και όλα τα προσωπικά, δίδονται ως παρηγοριά ή κατάρα. Έως ν’ αδειάσει το μυαλό, επίσης, από τέτοιες παρεξηγήσεις. Αυτή είναι λοιπόν η αληθινή ζωή, όπου ο άντρας δεν παριστάνει τον έξυπνο στην υποψήφια …κοπέλα του. ούτε εκείνη είναι τερατόμορφα, μυστικοπαθής –κατά το συνήθειο των γυναικών.

Αν δεν έχεις εσωτερική ηρεμία, ως τρόπο ζωής, μη ψάχνεις ρυθμίσεις, τοποθετώντας κεραίες στην ταράτσα. Για τέλεια λήψη –μόνο εικόνας και ήχου. Μα δεν ακούς. Ούτε κοιτά-αγαπάς, τον εαυτό σου.

Σα το γονιό που βρίζει μόνο το ένα παιδί –από τα δύο.

Κι όλα θαρρεί, λύνονται, με ανθρωπιά…. (Σα να λέμε: σου έρχονται τα κακά στη ζωή, γιατί μόνο έτσι, ξεροκέφαλος όπως είσαι, επιστρέφεις στον Θεό). Δεν είμαστε ελεύθεροι, οπότε είναι άτοπο και να τα συζητάμε. Λες και θα άλλαζε κάτι.

Λες και οι ψυχρές καρδιές, είναι μυθολογία, μόνο.

Εγώ τα έχω πετάξει όλα τα άχρηστα.

Είπαμε, ότι δεν ζω, δεν υπάρχει.

Όπως οι παραβιάσεις του Εθνικού, εναέριου μας χώρου, ή πόσα ρίχτερ, έκαναν το πρωινό, άνω κάτω».




- Μα γλυκιά μου, υπάρχουν άντρες που κολλάνε σε λεπτομέρειες, όπως να τους σέβεσαι! Προτού, τους γνωρίσεις!

- Ποιος σου ‘φερε πρωινό, στο κρεβάτι;

- Ένας μαλάκας.

- Καλός;

- Τρωγόταν. Ειλικρινά ηλίθιοι, οι μη ρεαλιστές.

- Πότε γυρίζει ο σύζυγος;

- Αύριο. Κυριακή. ο μαλάκας.

- Άλλος μαλάκας αυτός.

- Να ‘ναι καλά το παιδί, που μου δίνει χαρά. Έ καλή μου! Νέα γυναίκα, εγώ φταίω που έγινα άπιστη;

- Φυσικά όχι! Άκου κει να παίζει με τη συναισθηματική σου αντοχή, ο σύζυγος. Που ακούστηκε; Θα τον δεις τον έτσι, σήμερα;

- Βρήκα ένα νέο κελεπούρι. Τουλάχιστον αυτός, έτσι πιστεύει! Θα τον χορέψω στο ταψί.

- Αγάπη μου, είσαι φοβερή.

- Ανεπανάληπτη δεν λες;

Κακαρίσματα –γνήσια γυναικεία.

- Τι πίνεις;

- Campari.

- Με λεμόνι.

- Με πορτοκάλι.

- Τρελό θεματάκι.

- Πήρα ένα νέο μήνυμα στο κινητό.

- Τι σου λέει;

- Να σε δω να χαϊδεύεσαι σε βίντεο-μήνυμα.

- Κι εσύ μωρή, τι θα κάνεις;

- Είμαι κι αν είμαι, αλλά δεν ξέρω, που καταλήγουν τα βίντεο.

- Έχεις δίκιο. Θα του δείξεις εσύ, σπίτι. Θα ‘ρθει το βράδυ;

- Εννοείται!

- Θα φτιάξεις κατάσταση.

- Ετοιμάζω cd με ερωτικά της Madonna. Θεόρατα κεριά, χαμηλός φωτισμός.

- Ρομαντικιά μου, εσύ.

- Μην γίνεσαι χαζή.

- Και μετά;

- Έχοντας φυσικά όλους αυτούς που με κρίνουν ως ανήθικη, ποιος τους γαμάει…

- Κανένας.

Κακαρίσματα –γνήσια γυναικεία.

- Θα απολαύσω ένα ατελείωτο ερωτικό γλέντι.

- Και ο σύζυγος;

- Ποιος τον γαμάει, αυτόν!!



8


Το σπίτι πλοίο


Είναι ένα σπίτι που βλέπει τη θάλασσα. Να, εκεί παραπέρα, στη στροφή. Του φτάνουν τα μέτρα που απέχει από τη γιγάντια μπανιέρα. Πλησιάζει επτά το απόγευμα. Ο ιδιοκτήτης του, αυτάρκης από μη χρεία ανθρώπων, αποφασίζει να βγει να κολυμπήσει. Εξάλλου οι άνθρωποι είναι μόνο εργοστάσια παραγωγής σκατών και κάτουρου. Δεν τον αφορούν αυτόν, τα λαχεία τους.

Σ’ αυτό το σπίτι, δεν κόλλησε κανείς, νούμερο οδού, μήτε καν, ταχυδρομικό κώδικα. Εδώ στην εξοχή, άλλωστε.

Μακριά από τύπους κοινωνικών: που τέτοιοι θεωρούνται, εφόσον κάνουν θόρυβο.

Εδώ στα παράλια, μακριά από εργοδότες που ανακατεύονται –στο στομάχι- με την παρουσία, μη εργαζομένων. Κοροϊδεύοντας τους πίσω απ’ τη πλάτη. Εδώ, που η γη είναι ξένη. Η γη είναι πάντα παγιδευμένη από τύπους συνόρων.

Είναι ξέγνοιαστος. Δεν έπλυνε και σήμερα, τα δόντια: να ‘ναι καλά το σάλιο. Απλά εξαπλώνεται ξανά, ο έρπις στο κάτω χείλος, μα δεν πρόκειται να φιλήσει και καμία. Δεν του έμαθαν ως ενήλικο δικαίωμα. Οπότε δεν τον ενδιαφέρει η θεραπεία. Θέλει χρόνο για να σε αφήσει μια γυναίκα, κι αυτουνού δε του περισσεύει. Αισθάνεται ελεύθερος. Δυνατός, μέσα του. ευγενής, γιατί τον σιχάθηκε κι ο Θός, κι είπε να Προσφέρει, εσωτερική ειρήνη.


Περπατά ο ανθρωπάκος, με τη πετσέτα που θα σκουπιζόταν, βγαίνοντας από τα γαλάζια νερά: να, κρέμεται ακριβώς από τη μέση της επιφάνειας της, διατηρημένη στον αριστερό του ώμο. Ταλαντεύεται με το βάδισμα του φθαρτού ανθρωπάκου. Στην δεξιά παλάμη κρατά ένα πλαστικό κουτί, με χερούλι (πως βαριέται να θυμηθεί πως λέγεται): αυτό δα, που διατηρεί δροσερό ή ζεστό, οτιδήποτε, μέσα του. Απλά πιέζει τα δάκτυλα στο χερούλι, στη προσπάθεια να μείνει στη θέση της η τυλιγμένη ψάθα που εξέχει από δυό μεριές. Ένας τρόπος για να απορροφά τον ιδρώτα στα ακροδάκτυλα.

Ο άντρας φορά, για 25 Μάη, κοντό παντελόνι. Τα πέδιλα του σα να προσπαθούν πότε πότε, να ισχυροποιήσουν τ’ αποτυπώματα, στο χωμάτινο μονοπάτι. Αριστερά δεξιά, ποικιλίες χλωρίδας, που αγνοεί πως λέγονται. Τόσο πράσινο. Μόνο αυτό. Λείπουν οι ανθρώπινες γκρίνιες, άρρωστες και εγωιστικές: εκφράσεις, σκέψεις, ματιές με κρυμμένα μαράζια. Συνεχώς παραπονούμενοι. Τι κατάντια!

Ο άντρας χαμογελά, σιγοτραγουδώντας: απαλλάχτηκα, μωρό μου, απαλλάχτηκα. Βαδίζει τώρα με σφαλιστά βλέφαρα, μυρίζει ολόκληρος ιώδιο, η θάλασσα, η φύση, η γη, τον θέλουν. Τον καλούν. Του μιλούν, παιδί μάλαμα όπως ο παρών είναι. Μπορεί και κοιτά. Ξανά.

Μπορεί και αγαπά το τώρα, δίχως σύνορα.

Έχει μέσα σ’ αυτό το πλαστικό με το χερούλι, που αδιαφορεί πως ονομάζεται: 1 λίτρο, δροσερό τσάι. Ψωμί, τυρί, ελιές, αχλάδια, μπανάνες. Ένα βιβλίο. Ράδιο cd. Φακό, μήπως ξεχαστεί εδώ έξω. Το άγνωστο τον σαγηνεύει. Εδώ στον καθαρό αέρα, του φαίνονται δεκτικές οι ανθρώπινες φιγούρες, να, εδώ στην παραλία. Δεκτικές να τους δεχτείς ως όψη, όχι όπως στη πόλη, που κάθε τόσο, δίπλα στο κάδο, πετάνε έπιπλα.

Πάει ξανά να πει: Θεέ μου, τι άρρωστοι, σταματώντας αρχικά από το κέντρο του εγκεφάλου, το: Θεέ μου. Τώρα γιατί…

Γαλήνια που είναι. Σα μαύρο περιστέρι, χορτασμένο και ήμερο από τη φύση του.

Μμμμμ, ρουφά τις αισθήσεις της φύσης. Παρατηρεί για πρώτη φορά, τους κορμούς, σιμά με τη παραλία. Κρύβοντας εντέλει τα αγριόχορτα κάθε ιδέα μονοπατιού. Απολαμβάνει τους ήχους των πουλιών. Τα χρώματα είναι μέσα του, σκέπτεται. Ειρηνικός που είναι. Συναντά μια πέτρα, που σίγουρα θα ζυγίζει περισσότερο απ’ τον ίδιο. Αποκαλύπτει τα πέλματα. Τρεις, τέσσερις, πέντε, φλέβες, πετάγονται στο πάνω μέρος από τις γυμνασμένες πατούσες.

Πατά χώμα, χαμογελά.

Πατά άμμο: όγκοι σκόνης που στερεοποιήθηκαν σε συμπαγές είδος, χώματος, που όμως ο άνεμος, ψιθυρίζοντας έστω, απομακρύνει, αποθέτει σε νέα σημεία. Εξαφανίζει αποτυπώματα. Απλώνει τη ψάθα. Παίζει με τα δάκτυλα των ποδιών, στην άμμο. Ξέγνοιαστα σοβαρός. Κοιτά τον γαλάζιο ουρανό, σίγουρος για τον εαυτό του, με αύρα άγνοιας προς οτιδήποτε έχει σχέση με σύνορα. Ξαπλώνει. Ο ήλιος στριφογυρίζει σα τρελό παιδί, που ολοένα παίζει με τους γιο-γιο, πλανήτες του. Μα δω υφίσταται η κουρτίνα του όζον.

Αλλάζει γρήγορα, ο άντρας. Δηλαδή πετά το μακό στη ψάθα. Τρέχει, βουτά ολόκληρος στο νερό. Δροσίζεται. Αναζωογονείται. Δεν τον μέλλει η ώρα. Δεν κουβαλά σήμερα, ταυτότητα. Χρήματα. Σύνορα.

Στέκεται κάθετα στο υγρό στοιχείο. Θέλει κάτι να δοκιμάσει. Βαθιά βαθιά, αναπνοή, σιωπούν τα μάτια, βυθίζεται, χάνεται, στο βάραθρο του γαλάζιου βουνού. Ωσότου η άνωση θυμηθεί την ιδιότητα της, επιστρέφοντας το νεανικό σώμα στην επιφάνεια. Χαμογελά. Ανάσκελα στα κύματα, στα όνειρα.

Μια σκιά, κρύβει τις αδύναμες ακτίνες της πύρινης σφαίρας, που αφήνει σταδιακά έναν εξασθενημένο γαλάζιο, ουρανό. Το φως είναι ανεκτό. Απενεργοποιεί την ικανότητα να βλέπει. Πλέον είναι αφημένος πάνω στο διπλό στρώμα. Το σπίτι άρχισε ξανά, να κινείται. Πλησιάζει σαν αγγέλου πέταγμα, την άμμο στη παραλία: πάνω της κινείται. Αφήνοντας τους παραθεριστές στην δική τους μαλακή, επίγεια μερίδα. Τρέχουν τα σάλια του. Πεινά. Αφήνεται στη σαγήνη του ταξιδιού. Πίσω από τη κεντημένη κουρτίνα, απέραντες υγρές αποχρώσεις, λόγω ζήλιας από τις άλλες, στο στερέωμα. Σα να μη τολμά το σπίτι-πλοίο, να τεστάρει τις ικανότητες πλεύσεως στα ανοιχτά.

Το φως αναπνέει αργά, νωχελικά, δίχως έγνοια καμία.

Θερμοκρασία, τέλεια. Ξεκουράζει. Τα τζάμια ανοιχτά, το σπίτι αερίζεται. Ο λήθαργος μετακινεί μες τον ύπνο, το σπίτι; Ή η ανάγκη για ξεγνοιασιά; Καμία έγνοια, σκέψη, θέλω. Έννοια στίγματος. Περιορισμού.


Είναι ένα ξυπνητό όνειρο. Αυτός, δεν ανοίγει τα μάτια. Το σπίτι, κινείται, το οφείλει στον εαυτό του: ζωή. Το πλάσμα στο κρεβάτι μεταθέτει τη θέση της κατοικίας, βαθιά μες το όνειρο μιας 25ης Μαΐου, αφημένος ολοκληρωτικά. Με το μάγουλο στο σεντόνι. Σηκώνεται σα χωρίς βάρος, ο τσιμεντένιος όγκος, κινούμενος στα χωμάτινα κύματα, που δεν παρουσιάζουν καθόλου σκόνη.

Το στέλνει λίγο στη θάλασσα.

Του δίνει αεροδυναμικό σχήμα, στη πλώρη.

Με τι ταχύτητα, προχωρούμε;

Μικρή.

Ίσως είναι επίσκεψη, πολύ κοντά, σε κάποιο επαρχιακό νησί, των …φοιτητικών μας χρόνων (κι όμως ακούγονται, πουλιά, φωνές παιδιών, τσακωμοί, προηγουμένως). Γαλήνια. Γα-λή-νια. Σαν συμφωνία ειρήνης. Πλέουμε.

Τώρα, ανάμεσα στις πολυκατοικίες.

Σε πολύβουες λεωφόρους στο πλάι. Κι όμως το σπίτι-πλοίο, δεν καταστρέφει στο πέρασμα του. Το μάγουλο στο σεντόνι, έχει θερμοκρασία ξεκούρασης. Είναι ένας αυτοτελής οργανισμός. Τίποτα δεν ανεβάζει το θερμόμετρο του αίματος. Φεύγουμε. Σαν από επιθυμία εσωτερική, να φτάσουμε στα παράλια, όπου ο Ιούνης σαλπάρει, σα τρυφερά γράμματα στο χαρτί. Τελείως στους νόμους της ειρήνης, αφημένη η ψυχή.

Το σπίτι προσπερνά άλλα τούβλινα κτίσματα ή αυτό, σταθερό, σ’ ένα σημείο, περιμένει να πατήσει το κουμπί στη κολόνα, ν’ ανάψει κόκκινο για τους πεζούς; Ναι, περίπου έτσι. Σα γραμμές τετραδίου, τελείως λιτές, όπου ζωγραφίζεις σκαλάκια. Έχοντας η ευγένεια, θέση στην αιωνιότητα της στιγμής. Λες να περάσει κανένα διαμέρισμα με μια νέα, γυναικεία φιγούρα, μέσα;

- Θα είναι μόνη;

- Ναι. Πρέπει να είναι μόνη.

- Και μετά;

- Τίποτα.

Τα πλοία-σπίτια είναι επικίνδυνο να συγκρουστούν. Ή να ‘χουν κοινό αριθμό, οδού. Η θάλασσα δε γνωρίζει από τέτοια σύνορα.

Επιβραδύνει. Σταματά.

Είναι που βραδιάζει γρήγορα τώρα, και πρέπει να πάρει ενέργεια από μπρίζες, να φωτιστούν οι κάμαρες. Η δροσιά της νύχτας, απλά βοηθά. Οι άκρες των κλαδιών, θέλουν απλά, να θαυμάζονται. Κελαϊδίσματα. Η τύχη να τα θωρείς αυτά. Με το γαλήνιο δωμάτιο. Μικροί, χαριτωμένες χαρακτήρες, στο χαρτί. Σκέψεις-αισθήσεις, λυμένες από τον κάβο, διαφόρων υστεριών.

Που θα πάμε αύριο;

Δε σου λέω.

Κοιτώ τα λουλούδια στη κουρτίνα. Το φως δεν το ανάβω ακόμα. Ένα σμήνος από φτερά ζωγραφίζει, στο εξώφυλλο, εκεί πάνω. Τέλειο. Χέρι ανθρώπου, δεν το αγγίζει.

Πεινάς;

Πεινώ να μη μιλώ, εν καιρώ ειρήνης. Στα δικά, τα των λεπτών, οφειλές, θέλω που δεν μοιράζουν, απλά τεμαχίζουν.


Το φως είναι μια φωλιά από πυγολαμπίδες, στο νερό του σύμπαντος, ή σ’ ότι εννοούμε, μα δε παραδεχόμαστε, μήπως βλάψουμε τα μουστάκια μας. Μια αργοαπογευματινή διαδρομή, ενόραση-ευχαριστώ, στο σήμερα (όχι κάνω ησυχία, μόνο βαρύθυμος). Καμία σχέση.

Η δροσιά έχει τη περιποίηση της καθημερινής καθαριότητας. Η ειρήνη είναι καθαρά ατομική υπόθεση. Ευχαρίστηση. Εσύ κι εσύ, στο χώρο και το νεανικό χρόνο, των λεπτών που δεν αγχώνονται. Ησυχία φωταγωγημένη από εσωτερικό χαμόγελο.


Βγαίνω στο μπαλκόνι.

Κοιτώ το σκοινί στον κάβο. Η άγκυρα, σα ρίζα, εισχώρησε στη γη. Οι χαμένες αισθήσεις γεννιούνται μόνο αν έχεις χρήματα. Η αλήθεια του φτωχού, η συμπάθεια μιας νέας προς κάποιον, γιατί γραπτομιλά. Το δώρο του μη ήχου, λείποντας οι διαφημίσεις εξαρτήσεων. Μια απλή ζωή.

Στοπ!

Να το ξαναγυρίσουμε;

Όχι. Καλό ήταν. Τυπώστε!


Στο κατάστρωμα, οι δυνάμεις που ελίσσονται μες τη φύση. Διατηρώντας όποια σταθερότητα, σε αυτά τα εκτάρια, όπου η πίστη μετακινεί το ίδιο το σπίτι, αν και άργησε, αρκετά. Πίστη λόγω ποιότητας φαντασίας. Όλα τα άλλα, τα ρεαλιστικά, όπως το να σε ποθούν, είναι απλά αποκύημα της φαντασίας, που χρησιμοποιεί πότε πότε, η πραγματικότητα. Σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος και μήκος, όπου δεν κυκλοφορούν αντάρτες, η πείνα δεν γέννησε εικόνες, ακόμα, από φουσκωμένες, μόνο με αέρα, κοιλιές. Κι όμως, καμία ευγνωμοσύνη προς όσους βγήκαν από τον κλίβανο του δεύτερου, παγκοσμίου, πολέμου.

Απ’ το κατάστρωμα, ήρθαν όλα τα ζεστά γεύματα, εδώ κάτω. Όπου τον πρώτο καιρό, τα ζωντανά κύτταρα, πολυπληθή όπως ήταν, σ’ έκαναν να αδιαφορείς για τον άνεμο που σκορπούσε τα κομμάτια, τα πεταμένα. Ενός περάσματος από κάθε μεγάλωμα, όπου δε ρωτούσες: πως πέρασες τη μέρα σου. Άρχισες λοιπόν, να παράγεις αέριο δημιουργίας, όπου προσέχουν τι λες, πως εκφράζεσαι, τι ομοιάζει με φιλοσοφία. Πότε κάνει ηχώ στο δωμάτιο. Τι. Μια εσωτερική δροσιά που θέλει τη φύση; η οποία δεν έχει ανάγκη από μηχανική υποστήριξη. Όχι οβίδων. Οι λεκτικές, αναμεταξύ προστάτη και φιλοξενούμενου.

Πες, πέρασαν.

Όμως η ενηλικίωση είναι μια αρρώστια, που ποτέ δεν γιατρεύεται. Ποιος θα συντηρήσει το σπίτι-πλοίο; Μήπως τα τζιτζίκια, που θα ‘ρθουν; Ν’ αρχίσουν τα τραγούδια, να καταλάβει ο φτωχός, καλοκαίρι. Να μιλήσει γι’ αυτόν, ο καπετάνιος. Να ετοιμάσει γεύματα συμπάθειας. Τροφές συμπαράστασης. Τυφλωμένοι μες την ανησυχία, οι άποροι, δεν ακούν από πού προέρχεται βοήθεια. Να δίνεις χωρίς να έχεις.

Να είσαι τρυφερά ευγενής, ανεκτά δηλαδή, τρυφερός, π.χ. προσφέροντας ένα εισιτήριο σε κάποια, στη στάση, που το αποζητά. Αν επιτρέπεται να συμβιβάζεται ένας άντρας, έχοντας μόνο, τέτοιου είδους πάγια, στη ζωή. Ίσως ένας άντρας τρέφει τη τρυφερή του πλευρά, αν χαρίζει αγάπη, σε ένα κατοικίδιο. Όχι αγαπώ τα ζώα, μόνο ως κινούμενες εικόνες, στη τηλεόραση. Αλλά που να μείνουν χρήματα, με μισθούς πείνας.

Το χειρότερο βέβαια, είναι να μην παρατηρείς τη δωρεάν προσφορά, όταν σου ‘ρχεται.

Ξημερώνοντας, το σπίτι-πλοίο (η εσωτερική διάθεση να ρομαντζάρεις), να, είχε βγει ανακοίνωση, ξεκούρασης του. Απλά θέλει ο καπετάνιος αν αφαιμάξει από τη πόλη, περισσευούμενα μερίδια, από την ενεργειακή αύρα, των νέων. Τόσα ζωηρά παιδιά, ζωντανά, ολίγον θορυβώδη, βαθιά όμως, ευαίσθητα: στο κατάστρωμα. Της πόλης. Στη φυσική ζούγκλα, καθετί είναι όμορφο. Σε αντιπαράθεση στις πόλεις, στις συναντήσεις, συνδιαλέγονται όμορφα νιάτα, που είτε προσπαθούν να ξεχωρίσουν, βάφοντας τούφες μαλλιών, τοποθετώντας ασημένια υλικά στο πρόσωπο. Παρατηρώντας όμως, τα πάντα, αυτά τα παιδιά, που δίνουν τέτοιο καιρό, εξετάσεις. Τρυφεροί, ανθρώπινοι, αναμεταξύ τους. Ευδιάθετα κυρίως, πρόσωπα, προσφέρουν φιλί σε κάποια συνάντηση, στο μάγουλο του αντίθετου τους φύλου. Όλα αυτά, οι ευγενικές παρέες. Επειδή συνήθως όσοι από εμάς, βρίζουμε τις φωνές των ανηλίκων, το πράττουμε από ζήλια, για τα χαμένα μας, νιάτα.

Απλά για να μην σε επηρεάζει η ζωτικότητα που δεν ελέγχεται, πρέπει αρχικά να θυμάσαι, πως οι γονείς σου, ειδικά κείνη η μάνα, που σπάνια συναντάς, εξακολουθεί να σ’ αγαπά, σα την αρχική στιγμή που είδε τα μάτια σου. Έξω απ’ το σώμα της.

Η αγάπη είναι σπουδαίο κεφάλαιο. Συνάμα η αισιοδοξία. Η επιδίωξη της ανεξαρτησίας, έχοντας αγάπης φροντίδα προς κάθε τι ζωντανό.

Ο καπετάνιος ξεπροβοδίζει τα ευαίσθητα νιάτα, φορτωμένα πλέον με δώρα, υλικά ή συμβολικά: η υποστήριξη, η αέναη ώθηση, προς αυτές τις ηλικίες, που όντας, μη ενηλικιωμένα άτομα, δεν έμαθαν ακόμη, πόσο πληγώνει.

Το σπίτι-πλοίο, ξεκινά πάλι, μεσημεριανή ώρα.

Ο καπετάνιος απορροφά τα κύματα από αγνό ευχαριστώ, στο βλέμμα τόσων νιάτων. Στέλνει μια ευχή στη προκυμαία: να ‘στε αγνά πλάσματα, υγιή, χαρούμενα, ευαίσθητα, με ζεστά μάγουλα και καρδιά.

Ο καπετάνιος πάει στη καμπίνα του, ν’ ανασκαλέψει την επτανήσια του καταγωγή. Έχει συννεφιά απόψε. Μα αισθάνεται πιο δυνατός, από ποτέ. Γιατί η ευτυχία, μόνο στα δωρεάν, αποκαλύπτεται.

Χαρούμενα ζωντανός, κι ο ίδιος, παρατηρεί τα κύματα στην επιφάνεια, από το φινιστρίνι. Ολοένα κοιτά, έξω, τούτο το καστανό ζευγάρι οφθαλμών, με ζέση εσωτερικής ευφορίας, που μόνο η ειρήνη το γεννά αυτό.

Δεν είναι λόγω καλοκαιριού.

Απλά ο χαρακτήρας του Έλληνα, αποκαλύπτεται. Του δημιουργού, καλλιτέχνη. Έπειτα κοιτά ξανά, τον κενό, πίνακα …ανακοινώσεων. Εκεί, όπου θα ‘πρεπε να ‘ναι, καρφιτσωμένες, φωτό της αγαπημένης. Αυτή η λατρευτή, η λατρεμένη, που σε περιποιείται. Κυρίως με την αφή.

Πες μου, καπετάνιο, λες να κάθεται σε κάποια παραλία;

Πάλι χάθηκες, στην ονειροπόληση.













9
















Η πίστη στον Θεό,

που φέρνει κατάθλιψη.


«όντας άποροι, οι άνθρωποι,

ζητιανεύουν,

από τους ομοίους τους,

ψυχή»


Είναι σα να βλέπεις τη θάλασσα, τη γεμάτη ήχο, που η εικόνα της, είναι διαρκώς ένα πράγμα, που πάλλεται. Σα την ανθρώπινη καρδιά, όμως ο πιο γρήγορος νους, ξεχνά συχνά, το φρένο, ή το ΚΤΕΟ, ή να βάλει “νεκρά”. Ή απλά να δουλέψει με τον ιδιαίτερο κτύπο, για λίγη ώρα, το βοηθητικό σύστημα. Η ψυχή, δηλαδή. Υπάρχει αρκετό “ρεύμα” εκεί, όσο φυσικά, είναι κανείς, κοντά στον Θεό. Πιότερο χριστιανοί, αφού δεν έχουμε δικά μας, παιδιά.

Να υπερασπιζόμαστε.

Ο ανθρώπινος γονιός, τα ανθρώπινα παιδιά, από την κρυφή κακία, της δημοκρατίας. Ίσως θα έπρεπε το δίποδο να ‘ναι άλαλο, μήπως πάψουν επιτέλους οι απειλές, οι ψεύτικες υποσχέσεις, οι προσωρινές μετάνοιες. Αφού πρέπει να βρίσκεσαι ανάμεσα στους πειρασμούς, και την αιώνια μάχη του καλού με το κακό. Όντας άκληροι, άρα χωρίς ενδιαφέρον στη ζωή, κάτι να αποσπά και να χαλαρώνει, γινόμαστε επομένως, εγωκεντρικοί: γιατί τα γνωρίζουμε όλα. Γιατί άλλοι, θα μας φέρουν τα μυστικά του σύμπαντος. Που ‘ναι φαίνεται πιο σημαντικό να φτάσουμε εκεί: που κατοικεί ο Δημιουργός. Όχι. Δεν είναι αυτό, το θέλημα του διπόδου. Απλά θέλει να εξαπλώσει τη κυριαρχία του. Μήπως πάψει να αισθάνεται αδύναμο.

Δουλεύει με υπερωρίες το μη βοηθητικό, σύστημα.

Ίσως να ‘χουν πάντα χώρο τα μάτια να ρουφούν εικόνες, να τις ράβουν μαζί με τον εγκεφαλικό ιστό. Ως εκεί, όμως. Από κάπου διαρρέουν οι γνώσεις, η ευγένεια της ψυχής: που είτε μιλά σπάνια ή φωνάζει, γιατί δεν θέλει να ‘ναι αδύναμη ή αιωνίως…

Το δίποδο θέλει πάντα να παίρνει, δίχως να ζητά: τη συγκατάθεση. Σαν κουφός χωρίς μυαλό, δηλαδή εσύ δεν αφήνεις να ‘χει κρίση το απέναντι δίποδο. Που εργάζεται πλέον, στις φυτείες του κεφαλαίου. Παιδεύοντας τη σωματική αντοχή, με το κέντρο της νόησης να εκτελεί το σωστό που πάντα, του υποδεικνύεται: μην απασχολείσαι τώρα, με κάτι μη επίγειο. Είναι μικρή η ζωή. Ο ελεύθερος χρόνος είναι μόνο προς ξεκούραση: φάε, πιες, ανάλωσε δυνάμεις, ξαφνικά, ξέφρενα. Μήπως ξεχάσεις πως έχεις ψυχή: υπήρξε πριν ακόμα γεννηθείς, εισέλθει στο κλειστοφοβικό, οργανικό σύστημα. Όπου ασφυκτιά, ξεκινώντας η της ψυχής, κατάθλιψη: τεμπελιάζει σ’ αυτό, γιατί οι αντοχές του σώματος, σταθερά σε 36 βαθμούς, κελσίου, την αποχαυνώνουν. Μες τη ζέστη. Στο μοναδικό θέλω της νόησης: να επιβληθεί ένα άτομο στους υπόλοιπους: σίγουρα δεν ακούνε καν, την ανησυχία της ίδιας της ψυχής. Δεν είναι ότι δεν θέλουν να έχουν ψυχή (αν είναι να λυπάσαι τη ψυχή, μέσα τους, παρά τους εμετούς-ιδιοκτήτες). Όποιος δέχεται πως έχει ψυχή, δέχεται πως υπάρχει Θεός.

Βέβαια, το θέμα είναι σε τι σόϊ θεό, πιστεύουμε: εμείς οι νόμιμα-τίμιοι, σε σχέση με τους νόμιμους-διεφθαρμένους. Απαξιώνοντας τη παρουσία, των τελευταίων, που κακώς απασχολούν τη σκέψη μας: ας θεωρήσουμε πως ήδη πούλησαν τη ψυχή τους, εντελώς πλέον, σαλεμένοι. Δεν τους λυπάσαι καν. Τους ξεχνάς.

Ξέχασε τους.

Εμείς οι νόμιμοι-τίμιοι, θα προσπαθήσουμε, μετανοώντας κάποια στιγμή, -για τα όποια μας λάθη (που όμως επιλέγουμε ποια είναι αυτά)- εμπρός στον Παντοδύναμο που όλα τα βλέπει. Όμως δεν Επεμβαίνει στην ελεύθερη βούληση των δίποδων. Βοηθά, Προστατεύει, Αποτρέπει συνέπειες δικών μας ανοησιών. Ως πότε;

Για να ‘σαι χριστιανός, θα πρέπει να μοιάσεις στην ακινησία των ευζώνων-φρουρών, στο Σύνταγμα. Άραγε ποιος είναι τόσο υπομονετικός, από τη στιγμή που δε θα τον σεβαστούν, να αφήνει να γελοιοποιείται; Κυρίως ενόσω δεν αποκαλύπτει πως προτίμησε τον καλό Θεό (άλλο πράγμα να μπεις “φύλακας” στη φυλακή με τους κακούς: αυτό δηλαδή που είναι το σύστημα, οι περισσότεροι, επίσημοι και μη). Οι μη επίσημοι μπορεί να είναι τα πρόβατα που δέχονται κάθε νέο φόρο: όλοι εμείς οι νόμιμοι-τίμιοι στους επίγειους θεσμούς –όχι στον Θεό. Όλοι αμαρτωλοί, τόσο επίγεια αναστατωμένοι, ώστε να θυμηθούμε ότι χρωστάμε μερικά ευχαριστώ. Ή πως κανείς δεν σώζει μόνος, τη ψυχή του: δεν ηρεμεί χωρίς βοήθεια, εκ των Άνω. Για προσωρινή εσωτερική πνευματική γαλήνη. Εξάλλου τι θα βγει αν τα βάλεις με άψυχους (με τη διεφθαρμένη νομιμότητα).

Το θέμα είναι αν εσύ που προτιμάς περισσότερο τον καλό Θεό, αν δικαιούσαι να αμύνεσαι. Σα να λέμε, ισιώνεις το σεντόνι της ζωής σου, ελπίζοντας ανόητα, πως δεν θα τσαλακωθεί. Αν αλλάξεις γνώμη: προτιμήσεις 100% τον καλό Θεό. Άραγε τι θα συμβεί τότε; Όπως γράφεται: όταν είναι μαζί μου ο Θεός, ποιος μπορεί να με πειράξει; Το άλλαξα λιγουλάκι. Εννοώ αληθινά κοντά στον Θεό. Όχι κάνουμε κατάληψη στους διαδρόμους που μεταφέρουν το λιγνίτη στα εργοστάσια της ΔΕΗ, και μετά μιλάμε για τρομοκρατία της κυβέρνησης, που συλλαμβάνει, και πλακώνει στο ξύλο. Ναι, φυσικά και υφίσταται η τρομοκρατία της κυβέρνησης, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το είδαμε με τη σύλληψη του τάδε γραμματέα του τάδε κόμματος, σε μια διαδήλωση: που του ρίξανε κατηγορίες για αντίσταση κατά της αρχής, και σύσταση, λέει… ομάδας εμπρηστών! Και άλλα τέτοια κουραφέξαλα, όπως ότι θα ορίσει η κυβέρνηση, πόσο θα πουλάει ο ιδιώτης, το νοθευμένο του προϊόν: βλέπε γάλα, παγωτά, τρόφιμα με διάφορα καρκινογόνα Ε.

Η τρομοκρατία του κράτους, κι αν είσαι με τον Θεό, 100%, αφού δεν Επεμβαίνει στην ελεύθερη βούληση, άρα δεν θα Σταματήσει τη διεφθαρμένη νομιμότητα, που παρενοχλεί, πολίτες. Τι δηλαδή; Πρέπει να το βουλώσεις, να υποχωρήσεις, για να φάνε ψητό; Ή να δεχτείς ας πούμε, πως το περιβάλλον είναι καταδικασμένο, γιατί αν …δεν γίνει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, θα σαρώσει τα πάντα η Αποκάλυψη; Ποιοι είναι αυτοί οι χώροι που …υπηρετούν… το κακό, που πρέπει εσύ να αδιαφορήσεις γι’ αυτούς; Αν θεωρήσουμε πως οι διάφορες συμφωνίες, μεταξύ υπουργών εσωτερικών, εντός κρατών στην Ε.Ε. υπογράφονται, ώστε να έχουν το ελεύθερο να ανταλλάσσουν κλεμμένους κωδικούς, ώστε η παρενόχληση να υφίσταται σε όποια χώρα κι αν μεταφερθεί, αυτός που γράφει την αλήθεια. Δηλαδή να το βουλώσουμε, όσοι θέλουμε να γίνουμε χριστιανοί. Να πούμε εντάξει: ας πληρώνουμε χωρίς να έχουμε, ψεύτικους φόρους, δήθεν για το κτηματολόγιο. Να μην κάνουμε παιδιά, τότε. Να μην αισθανθούμε ολοκληρωμένοι. Να τα ανεχόμαστε όλα.

Τους είρωνες συναδέλφους στη δουλειά: αχάριστοι, γιατί έχουν, δουλειά. Την υποκρισία στη ψεύτικη ευγένεια του εργοδότη, κανείς δεν την πιστεύει, εξάλλου το ανώτατο κεφάλι σε κάθε επιχείρηση, έως και οι προϊστάμενοι, χρόνια τώρα, έχουν πουλήσει τη ψυχή τους. Πες επομένως, πως αφήνεις τα πάντα στον Παντοδύναμο, Θεό. Ένας είναι ο Θεός. Τον κακό θεό, όπως έγραψε και ο Βρεττάκος, πιθανόν τον Λυπήθηκε –μπορεί να πράττω παρόμοιο λάθος- μη εξαλείφοντας το μίασμα, αιώνες τώρα. Αλλά πάλι, τι σόϊ ανθρώπινη, ελεύθερη βούληση θα υπήρχε, χωρίς δεύτερη επιλογή.

Ο καλός ορθόδοξος, θα πω εγώ (χριστιανός, μόλις που αναπνέεις), που σκύβει το κεφάλι στις αδικίες, γιατί θα πλησιάσουν, μήπως γίνεις, χριστιανός! Για τη ψυχή σου. Όχι το κουφάρι σου ή την εξυπνάδα ή ωριμότητα που διαφημίζεις, σα γέρικο σκεπάρνι. Όχι όμως ευτυχής, επίγεια. Όχι, όχι. Δεν στα είπανε καλά. Η μοίρα των μονάδων-ατόμων, που ο βίος τους είναι μόνο συνέπεια, μήπως τελικά μετανοήσουν.

Οι άψυχοι, απλά μυρίζουν χωρίς όριο, για να ασχοληθεί μαζί τους, ο Ένας, βάζοντας τους, στη θέση τους: όχι, δεν κατάλαβες καλά.


Ακόμη και ο χριστιανός, που φέρει ..βαρέως.. την ιδιότητα αυτή: διαβάζει την Γραφή, προσεύχεται, ελπίζει, άραγε τι: να ηρεμήσει Εκείνος, τους εχθρούς, εκείνου του προσώπου, που πρέπει να ανέχεται τα πάντα. Κυρίως ότι έχει ψυχή, βυθισμένος στο πρέπει του βούρκου των δοκιμασιών, συνέχεια θλιμμένος, καταπονημένος: κυρίως για να λέει πάντα ναι, ..κυρίως στους νέους φόρους ή ότι πρέπει να περάσει από την τάδε δοκιμασία: ν’ απολυθεί για να πέσει στα γόνατα, με μεγαλύτερη όρεξη.

Όλα τούτα στην εποχή της άπλετης ελευθερίας, μόνο στις διασκεδάσεις και κάθε είδους ανωμαλία.

Και πες, που εσύ που αηδίαζες με τη ξεβρακωσιά και τη διαστροφή των περισσοτέρων εκεί έξω, που έχουν διαστρεβλώσει τι σημαίνει αξιοπρέπεια και πνευματική συνοχή, πες, πως γίνεσαι χριστιανός: όχι του τύπου ορισμένων φυσιογνωμιών σε εκκλησίες, που βάζουν τα παιδιά τους να παθαίνουν έλκος, κλαίγοντας με ουρλιαχτά. Εννοώ, ο αληθινός πιστός, που δέχεται την κατάθλιψη της επιλογής: ως άκακο πρόβατο, που φορές, λέει κι ευχαριστώ που του κουρεύουν, ελευθερίες ή οτιδήποτε άλλο! Κάπου εκεί στη πορεία ως το Γολγοθά του Ενός: απλά φαντάζομαι, πως μόνο ο μωαμεθανός πιστός, δεν έχει ψυχολογικά προβλήματα, γιατί πιστεύει σε κάτι που δεν βλέπει, το οποίο αποκαλεί, Ύψιστη δύναμη. Ο ορθόδοξος πιστός, μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί πως έχει ψευδαισθήσεις, τον κυνηγάς άνετα: επειδή απλά ο μωαμεθανός μπορεί να μάθει που μένεις, και να σε πετσοκόψει, που έθιξες τα πιστεύω του. αν και εδώ τίθεται το ζήτημα που επανειλημμένως έχω σκεφτεί: τι σόϊ πιστός είναι αυτός που έχει μες τη πίστη του, την απειλή ως πράξη, άρα σε τι θεό, πιστεύει τελικά;

Όχι πως οι ορθόδοξοι πάνε πίσω: που στήνονται σε ουρές για να προσκυνήσουν ένα άψυχο κουφάρι ή μερικά κόκαλα, πολλών ετών σε κάποιο λείψανο ανθρώπου. Που του φορέσανε το “στέμμα”, επίγεια εννοείται, του αγίου ή της αγίας. Τα οποία πρόσωπα, ΟΝΤΩΣ, λιγόστεψαν τις απαιτήσεις τους, στα καθημερινά: φαί, νερό, δουλειά (αν είναι δουλειά ο μοναχισμός στα μοναστήρια, κει όπου κανείς.. δεν σε πειράζει) (ή δέχεσαι ως δοκιμασία να εισβάλλουν ληστές εικόνων –αλλά για υλικά θα ανησυχούμε τώρα;). Λιγόστεψαν τις απαιτήσεις τους, κυρίως απ’ ότι αποσπά ως πρότυπο…, γιατί αγάπησαν τον Θεό. Όχι, λέω εγώ, γιατί καθένας είναι μόνος του, τελικά, απλά γιατί ο Θεός, δεν είναι όπως οι άνθρωποι: οι οποίοι πρέπει να βρουν χρόνο να έρθουν ή να γίνουν πραγματικά, “ένα” μ’ εσένα. Αν και τώρα, μου ‘ρχεται η σκέψη, του αγίου που είναι φοβισμένος, προς οτιδήποτε που μπορεί να κλονίσει τη πίστη του, ή τη θέση του στον Παράδεισο. Αν και όποιος σώζεται, λαβαίνει τη διαβεβαίωση, με κάποιο όνειρο. Αν και τίποτα δεν είναι σίγουρο: το κτίσιμο της κρίσης, της διαλογής τι προέρχεται από Εκείνον, και τι, όχι, ως πειρασμός ή δοκιμασία, είναι ένα παιχνίδι για δυναμωμένους χρήστες, που έχουν λεφτά για να τρώνε, έστω, κάθε μέρα.

Το θέμα είναι, αν το δούμε ως ξεδιάλεγμα των αναγκών, τι πρέπει να κάνει ο δείνα, που έχει στερηθεί 20 χρόνια (υπάρχουν και χειρότερα) τη διασκέδαση, τον έρωτα, τη σταθερή εργασία. Τη φιλία, τις παρέες, τα ταξίδια. Που δεν έπιασε στο στόμα του, τσιγάρο. Δεν ξενύχτησε, δε μέθυσε (εγώ δυό τρία ποτάκια ήπια πάλι, χτες, στο μπάρ. Για τη παρέα).

Τι άλλο πρέπει να στερηθεί, το προηγούμενο παράδειγμα ..ανθρώπου, που δεν έκανε ούτε μια σχέση, έτσι για το γαργάλημα πάνω από τα ρούχα. Δηλαδή τι άλλο πρέπει να στερηθεί, για να γίνει χριστιανός;

Δεν είναι, αλλά τι στο καλό πρέπει να ζητήσει: πέρα εννοείται από το αφύσικο, να μην έχει οργανικές εξάρσεις. Άρα καμία απαίτηση να παντρευτεί. Άρα.. κλάφτα χαράλαμπε. Δίποδο που δεν πήρε τίποτα από τη φύση. Και πες πως ρίχνει το κεφάλι, κάνει ότι του λένε οι άλλοι. Υποχωρεί. Αφήνεις τους παπάδες να φωνάζουν, για λογαριασμό όποιας αδικίας. Ένα κακομοίρικο πλάσμα, που αγαπά μεν, ο Θεός, ένα πλάσμα όμως όπως είναι πλήρως, πια, ανίκανο να φανεί δυνατό στις αντιξοότητες της ζωής. Καμία πρωτοβουλία. Και πες, πως παντρεύεται μία από τα ίδια, ως χαρακτήρα, που ο σεβασμός ανάμεσα στο ζευγάρι, επιβάλλει τόση διακριτικότητα, ώστε και το σέξ να φαίνεται ανούσιο, αφού αποσπά από το βάδισμα, στο μοναχικό μονοπάτι, προς τη σωτηρία της ψυχής. Εκείνο που λέω όποτε το θυμάμαι, γιατί είμαι βαριά αισθηματίας: πως θα λατρέψω τόσο, μια γυναίκα, που θα ξεχάσω πως έχω ψυχή.

Τι θα συμβεί, έτσι και ο πατημένος από “οδοστρωτήρα”, συμβιώσει μόνιμα και επίσημα με κάποια, ως δύο πλάσματα που μισούν το σώμα τους: γιατί πρέπει να το υπομένουν, επειδή κουβαλά, τη ψυχή. Τι θα συμβεί τότε; Τι θα κυριαρχήσει; Η πίστη ή το φυσιολογικό; Ένα ζευγάρι ..χριστιανών.. που προτιμούν τις νηστείες, από ενοχή ή υποχρέωση. Δεν τους μένουν δυνάμεις να αντεπεξέλθουν στο εργασιακό τους περιβάλλον. Τα παιδιά κοιτούν δύο χλωμά πλάσματα, έτσι κι αλλιώς, που παραμερίζουν την ευτυχία τους, γιατί οι υποχρεώσεις τρέχουν και πρέπει να πιάσεις και δεύτερη δουλειά. Διαρκώς κουρασμένοι, ανικανοποίητοι. Σα στρατιωτάκια. Στρατιώτης είναι κάθε αληθινός χριστιανός. Που ο βίος καταλήγει: άλλη μια μέρα, μια παράταση στη ζωή.

Αγχωμένοι, μη πέσουν στο πειρασμό, ιδιαίτερα καλοκαίρι. Ψάχνοντας παραλίες με ελάχιστους –αντικοινωνικά- ανθρώπους, για να κολυμπήσει το ζευγάρι. Γιατί το ανθρώπινο σώμα λέει, είναι άσχημο, εκτός από βρώμικο. Αυτοί οι αληθινοί χριστιανοί, που πιστεύουν πως ο Θεός είναι πάντοτε δίπλα. Φυσικά, με τι σόϊ όρεξη να πιστεύεις κάτι τέτοιο, αν υπερβάλλουμε λίγο ακόμη, ως προς τα αρνητικά της πίστης: συνουσία μετά από μέρες εγκράτειας! Δεν μας έφτασε η εικοσαετής νηστεία, θα φτιάχνουμε πρόγραμμα και στο γάμο, πότε θα το κάνουμε!! Πάντοτε καχύποπτοι ως προς τις προθέσεις των γύρω, μη θίξουν τη πίστη του παντρεμένου ζευγαριού. Μιλώ για αληθινούς χριστιανούς.

Η ουτοπία μιας καλύτερης ζωής, με πίστη. Ενώ η προσωπική σωτηρία είναι μονόδρομος: αφήνεις και κάτι, σε κάθε σκαλοπάτι, ανεβαίνοντας, αν φυσικά, σου ανοίξουν τη πόρτα, του Παραδείσου. Ποιος θα αντέξει ως το τέλος, έτσι δεν γράφει; Τι πα να πει, πέταξες πίσω σου, φιλοδοξίες και συμπεριφορές που δεν σου ταίριαζαν; Εντάξει, συγχωρέθηκες ενδιάμεσα, αλλά ο άνθρωπος ως ψυχή, ξαναμολύνεται, στο πιο απλό, επόμενο, λάθος. Πες από αμφιβολία περί σωτηρίας ή λοιπών προβλημάτων. Αυτός ο πιστός που δέχεται πλέον πως η τύχη της πατρίδας του, βρίσκεται σε Ανώτερα χέρια. Όσο υπάρχει Θεός, εδώ, στη γη. Ο αληθινός πιστός, εντέλει, είναι αυτός που έχει γνώση των μελλούμενων τα οποία αναφέρονται στη Γραφή, και απλά συμβιβάζεται με αυτό. Καμία περαιτέρω κρίση. Σα κάτι ορθόδοξους… κατά όνομα, που χαίρονται γιατί προβλέπουν το τέλος του κόσμου, ή διαλαλούν πως αυτοί μόνο, είναι χριστιανοί: όπως στον καιρό του Νώε. Αυτός δηλαδή ο άνθρωπος που ανόητα προσπαθεί συνεχώς, να πείσει τους γύρω του, να αλλάξουν χαρακτήρα, γιατί έρχεται ο κατακλυσμός. Άλλος ένας τρόπος για να ελέγξουν τις ανθρώπινες ελευθερίες. Άλλη μια περιττή, ανησυχία.

Αυτοί οι κατ’ όνομα, στη ταυτότητα, μόνο, πιστοί, κι ας φοράνε ράσα, που δεν δίνουν εργασία στους άνεργους. Δεν βοηθούν τους ανύπαντρους, τη χήρα με τα τέσσερα παιδιά. Τους άπορους, τους άστεγους, όλους τους μη έχοντες, που τη κεφαλή, κλείναι: ένα πανέμορφο φυτώριο, να πέσει ο σπόρος της πίστης. Όχι δα πως θα αλλάξει ριζικά, κάτι: πληθαίνουν, κυρίως οι νέοι, που ψάχνουν τους κάδους για φαγητό. Μαζεύουν τα περισσεύματα από τους πάγκους της λαϊκής: εκεί θα φτάσω όπου να ‘ναι, κι εγώ. Τουλάχιστον αυτού του είδους την κοινωνικότητα, την αποδέχομαι. Άλλο αν δεν είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο, και πιθανόν περάσω σε κάτι χειρότερο. Γιατί όποιος πεινά ή έμαθε στην καθαριότητα, θυμώνει πολύ άσχημα. Γιατί δεν έχω (μόνο ξερές υποσχέσεις), τίποτα στα χέρια, δικό μου, να το πουλήσω, να φύγω από τη τρομολάγνα Ελλάδα. Να πάω σε άλλη, αληθινά ήρεμη, χώρα –όχι γιατί εκεί είναι πιο φθηνά τα πράγματα- να γίνω χριστιανός. Κοινωνικός. Ν’ ανοίξω δική μου επιχείρηση, μια δουλειά που θ’ αγαπώ. Δίνοντας εργασία, με ικανότητες ατόμου που γίνεται ουσιαστικός φίλος, συγγενής. Σύζυγος. Όχι φυσικά, οντότητα που δέχεται πως στη δική μου γενιά, θα έρθει το τέλος του κόσμου, ή να μην συλλογίζομαι, πως οι φίλοι μας οι Γάλλοι, που έχουν πυρηνικά όπλα, δεν έχουν ήδη προγραμματίσει, σε computer του στρατού τους, ποιες από τις κεφαλές που διαθέτουν, θα πέσουν στην Αττική: πόσες και με τι, καταστροφική ισχύ.

Τι; Οι χριστιανοί έχουν μυαλό;

Φυσικά!

Απλά δεν βλέπουν ειδήσεις: χέζουν, πίνουν, κοιμούνται, εργάζονται, τρώνε, γερασμένοι πριν την ώρα τους. Σα κάτι πωλήτριες στη λαϊκή, που ενώ είναι νέες, έχουν παρουσιαστικό ηλικιωμένου ατόμου. Η μοίρα των νέων που δεν στάθηκαν τυχεροί να αποκτήσουν τεχνητά, λευκά, δόντια. Που φαίνονται από το επόμενο, οικοδομικό, τετράγωνο.

Έπειτα, αυτοί οι ηλικιωμένοι.. αρχίζουν να δίνουν συμβουλές, να σε ρίξουν στην “αίρεση” τους, της απάθειας για ότι συμβαίνει πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη.

Έπειτα, όλοι αυτοί και αυτές, οι γηραιότεροι μας, που αγοράζουν λογοτεχνικά… βιβλία, μόνο και μόνο για να βοηθήσουν τη πίστη τους, δίνουν συμβουλές: να μη σκέφτεσαι, να μη λογαριάζεις τα περιττά, δηλαδή τα φυσιολογικά: να τους δίνεις δεύτερη και τρίτη θέση, στα του βίου σου. Αυτό είναι, αληθινή, τρέλα. Ένας βίος, σα το πουλί που το τρέφει η μοίρα του, μια ορισμένη στιγμή, κι ας πεινάσει για δυό τρεις, μέρες. Κι ας το αφανίσει κανένας κυνηγός (ειδικά εκείνοι που φαίνεται είναι πιο δυνατοί από τον Θεό, για να απομονώνουν ηθικά και πολιτικά, όσους ενοχλούν…).

Απλά εντάθηκε το πρόβλημα. Φανερά καταπατούνται, δικαιώματα –ανέφερα παραδείγματα. Όσο για των χριστιανών…. Αν υποθέσουμε, πως ο Θεός αφήνει τους άψυχους, ανενόχλητους, γιατί Τον ενοχλεί η αποφορά των αμαρτιών, της διεφθαρμένης νομιμότητας. Όλοι οι άλλοι, οι πολίτες, που ενοχλούν τους γειτόνους τους, ποικιλοτρόπως, απλά έχουν τα μέσα για να επιβιώνουν. Αν είναι δυνατόν ένας πιστός, να ‘χει συναναστροφή, με δυνατούς –αυτού του είδους. Ένας πιστός, να τους συνεφέρει.

Σειρά τώρα, έχει ο ήδη θλιμμένος άνθρωπος, που ακούει τον Θεό, μια στη χάση και τη φέξη, μέσα του, να του Λέει: υπομονή. Τον παρακαλά ο Θεός, να πλησιάσει. Άραγε πως. Αφού ο θλιμμένος άνθρωπος που προσπαθεί μια στο τόσο, να πιστέψει στις δυνάμεις του ή σε υπερφυσική, καλή, βοήθεια: γιατί πια βαρέθηκε τις πόρτες που κλείνουν. Εκείνη η υπόσχεση, ποιος τα ‘βαλε με τα πλάσματα του Θεού, και ευτύχησε; (το άλλαξα λιγουλάκι, πάλι). Τι σόϊ χαρακτήρας είναι αυτός, που δεν πιστεύει στον εαυτό του, αλλά περιμένει να του λύσουν, άλλοι, τα βασικά της ζωής. Τι σόϊ αισιοδοξία, είναι αυτή. Σα κάτι συστήματα, γηραιότερων, που λένε στον νέο που βλέπει το 40, ως ηλικία, να πλησιάζει: του λένε, δείξε υπομονή, κι εγώ στα 36, παντρεύτηκα! Άλλο βέβαια αν δεν σου λένε: τη ποιότητα και τη ποσότητα, σε προηγούμενες αλλαξοκωλιές. Στη περίφημη χρονική στιγμή, ετών, πριν και μετά την δικτατορία, στην Ελλάδα. Προσπαθούν αυτού του είδους οι ζηλιάρηδες ηλικιωμένοι, όπως λένε μόνοι τους: να σε συνεφέρουν. Μιλώ για αληθινές τακτικές, χριστιανών. Η περίφημη λογική.

Αν υποστηρίξουμε πως στον πολίτη, του έρχονται μόνο όσα μπορεί να αντέξει. Σα το άγριο άλογο που το κλωτσάνε για να ημερέψει ή σα το ζώο της ζούγκλας που προσπαθούν να μεταβάλλουν σε κατοικίδιο.

Καρπαζιά στη καρπαζιά, μήπως υποχωρήσεις, ζητήσεις τη βοήθεια του ηλικιωμένου: το οποίο όμως πρόσωπο, δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Να αποδεχτεί πως η αγάπη δεν σηκώνει διαπραγματεύσεις.


Που να βρεις χρόνο να καταλάβεις πως έχεις και μυαλό, ενόσω τα πάγια έξοδα είναι πιο πολλά απ’ όσα ο ιδρώτας σου, σηκώνει; Μη ανόητος να συλλογιέσαι, πως είσαι σε μια δουλειά που αγαπάς ή πως δεν θα αναγκαστείς να μεταναστεύσεις, γιατί οι δικοί μας τα παραδίνουν όλα, για χάρη της ειρήνης.

Σα να λέγαμε, ένα έθνος τοπικών αράβων, που όμως είναι τόσο βλάκες, που δεν βγάζουν το πετρέλαιο ή δεν εξορύσσουν το χρυσάφι, της Ελλάδας, γιατί μετά, πως θα αγοράζονται όπλα από τους Αμερικάνους. Αν εμείς εδώ, έχουμε δικές μας βιομηχανίες;

Δεν ξέρω αν στις λεγόμενες, Αραβικές, χώρες, όντας πλούσιες, οι εμίρηδες που κυβερνάναι, όποιοι κυβερνάναι, δεν ξέρω, μοιράζουν τον πλούτο στους πολίτες. Δεν ξέρω. Αν ο πλούτος κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπο.

Τώρα πόσο τιμάται μια ψυχή.

Αν δεχτώ πως υπάρχει.

Αν μάθω να κάνω ησυχία, γιατί το θέλω εγώ, κι ας σου πούνε: ποιον κηδεύεις; Ο τίτλος του αγαθού. Ή να ‘σαι κορόϊδο να δίνεις από το υστέρημα σου. Στην κοινωνία των δυνατών, που επιβιώνουν. Απλά καταναλώνουν. Δεν παράγουν πνευματική τροφή. Όσο άθλιο κι αν ακούγεται.

Αν δεχτώ πως: η ψυχή του καθενός που υπήρξε πριν από τη γέννα σε ανθρώπινο σώμα: λειτούργησε έτσι το σύμπαν, ως ένα μέσο τιμωρίας της άϋλης ψυχής. Ή πως μόνο μέσω της καταπόνησης του σώματος, η ψυχή θα δυνάμωνε την αξία της. Αυτή η ψυχή, μια ξένη ιδιοκτησία, εκ Θεού, που οι ανόητοι ψυχολογομαλάκες, προσπαθούν να της κάνουν καλό. Βλακείες! Απλά οι ψυχολόγοι προσπαθούν να αφαιμάξουν το σκεπτικό, που δεν εξυπηρετεί τη σταθερότητα του συστήματος. Τίποτα περισσότερο. Το νιάνιαρο που πήρε απολυτήριο, και πάει μετά να υποδείξει, ειδικά σε άλλους που έχουν επιπρόσθετες δεκαετίες, πώς να λειτουργούν. Αυτό που δεν, μας είπαν, είναι: πως η κατοχή ψυχής, αποτελεί συμπεριφορά διπρόσωπου. Που δεν έχει αποφασίσει, ποιος εαυτός θα υπερισχύσει. (Είδες τι ωραία που τα αναλύω; Κι ας μη σπούδασα στα ψυχολογοκοτέτσια σας. Άψυχα όντα, που η ..δικαιοσύνη σας είναι ισχυροτέρα του Θεού!).

Μήπως πρέπει να είσαι ειλικρινής;

Τι εννοείς;

Ο άνθρωπος, ένα όμορφο πλάσμα, δημιούργημα, με κάθε τι στη θέση του. Στην αθόρυβη λειτουργία. Αν κοιτώ έτσι κάθε έναν, ως ικανό: να παράγουμε το καλό. Εφόσον δεχτούμε, πως ο Θεός, θα μας “παρακολουθεί” κάθε ώρα, κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο. Μ’ εκείνη την όμορφη αύρα της άλλοτε παρουσίας μας στον Παράδεισο. Οπότε ελέγχουμε τι λέμε, τι πράττουμε. Και ελπίζω να διαρκέσει πολύ μια τέτοια συμφωνία, αν και εμείς οι άνθρωποι, δε θα τη τηρήσουμε, αρκετά. Ή δεν καταλαβαίνουμε πως ηρεμήσαμε.

Πιθανόν τότε, να μην ταξινομήσουμε στον εγκέφαλο, παρά στη κρίση, ποιοι αξίζουν να πάνε στον Παράδεισο. Όταν δεν είσαι ήρεμος, αναμένεις ανταπόδοση στο κακό που δέχεσαι. Διαρκώς δέχεσαι, εσύ δεν κάνεις. Ά μπα. Κάπως έτσι τα υπολογίζουν κι οι ώριμοι. Ο μη ήρεμος επιθυμεί τιμωρία του άλλου, στο πιο μικρό σεβασμό που δεν δέχτηκε. Ή τσουβαλιάζοντας Έθνη, βάση των τακτικών, ορισμένων κυβερνήσεων. Εγώ που πιθανόν να συγχωρούσα γείτονες που δεν γνωρίζουν τον καλό μου εαυτό, μα με συζητούν στα πηγαδάκια τους, λόγω άγνοιας, πως στις φουσκάλες αέρα, αυτοί εντοπίζουν το είδος τους, γύρω από άλλους. Αρνούνται, πως δεν το έχουν όλοι, αυτό. Εγώ, που για πολλά βαριέμαι, μη δεχόμενος παράλληλα, να δώσω για να πάρω, αν και φορές περιμένω κάτι πίσω. Ή δεν κατανοώ, πως για όσα έδωσα, πήρα κιόλας με διαφορετικό τρόπο. Πόσο δε, περισσότερα. Μα δε το κατανοώ. Δεν θέλω. Βαριέμαι. Γιατί μισείς τελικά, όσα στερείσαι. Αν με τέτοιο υπόβαθρο, γίνεις χριστιανός - όχι. Απλά όταν δεις τούτο το λάθος, σου αποκαλυφτεί, ο ίδιος θα πεις: κοίτα τι χαζομάρες έλεγα, έγραφα κλπ. Ύστερα παίρνεις το τελευταίο χαρτάκι, αναμονής, προς ευλογία. Τελευταίο, είπα.

Εννοώ αυτός που δέχεται τον Θεό, όχι όσοι το παίζουν προσγειωμένοι, φαύλα δηλαδή, αισιόδοξοι. Να εξηγούμαστε.

Απλά όταν έχεις κατάθλιψη, δεν γεννιέται το εγκεφαλικό, νοητικό, κύτταρο, πως συμβαίνει, γιατί δεν είσαι πιστός. Άμα τα καταφέρεις και ξεφορτωθείς όλα τα χαζά που είπες και έκανες, με ρωτάς, τώρα, γιατί να αισθάνεσαι κατάθλιψη, ως χριστιανός; Γιατί δεν σε δέχονται πλέον, όπως έγινες. Μονόχνοτος. Αρνητικός στις συνήθειες των ..φυσιολογικών: ξενύχτια, βαβούρα, καταχρήσεις. Τώρα ζούμε, τώρα ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Το σαρκικό!

Μήπως όμως τελικά, …πιστεύοντας πως σωθήκαμε, μήπως είμαστε κάτι παράλληλο εκείνου του χαρακτήρα: Πολύκαρπος, στο βιβλίο του Καραγάτση, «Δέκα». Όπου μόνο με το πειρασμό, ή ότι προκαλεί νεύρα, η λεγόμενη καθημερινή καρπαζιά, μετανοείς. Προσωρινά εννοείται. Ως να ξεπέσεις ξανά. Φυσικά μη το πεις παραέξω, πως δεν ελέγχεις τον εαυτό σου, και σου προσθέσουν άλλο ένα ψυχολογικό πρόβλημα (πέρα από εκείνο πως δεν δέχεσαι πως το ανθρώπινο είδος, είναι μόνο ανταλλαγή σωματικών υγρών). Μα τι σόι πλάνη είναι αυτή, λένε, να λες πως υπάρχει ανώτερη δύναμη. Παράδοξο όμως, πως οι άπιστοι συνεχίζουν να ζουν και να βασιλεύουν.


Τον εαυτό σου να λυπάσαι.

Αυτός είναι ο βίος του υποψήφιου μετανοημένου. Αρκετοί θα τον αποφύγουν, θεωρώντας τον, βαρετό, μη ρεαλιστή. Μα έχεις χρόνο να ασχολείσαι με μη πραγματικά… πράγματα; Αφού ότι δεν βλέπεις δεν μπορείς και να ελέγξεις.

Ο μετανοών, αναγκάζεται περαιτέρω να απομονωθεί. Σαν από εσωτερικό θέλω, γιατί αισθάνεται κάπως, τη παρουσία του Θεού, πρώτη φορά, στο χώρο που κινείται, οπότε ο μετανοών, σταματάει να βλέπει τηλεόραση, ν’ ακούει μουσική, να ανησυχεί. Αν όλα ετούτα επιβεβαιώνουν μια μορφή κατάθλιψης. Αθωότητα: μιλά η συνείδηση. Αν επιτρέπεται να ‘μαστε πρακτικά, παιδιά, έως το τέλος της ζωής μας. Σύμφωνοι όμως: παιδιά Θεού. Μήπως ξεχάσουν όσοι, τους κατηγόρησες ή αντέδρασες ποικιλοτρόπως κατά τους, λόγω δικής τους παρενόχλησης εναντίον σου: μήπως ξεχάσουν, του κάκου, ότι δεν θα ασχολείσαι με όσα ελέγχουν αυτοί οι άψυχοι. Αυτός είναι ο αληθινός χριστιανός; Ο νικημένος άνθρωπος;

Φρόντισε να μην είσαι νικημένη ψυχή.

Στο αρνητικό κόκκινο.

Άραγε πόσο προετοιμασμένα ήταν εκείνα τα χιλιάδες παιδιά, στην Κίνα, που καταπλακώθηκαν από τον σεισμό 7,9 βαθμών ρίχτερ, μες τα σχολεία τους. Τόσο κοντά στους εκεί, ολυμπιακούς αγώνες.

Αν υποκύπτει κανείς στο εξής θέλημα: πως όλα θα σου πάνε καλά, άμα είσαι μόνο κοντά στον Θεό. Δηλαδή: να βρεις δουλειά, να παντρευτείς, να μην σε ενοχλούν. Δηλαδή οι άθεοι που τα καταφέρνουν είναι πιο έξυπνοι. Δεν καταλαβαίνω αυτή τη διάκριση.

Ναι, δεν είμαι καλός στα εκ των Άνω, μαθήματα, το παραδέχομαι.

Πως ο ίδιος προκαλώ τα ίδια μου τα προβλήματα. Δηλαδή δεν ζούμε σε τρομολάγνα κοινωνία. Είναι ιδέα μου, πως αν μιλώ και γράφω ελεύθερα, δεν θα μου επιτεθούν γι’ αυτό. Όχι, ναι, ιδέα μου είναι. Εγώ έχω το πρόβλημα. Βλέπεις χρησιμοποιώ το τάλαντο που μου Έδωσες. Ως τη μόνη “ναρκωτική” ουσία, που καταστέλλει τις άλλες μου ελλείψεις. Που έλεγα πιο πριν, κάτι για 20 χρόνια, κλπ.

Μα ας μη βρωμίζω το νου μου, με φυσιολογικές ανάγκες. Τις οποίες καλύπτουν οι δειλοί και οι άψυχοι.

Εξάλλου ο βίος μου ήταν το εξής ρητό: «πρόσεχε την εικόνα σου προς τα έξω». Εγώ προσθέτω σε αυτό το πολύ ωραίο ρητό που μου είπε μια γυναίκα: «φαύλα στερημένος, φαύλα παρηγορημένος». Ένας βίος: δεν έχω τίποτα να χάσω (Εκτός από τη ψυχή). Γκέγκε;

10





Προ των πυλών


Όλα τα υλικά της καλοσύνης, ήρθαν από την αποθήκη, στο σκηνικό της παρέας: δυό καρέκλες, και μια περισσευούμενη, μες την αίγλη ενός ευχάριστου απογεύματος, τελευταία εβδομάδα της Άνοιξης. Προετοιμαζόμενοι για είσοδο στον τρίμηνο κυκλώνα, θέρμης, που ήδη το ωστικό κύμα του, έφτασε. Στεγνώνει τ’ απλωμένα έξω, ρούχα, πολύ γρήγορα.

Καθόμασταν δυο αντίθετα με χ ψ διαφορά ηλικίας, χαιρετώντας τους περαστικούς. Διαβάζοντας τις σελίδες της φιλικής αύρας. Έπειτα είδα τα μάτια σου: ανατρίχιασα ολόκληρος! Όμορφη. Νέα. Σα καλή μάγισσα από κάποιο παραμύθι: οι ρόλοι μοιράστηκαν. Για πρόβες είναι αργά. Μ’ έπιασες εξ’ απήνης.

Η φιγούρα σου είναι ένα κλωνάρι λουλουδιού, εξωτικό, με καλλίγραμμα πόδια, μα δεν παρατήρησα το πλησίασμα σου. Το βλέμμα σου ήταν ισχυρότερο, τοπικά, απ’ οτιδήποτε ακίνητο, που ισοπέδωνε το χώμα. Απλά η φύση κάλεσε τα πλάσματα της, σ’ ένα ραντεβού. Εδώ. Αναπάντεχο. Τα μαλλιά σου είναι μαύρα, κατσαρά, μακριά. Χαμογελάει φανερά ο χώρος. Τα λουλούδια στο παρτέρι ανασηκώνονται. Δανεισμένη φροντίδα, χαρακτηριστική η μυρουδιά: πύκνωσε, αρωμάτισε τη συνάντηση.

Αυτές σου οι θελκτικές αναλογίες, πραγματικά εδώ, επηρεάζοντας: πιότερο η ελάττωση των περιόδων χρόνου, σαν ολομέταξο σάλι, που προσγειώνεται –απ’ τα ψηλά- αφότου όμως πραγματοποιήσει, ένα εναέριο ταξίδι –αν φυσά. Αυτή είσαι, γλυκιά οπτασία: το μικρό όνειρο, επιστρέφοντας από το παραθαλάσσιο τόπο, όπου βγαίνουν τα άλογα να τρέξουν στη παραλία: συνήθως με ηλιοβασίλεμα. Να μαζέψουν χρώματα. Συγκινείσαι, με τόση ομορφιά.

Μένουμε μόνοι: μας παραχωρείται η ενεργοποίηση των αισθητηρίων, σαν χέρι που κάθισε κοντά, δυό πλάσματα που έπρεπε να γνωριστούν: Σαν μορφή που διαγράφεται το περίγραμμα, ανάβοντας το φως. Εισχωρώντας η δροσιά.

Εδώ έξω δεν απαιτείται να μετακινήσεις κάποια είσοδο. Είμαστε μες στο χαμόγελο της αρχικής, οπτικής επικοινωνίας.

Το κατάλαβες κι εσύ, πως έπρεπε να καθίσεις. Να περιμένεις. Έχουμε καλοκαίρι την άλλη εβδομάδα. Πιστεύεις στις συμπτώσεις; Το παρόν φιλικό πρόσωπο, τοποθετεί ένα ροζ τριαντάφυλλο στο δεξί σου αυτί, πλαϊνά σε εμένα, να το διακρίνω. Χαμογελάς. Κι εγώ. Δες τα μάτια μου. Σα να γνωρίζω από καιρό. Έτσι βόλτα όπως βγήκες. Σε περίμενα σε κάποια γωνία, όχι όμως ως μάτια –αποκλειστικά. Τέτοιος φως θα κουβαλά το καλοκαίρι, έ;

Συναισθηματικό.

Το περίμενες πως οι παλάμες σου, θα μεγάλωναν για να φροντίσουν το μεγάλωμα σου, ως ετούτη τη στιγμή.

Πες μου, χαμογελούσες τόσο εγκάρδια, πάντοτε;

Είσαι ένα λουλούδι που θέλεις να έχεις, στο δρόμο προς την εργασία. Τι ήρθες να ψωνίσεις;

Μπορεί να περιμένει, απαντά.

Μας κερνάνε χυμό από ανάμεικτα φρούτα. Τα χείλη σου δροσίζονται. Είσαι όμορφη, γιατί μου μοιάζεις, ως αύρα. Σα ήσυχη επικοινωνία.

Το βλέμμα μου χαρούμενο, σε απολαμβάνει. Η κίνηση σου, η θηλυκή νόηση της φύσης. Μακριά, κατσαρή, η χαίτη σου. Η μυτούλα, απ’ τα πλάγια, εξυπηρετεί την ομορφιά σου. Τινάζεις τα μαλλιά. Το τριαντάφυλλο!

Πετάγομαι, με λυγισμένα γόνατα, πλησιάζω μόλις το θώρακα σου. Τι ωραία που χαμογελάς. Το βλέμμα μου σα μάγουλο πλάι, τρυφερά, στο δικό σου. Τούτη η επαφή γεννά χρώματα. Γήινοι οι τόνοι. Οι ρόλοι μοιράζονται. Η ώρα είναι τώρα και πάντα. Φυσιολογικά που είναι. Ξέγνοιαστα –γι’ αυτό. Συστηθήκαμε, τηρώντας το τυπικό. Αν είναι δυνατόν μια οπτασία, όπως εσύ, να ξοδευτεί, κάπου που δεν έχει νόημα η αντρική φροντίδα: μόνη σου, τα απογεύματα, περνούσαν;

Κάπου αλλού, μόλις, κοιτάς, μα πάλι πάνω μου επιθυμείς να διακόπτεται η “ευθεία βολή” του βλέμματος σου. Φοράς ξανά, το τριαντάφυλλο. Το στεφάνι του προσώπου σου. Δεν ξέρεις πόση γη, υπάρχει εκεί έξω. Αν ευωδίαζε παντού, όπως εδώ. Εννοείς αν δεν πεινούσαν, κόσμος. Αν ήταν όλοι, όπως τώρα, αλαφρωμένοι.

- Πως φαντάζεσαι το καλοκαίρι; σε ρώτησα.

- Συνέχεια μιας στρωμένης ζωής, απάντησες.

Δεν σε κοιτώ πονηρά –εξαρχής διευθετήθηκε. Γιατί οι γυναίκες είναι ιερές, αξίζουν γνήσια αγάπη. Θα στο πω κάποια στιγμή, μη σου φανεί τώρα, έκπληξη. Ένας αυθορμητισμός που τόλμησε να μιλήσει: για όσα ο νους, καιρό ήδη, έπλαθε. Πες μου, με τι βάρκα έφτασες ως εδώ, σ’ ετούτο το σημείο, κατεβαίνοντας το ποταμό της γλυκύτητας.

Κοκκινίζεις.

Σε συλλογιζόμουνα, σα τον ήχο των τελευταίων βροχών, μες την Άνοιξη. Ήξερα πως ήταν προ πυλών, η συνάντηση μας. Σα τη ποιοτική μουσική που διανθίζει τα όνειρα, καλλιεργεί ένα καλό εαυτό. Έναν χρήσιμο πολίτη –τον προσφέρει- στην Κοινωνία. Όπως η στιγμή που επιστρέφει η έμπνευση -γλυκά- πλευρίζοντας το δρόμο που βρίσκεται η οικία μου.

Ώστε μέναμε τόσο κοντά.

Η παρέα, η θρεπτική, ήταν παρομοίως για σένα, κάτι πλατωνικό; Κάποια Μαγιάτικα απογεύματα που γύριζες ξανά από τη δουλειά, με τα του νοικοκυριού, αναστατωμένα.

Δεν μπορείς πάντα (μόνη, μιλάς), ν’ απολαμβάνεις τις ώρες της ξεκούρασης.

Δεν σε ρωτώ, αν θα ‘θελες κάποιον συγκεκριμένο, σ’ εκείνο το δεσμευμένο αρχιτεκτονικά, σύνολο δωματίων.

Δεν σου αναφέρω, πως κανένας.. άλλος, δεν αγάπησε τόσο τη γυναίκα, ώστε να λυγίζει μέσα του. Είναι νωρίς. Δεν το βλέπεις στα μάτια μου; Μήπως κάποιο μαξιλάρι παρίστανε αντρικό θώρακα, ενόσω το βαστούσες αγκαλιά. Τα έργα ενός ντροπαλού χαρακτήρα, στη σκέψη σου ή φυλλομετρώντας τα παγκόσμια βάσανα: γόνιμα αποδεικνύονται.

Το πρώτο, ήδη γνωστό, ως φιλικό πρόσωπο, ανοίγει τη τηλεόραση. Βραδιάζει.

Σου μιλώ ελεύθερα. Μετακινώ ελάχιστα τη καρέκλα, πλάι σου. Με κοιτάς από πλάγια στο μάγουλο μου, γέρνοντας εσύ, προς τα κάτω, το κεφάλι –ένα παιχνίδι, τρυφερό, που λατρεύω. Να με παρατηρείς. Σ’ αρέσει κάτι πάνω μου. Ως σύνολο;

Πάντοτε χαμογελούσες; Είναι σα να σε κρατώ, ήδη, στην αγκαλιά μου. Τα μακριά μαλλιά δόθηκαν στη γυναίκα, για να ικανοποιείται εκείνη, χαϊδεύοντας τα ένας άντρας. Σηκώνομαι. Πρέπει να επιστρέψω στην εδώ και πολύ καιρό, φίλη, με την οποία έχω συζητήσει πολλά, τα ποτήρια με τους χυμούς. Δεν σ’ αφήνω μόνη.

Θα “εκραγεί” η σκέψη, απ’ τη στοργή που μόνο ξεσκόνιζα.

8:20, δείχνεις υπομονή. Τα πρώτα φώτα, ανάβουν.

Εμφανίζομαι γρήγορα. Σε προσέχω, όπως θα πρόσεχε ένας άντρας ένα θηλυκό, που ‘ναι αρχικά, φίλη. Μετά, ταίρι. Ίσως δεχτείς να πάμε για μπάνιο, μες το σαββατοκύριακο. Να μου ανοιχτείς: ο τόπος καταγωγής σου, βλέπει θάλασσα. Εμένα η Κέρκυρα κατέχει μια αγαπητή θέση στη δική μου καρδιά.

- Φεύγεις ποτέ, με το νου, στους δρόμους ενός νησιού; Σε ρωτώ.

- Ναι. Κάπου θέλω να πάω, σοβαρεύεις.

Παραμένεις άνθρωπος.

Σα να θες τώρα, να φύγεις.

- Σ’ ευχαριστεί η παρέα μου;

Τα θηλυκά σου χείλη, είναι ένα μέρος των θερμών κυμάτων, που, μας αναμένουν: πάλλεται. Ελάχιστα.

Χαμογελάς διάπλατα, ξαφνικά.

(Σ’ ευχαριστώ).

Άραγε ανατριχιάζεις ποτέ, όταν σου φέρονται τρυφερά;

- Είναι αργά, λες –πρέπει να επιστρέψεις.

- Να ‘ρθω να κάτσουμε στο μπαλκόνι, τολμώ να σε αγαπήσω ως άνθρωπο.

- Θα ‘χει μουσική, όμως, χαμογελάς, σα να με ξέρεις κι εσύ, καιρό.

Κουνώ καταφατικά το κεφάλι.

Καληνυχτούμε την κοινή φίλη, 9:03 μ.μ.

(Δεν είναι ωραία η ανθρωπιά;)

Περπατώ πλάι στην νέα γυναίκα. Χαμογελώ στη καρδιά.

Διανύουμε κάθετα την τάδε οδό, δύο κατευθύνσεων. Στη πρώτη πολυκατοικία, να στην αριστερή είσοδο, εισχωρούμε στην πυλωτή.

Πως αναπνέεις;

Πάμε από τις σκάλες.

- Στον τρίτο –λες.

Χαριτωμένα, αλλάζεις σκαλοπάτια. Σπάνιο, οι χαρούμενοι άνθρωποι.

Ναι.

Υγιώς ξέγνοιαστοι.


Έχεις μεγάλο μπαλκόνι.

Μια μεγάλη κούνια, με λουλουδιασμένο ουρανό –παρόμοια ταπετσαρία στα μαξιλάρια. Χωρά δύο. Η παρουσία ενός σιδερένιου τραπεζιού, με γυάλινο επίπεδο, στο κέντρο του οποίου, παρατηρώ ένα βάζο με αρκετά, πολύχρωμα εξίσου, άνθη. Πλαϊνά στον εξωτερικό τοίχο, αριστερά και δεξιά, πολύ όμορφες, στο ίδιο χαρακτηριστικό σχέδιο –έτσι όπως στριφογυρίζει με χάρη το λευκό σίδερο- πολυθρόνες. Από το εσωτερικό του σαλονιού, διαχέεται ευωδιά καθαριότητας.

Τώρα ξεκινά να ακούγεται ο Bryan FerryThe right stuff.

Οπωσδήποτε.

Η νέα φίλη, πλησιάζει. Κρατά παγωτό σε πανέμορφα, χοντρά κρύσταλλα.

- Είναι φρέσκο –καθαρό, δεκτικό, το ύφος της, όλο.

- Να ‘σαι καλά –αποκαλύπτω την εσωτερική μου χαρά.

Σύντομα, η Dianna Ross, με το: missing you, θα λάμψει στο διακριτικό φωτισμό, εντός οικίας, αντίστοιχα στο μπαλκόνι.

Απολαμβάνουμε το δροσερό έδεσμα.

Οι Duran Duran, με το: Save a prayer, δηλώνουν καλοκαιρινοί.

- Ξεκίνησες μπάνια; -εμπνέομαι από τη μουσική.

- Έκανα ένα τη κυριακή. Εσύ;

- Όχι ακόμα. Δεν μ’ αρέσει να είμαι μόνος στη παραλία.

- Ούτε η ίδια.

- Μ’ αρέσει το γούστο σου στα τραγούδια.

Τα γλυκά σου ματάκια, χαμογελούν. Να ‘ξερες, χαρά μου, πόσο τονώνομαι εσωτερικά.

Ήμασταν καθισμένοι στις πολυθρόνες. Αντικριστά, υπό γωνία. Να ανταλλάσσουμε βλέμματα, να γλυκαινόμαστε, πέρα από την ικανοποίηση στον φάρυγγα.

George Michael – Spinning the wheel. Τι ρεπερτόριο!

- Φαίνονται τ’ αστέρια; Τη ρωτώ.

- Μπορεί –ανιχνεύει τη ψυχή μου.

- Να δω –σηκώνομαι με το κύπελλο ανά χείρας. Χαμογελώ γιατί το μουσικό “πρόγραμμα” έχει γίνει χορευτικό.

Μου ‘ρχεται να ξεδώσω!

Ωραία δροσιά!

Στρέφω πίσω, το κεφάλι. Κάθεται στην κούνια που χωρά δύο.

Τεντώνω το ελεύθερο χέρι: έλα και άγγιξε τη παλάμη, στη προσφέρω. Σ’ αυτή την “αμμουδιά” από αγάπη. Πες πως είναι ένα βράδυ, σε κάποιο μπαλκόνι ξενοδοχείου, που βλέπει θάλασσα. Μακριά από εδώ. Πιθανόν στην αγαπημένη Σαντορίνη. Αν και τότε θα επιλέγαμε, μια από κείνες τις σπηλιές-δωμάτια, πάνω από τον γκρεμό, με το ηφαίστειο απέναντι, να φαντάζει πλάτη γιγάντιας φάλαινας, που κανείς δεν σκοτώνει. Παρά ράχη υποβρυχίου, που πρέπει μια ορισμένη στιγμή να απομακρυνθεί. Να φέρνουμε τα φύλλα στα ρουθούνια, να τα μυρίζουμε.

Να ενωθούν τα διαλυμένα κομμάτια των ονείρων.

Εκεί, συνεχίζω να σου μιλώ: να μου πεις, με γεμάτο το φεγγάρι, πάνω απ’ τα κεφάλια μας, όλα τα ευχάριστα που σου συνέβησαν. Να φέρουμε στο μπαλκόνι, τον όρο, ποιότητα, πρακτικά.

Τα ματάκια σου, γλυκά χαμογελάς. Από τον ώμο με αγκαλιάζεις.

Ανιχνεύεις τούτο το σώμα.

Ωραία η δροσιά.

Κι ήταν τα μάτια εκεί. Η αγάπη κι η τρυφερότητα. Η αγάπη κι η τρυφερότητα. Να λες: σ’ αγαπώ. Να φωτίζεται η ιδέα του καλοκαιριού. Να επισημαίνεις την ευλογία των χρωμάτων των συναισθημάτων. Σα γύρη, που μεταφέρει τα γόνιμα απομεινάρια, ζωών, από κάπου παραδίπλα. Κάπου, κάπως, σε ένα ηλιοβασίλεμα, ενόσω βάφει με νέα χρώματα, καθετί. Ανασαίνοντας βαριά, ράθυμα ο ήλιος στον ορίζοντα, κοκκινίζοντας, επειδή ανάπλασε δύο ερωτευμένων τις ψυχές, να κρατηθούν δυνατοί στα αισθήματα τους. Όλα, τόσο φυσικά. Ο άνθρωπος. Η ζωή. Η ζέστη. Η κίνηση στην παραλία. Ο ενθουσιασμός της αρχικής εξόρμησης για μπάνιο. Οι ώρες που ξεφεύγεις. Που δεν μελαγχολείς. Δεν σου φαίνεται πια, τίποτα μουρτζούφλικο. Αν είναι νωρίς το πρωί, η κρύα θάλασσα θερμαίνεται από τη φύση μας. Με θάρρος, λες, σ’ αγαπώ. Ερωτεύεσαι. Χαρούμενοι και στοργικοί με το καλοκαίρι που μόνο δώρα, χαρίζει.

Οι παλάμες ενωμένες.

Η στιγμή, σαν ποίημα μοναχικό, για δύο, μόνο.

Ένα τρυφερό αγκάλιασμα, μια ιστορία αγάπης. Ώρες μακριά από ταλαιπωρημένες λεωφόρους, με θηριώδη τετράτροχα και σκληρά συναισθήματα.

Εσύ που με κρατάς στα χέρια σου, απόψε. Χρόνος δικός σου από μένα. Η παλάμη μου, γλυκά στο πρόσωπο σου. Φύλλα λόγια, κομμένα από το δέντρο της ψυχής. Πράσινα φύλλα, οι αισθήσεις, σαν από βροχή, υγρά. Η δροσιά μου ποτίζει τη δική σου, τις ντελικάτες σου παλάμες. Τα λεπτά δάκτυλα που γυρίζουν σελίδα σελίδα τη ψυχή, τον κόπο των ματιών, έξω από τέσσερις τοίχους. Είσαι εδώ. Ω ναι, εδώ είσαι. Λικνιζόμαστε σε ένα αρμονικό πέρα δώθε στην κούνια, μια ώθηση που δίνουμε μαζί, χαμογελώντας, σφιχταγκαλιασμένοι. Κάπως έτσι ένα λουλούδι χαίρεται. Συ είσαι.

Ποια μάτια τα μάτια σου, χορδές από κιθάρα. Μουσική που σε ανατριχιάζει, ενορχηστρωμένες καρδιές στην αγάπη. Αναρριχόμενα έγιναν τα δικά σου χέρια κι ήρθαν και αγκάλιασαν το λαιμό μου, τόσο γλυκά, νοτίζοντας με η ζεστασιά των συναισθημάτων που χρόνια αρνιόμουν, ανολοκλήρωτος. Φαντάσου λοιπόν, την αύρα μου να σε τυλίγει κάθε τόσο, να σε φιλά, για να χαμογελάς μόνο.

Μια τρυφερότητα που προσφέρεται τώρα, σα χορός λικνιστικός μες τη νύχτα, κάπου, σε κάποια Οία, με τη θάλασσα πίσω από μια μεγάλη, πλατιά, τζαμαρία. Υπό το φως των κεριών. Πέτρα του κτίσματος τα νιάτα που μένουν για πάντα, νιάτα. Σφρίγος αισθημάτων. Άλλο ένα φιλί.

Μια απαγγελία είναι τα χείλη σου.

Όπως ένα ήσυχο σπίτι, που χαίρεσαι να επιστρέφεις, να φροντίζεις. Πρώτα την ιδέα της ψυχής που βρίσκεται μέσα. Γιατί μόνο τούτη, γεννά σταθερά συναισθήματα. Ιδίως ενόσω αγαπά.

Πλησιάζει 10:30.

Το νέο ζευγάρι δεν θέλει να χωρίσει. Τέτοιες τύχες, σπανίζουν. Οι συναντήσεις αδελφών ψυχών. Την κρατά στην κούνια, στην ξεκούραστη του, αγκαλιά. Την αποκαλεί: αγάπη μου. Της φέρεται με σεβασμό. Τόσο όσο να φιλά τα δάκρυα χαράς της. Όχι φυσικά, πως εκείνος δεν συγκινείται. Απεριόριστα. Η μουσική από το εσωτερικό, σταθερά από δεκαετία ’80, δείχνει να καταλαγιάζει το ρυθμό. Θαρρώ, αγαπημένη της επιλογή, πρέπει να είναι ο Bryan Ferry. Ο άντρας, της χαϊδεύει τα δάκτυλα, τρυφερά. Ωραία που είναι η δροσιά. Δεν συζητούν. Ονειρεύονται ένα νησί, κάποιο ταξίδι. Τι αξιόλογη γυναίκα!

Αγνή ψυχή. Πολύτιμη.

Τα ματάκια σου.


Απέραντο κεφάλαιο, η αγάπη.

Μια ζωή αφιερωνόμουν στις γυναικείες ψυχές, με χαρά και με λύπη. Με φροντίδα, αρχικά, νοητική. Ως εκτόνωση. Ενόσω φούσκωνε το συναισθηματικό μπαλόνι, δίχως ένα πρόσωπο, να δοθεί η ήρεμη φυσικότητα ενός ανθρώπου.

11




Ερωτική επιστολή


Μου δίνει ιδέες –όπως είμαι ανάσκελα- το φιλί σου, στο στόμα μου. Μου λες: η σειρά μου. Έλα, δε θα με λιώσεις. Να σ’ αγκαλιάσω θέλω, το ζητάς σχεδόν επιτακτικά. Χαμογελώ, επειδή μόλις λαβαίνω θέση, ξεκινάς να σιγοσφυρίζεις κάποιο σκοπό, σα πετούμενο που νανουρίζει τα μικρά του. Αν και εσύ, παρούσα, γλυκιά, ανάσκελη αγάπη, έχεις πιο δυνατά πνευμόνια, για να αντέχεις το βάρος της πράξης. Που ούτως ή άλλως τελείται, φορώντας προσωρινά, τα ρούχα. Δεν σημαίνει κάτι, αυτό. Ιδιωτικά, μια τέτοια ενέργεια, ως σφιχταγκάλιασμα, να αγγίζουν οι περιοχές με το γυμνό δέρμα, σίγουρα αναστατώνει. Ευτυχώς είναι ευχάριστα, άνετα, δροσερά, κι αντέχω τη θέρμη που γεννάς σε εμένα, τούτο το απογευματινοβράδυ.

Έτσι όπως είμαι από πάνω, το βλέμμα χαμογελά. Τα χείλη συναινούν. Το πρόσωπο ωραιοποιείται. Κανείς μας δεν κοιτά την ώρα. Μόνο έτσι, η στιγμή φαίνεται ως δώρο. Σα να μπαίνει τάξη στο σύμπαν, με τούτη τη στάση των σωμάτων. Χαμογελάς.

Ακόμη και μες σε τόσα δισεκατομμύρια, η αγάπη είναι αραιοκατοικημένη. Μόνο η τρυφερότητα κρατά κάποιον στη ζωή, καρδούλα μου. Η ενότητα. Καθεμιά φιγούρα στο χρόνο και το θέλω, του ρόλου. Όλα όσα σου μεταδίδω με μια ριπή, διατηρώντας για ελάχιστα δευτερόλεπτα, μη κινούμενα, τα βλέφαρα. Όλα όσα σου ‘χω γράψει μ’ ένα άγγιγμα, άλλο ένα φιλί. Η ανάγκη να αγγίζω το απαλό σου δέρμα, που είναι εμπειρία μοναδική, πώς να το κάνουμε. Αν είναι δυνατόν να μην αντλώ χαρά απ’ τα περίεργα χτενισμένα σου, μαλλιά. Το χαμόγελο σου που θαυμάζω. Τα υφάκια που χτίζεις, τεντώνοντας τους μύες. Μες τις δαγκάνες των ποδιών, τα δυό σώματα. Πως η νόηση ταίριαξε και τα καλούπια. Πως περνούσες τα βράδια σου. Σε τι έβρισκες χαρά. Τι μάζευες, τι ξόδευες. Ως ετούτη τη στιγμή που τ’ ακροδάκτυλα εξερευνούν τη πηγή κάθε λέξης. Κάθε χαμόγελου.

Αν ένα σου θέλω, καλούσε να σε βρω.

Μες το ανώνυμο πλήθος. Σε κάθε ουρά ατόμων, για κοινή διευθέτηση υποχρεώσεων –προς τρίτους πάντα. Ή ως κυνηγοί, ζητώντας σου οι αγενείς, τροφή. Ούτε από σχέση σε σχέση. Ο έρωτας είναι τυφλός. Δεν βρίσκεται λογική, συνέχεια. Δικαιοσύνη. Από τη στιγμή που θα αγγίξουν τα δέρματα, όλα τ’ άλλα έχουν ξεχαστεί. Γι’ αυτό οι χωρισμένοι, πιθανόν υποχωρούν. Γι’ αυτό τρώμε από τα έτοιμα. Όπου υφίσταται πείρα. Ξέρεις τι κάνεις με το σώμα που σου δόθηκε. Φυσικά, ένα θηλυκό που εκτιμά το δικό της, βοηθά τη σεξουαλικότητα της, με κατάλληλα ρούχα, γυμνασμένη. Θυμάται όποιες εμπειρίες, διατηρεί όμως τη θήκη, που μεταφέρει το κόσμημα της προσωπικότητας της, καθαρή. Την ερωτική της προσωπικότητα. Έτσι όπως τα όρισε η φύση. Με τι πίνακα, ως ρυθμό, να σε συγκρίνω; Χαμογελάς.

Πάντα πεινώ για μια παρόμοια αίσθηση.

Κοίτα να δεις πως μεγαλώνει κανείς! Τόσο γλυκιά, ταλαντούχα όμορφη!

Με τρελαίνεις μωρό μου!

Χαμογελάς.

Να πάμε για μπάνιο να πάρω χρώμα. Να με ψάχνεις πιο πολύ.

Κάνεις την ανήξερη.

Ά δεν θες άλλα λόγια, τώρα. Καλά.

Κι αυτή χαμογέλασε. Και το δωμάτιο χάρηκε, τόσο όσο ν’ αναριγήσουν οι ιστοί των αραχνών στις γωνίες. Όμως τούτο το χρώμα δεν ξεβάφει. Γιατί είναι ζωντανό, τωρινά διατηρημένο, προετοιμασμένο όπως το όρισε η φύση. Επιβάλλοντας διακοπή σε κάθε τι άλλο. Τούτη την ώρα που η τριβή είναι πιο δυνατή από οποιεσδήποτε κοινωνικές οδηγίες. Ανέραστων πνευματικά κυρίως, γιατί όπου λείπει η φαντασία, η τεχνική στον έρωτα, πέφτει απ’ το παράθυρο.

Να ‘μαστε λοιπόν, το ‘θελες, ήρθα. Τούτο το δροσερό βράδυ, που το φως της βεράντας δημιουργεί ατμόσφαιρα στα εσωτερικά δωμάτια, με μια λάμπα μόνο αναμμένη στο διάδρομο. Έτσι για εφέ, για μυστήριο. Κίνητρο να θες κάτι. Μαζί, σημαίνει μαζί. Σαν κολλημένο στο χρόνο, ηλιοβασίλεμα, φαντάζει το εξωτερικό φως. Δικό μας είναι. Έχουμε ένα δικό μας ηλιοβασίλεμα! Τίποτα από δω μέσα δεν είναι ίδιο, πια. Έχει αλλάξει η σύσταση του αέρα, του χρόνου, των επιβαινόντων. Του όρου, ολοκλήρωση, επειδή μόνο έτσι, είναι τακτοποιημένο το σύμπαν. Αν είναι δυνατόν, κανείς να ‘ναι σεμνός στον έρωτα, αφαιρώντας από τη γυναίκα, το δικαίωμα να ικανοποιείται. Όπως το όρισε η θαυματουργή φύση, baby!

Ρίγη διαπερνούν τον διασταλμένο χώρο, τις σπονδυλικές στήλες της ερωτικής κοινωνίας! Είσαι το γλυκό μου μυστικό. Το δηλώνουν τα φιλάκια, στα μαγουλάκια, στα λακάκια, όχι όμως στο υπογάστριο σου –όπως θα επαναλάμβανε άλλος που ανάγλυφα αναπαριστούσε έστω την ιδέα της συνεύρεσης, ειδικά ορισμένες διεγερμένες, μη αναστολές. Εσύ, το κοκκίνισμα το εκδηλώνεις στο πρόσωπο. Όλα αυτά, μετά τη τωρινή βροχή. Ξέρεις, μόνο ένας γνήσιος τεμπέλης, δύνανται να ‘ναι τόσο εφευρετικός στον έρωτα. Εντάξει, εντάξει, θα σου αγγίζω, γλυκιά μου, το υπογάστριο. Ως εκεί όμως.

Ύστερα είχα τις άκρες των μαλλιών σου, στα χέρια, σα να πετούσα μες τις τούφες σου, κλείνω τα μάτια, την ψυχή σου ψάχνω, μες το δωμάτιο που κοιτούν τα μάτια σου. Κάτι μετρά τις διαστάσεις. Σε φέτες κόβεται ο χρόνος. Λόγω της βεντάλιας του γέλιου σου, που κάθε τόσο, τινάζεις. Ηρεμείς τώρα. Ένας πλήρης κάλυκας, τα σώματα μας. Συμπαγή. Μένουμε έτσι, σαν ενωμένοι για πάντα. Τα μαλλιά σου ευωδιάζουν καλοκαίρι. Σα λουλούδια στον κήπο, που χώνεις βαθιά τη μούρη στο άρωμα τους, παραδομένοι. Στέλνοντας φωτεινές ελπίδες, στο νου. Χαρούμενα αν και στάσιμα, στο έδαφος. Τι καλά θα ήταν να βγάζαμε ρίζες κι εμείς, κάπου. Θα πρέπει να έχουμε μοναδικό ηλιοβασίλεμα στη γειτονιά!

Το πέρασμα των ημερών, ξεθωριάζει το χρώμα στα πέταλα, μα να, έτσι καθορίζεις τη κορυφή του κοτσανιού, από τα ξεραμένα –πέφτουν στο έδαφος. Τσουπ, σύντομα, νέα λαμπερά χρώματα σε υγιή πέταλα, εμφανίζονται.

Η ζωή είναι ένας αληθινός πόλεμος, οπότε σου στέλνω κάθε πρωί, πριν να φύγω, κάτι να με αισθάνεσαι ελευθερωμένο στο κρεβάτι μας. Κάτι να συνοδεύει τις στείρες ώρες, μακριά σου. Είναι ένα δικό μας είδος κλασσικής μουσικής, τούτες οι παρτιτούρες έρωτα. Μόνο σε δύο γνώριμα ζευγάρια μάτια εμπιστεύονται τούτες οι προτάσεις. Με έμπνευση, επίσης με αγάπη.

Αυτή η πόλη είναι μόνο βιτρίνες, θόρυβος, και δυστυχισμένα ανθρωπάκια, που πηγαινοέρχονται. Αυτή η πόλη χρειάζεται πεζόδρομους χιούμορ. Πνοές προσφέρω, αφαιρώντας τις από μένα. Χαμογελάς. Ο αέρας είναι για όλους, γαργαλάει τη σκέψη σου η θύμηση μου. Μες τη χαρά, φωτεινή, να σε θωρώ. Ά η ανθρώπινη πνοή. Σα να ‘ναι τώρα, οι τοίχοι, το πάτωμα, τραπουλόχαρτα, που ο αέρας των ζωντανών, φυσά μακριά. Το φαντάζεσαι; Παρασέρνεσαι στο θέλημα, κι εσύ, στη ζωτικότητα του τώρα.

Ανά μερικά τετραγωνικά μίλια, γεννιέσαι με τη φαντασία, εμπρός μου. Να, ενόσω το αστικό λεωφορείο αφήνει στη στροφή, πίσω, το σινεμά στην κάθοδο, με τον πισινό χώρο του οχήματος, να ‘ναι μια καμπίνα. Τι είναι; Ένας χαρούμενος, δροσερός χώρος. Τι συναντάς εκεί; Έχομε ένα ολόκληρο ψυγείο με παγωτά, για πάρτη μας. Μη φας πολλά. Ξεκαρδίζεσαι. Ά η χαρά. Κοσμική ύλη είμαι, εκρήγνυμαι εκ των έσω, με ευχαρίστηση. Αν τούτο εξηγεί την αύρα των ερωτευμένων.

Αυτή η πόλη έχει ανάγκη, από συχνά πάρτι στους δρόμους. Πιθανόν με αντίτυπα–φαντάσματα, καλλιτεχνών, που αγαπήθηκαν στα νιάτα τους, στα δικά μας. Κάτι βρε αδελφέ, να χαμογελάσει το χειλάκι. Κάτι να αναστατώσει τη μιζέρια της στασιμότητας. Αρκετά μεγάλη πυραμίδα σχηματίστηκε.

Από γκρίνιες.

Ά να σε είχα εδώ να σε κυνηγούσα, προσπαθώντας να σε γαργαλήσω. Κι εσύ να ξεσπούσες σε γέλια. Όλο πιο τσιριχτά. Χαρούμενη πινελιά, εσύ, ελαφριά μέσα σου, σα το ωραιότερο φύλλο, που τα μποφόρ αποθέτουν στην ανοιχτή παλάμη. Μ’ αυτό το μεταξένιο σου νεγκλιζέ. Να οραματίζομαι τις θηλυκές σου γραμμές, που τόσο αγαπώ. Αποχαιρετώντας σε προσωρινά, κάθε πρωί. Μ’ ένα σφιχταγκάλιασμα κι ένα φιλί στο στόμα πο παρατείνεται στην αιωνιότητα. Πλίνθοι εμπειριών, τοποθετημένοι πότε άναρχα, πότε με πρόγραμμα.

Που θα πάμε το καλοκαίρι; Ρωτάς.

Όταν αγαπιέται ένα πρόσωπο τόσο φρέσκα, κάθε περιοχή της χώρας είναι ένα αρμονικό τοπίο, προς παραθερισμό.

Φυσικά. Εκτός από τις χωματερές.

Ά λαμπερή μου πηγή, χαράς, εσύ.

Να βγούμε να περπατήσουμε, να δούμε, πως, η χλωρίδα ρουφά τις ακτίνες του κεντρικού άστρου, στο ηλιακό σύστημα. Άαααα, είσαι τόσο ερωτεύσιμη.

Ντροπαλά χαμογελάς.

Έμεινε η απαλή σου παλάμη στη δική μου. Στο αυτί, σου ψιθυρίζω γλυκόλογα. Υπήρξαμε έφηβοι; Πήγαμε σε party, λικνιστήκαμε μ’ εκείνους τους ρυθμούς; Σε ημιφωτισμένα σαλόνια. Τότε που σημάνανε συναγερμό τα αγνά συναισθήματα. Ο σκελετός τους. Εφόδιο για αργότερα. Τότε που υποτίθεται, ωριμάζουμε. Μετά από ορισμένη ηλικία. Τι ωριμάζει; Μου απευθύνεσαι. Η ξεγνοιασιά, απαντώ, η ουσία της. Η χαρά της κάθε ημέρας. Το καλύτερο που διατίθεσαι φυσικά, να ακολουθήσεις, ως ποιοτική διαβίωση. Το σπίτι να μη σε τρελαίνει.

Νομίζω ότι σε θέλω.

Ξεκαρδίζεσαι.

Το τέλμα του χαμόγελου να ζητάς.

Ωωωωω, φεύγουμε στα φωτορυθμικά της διασκέδασης.

Έχουμε το δικό μας πάρτι, εδώ. Σα γυμνοσάλιαγκες που ανταλλάσσουν παραγόμενα, σωματικά υγρά. Μη ξεχνιόμαστε.

Στεκόμαστε όρθιοι. Πάνω κάτω, πέρα δώθε στο ρυθμό, παρασυρμένα σώματα. Τα απορροφά η κοσμική ύλη των ζωντανών. Ωραία αίσθηση η δημιουργία, έ;

Ούφ! Κουράστηκα.

Έκαψες κι εσύ, θερμίδες;

Χαμογελάς.

Άχ αυτά τα απαραίτητα προς το ζειν. Να μεγαλώνεις μες την υγιή κατανάλωση, στο τι προσφέρει κάθε ημέρα. Έ, αλήθειες, που δεν τολμούμε να ξεστομίσουμε οι ίδιοι. Οι εμπειρίες που θυμίζουν πως υπήρξαμε. Σαν ατυχήματα, χιούμορ, που δεν πέτυχε, οι περισσότερες.

Ηρεμούμε.

Τώρα σου γράφω με ένα μολύβι. Η παρέα σου είναι, που προτιμώ. Τα συναισθήματα μου, γλυκιά μου, είναι η αγκαλιά: για σένα μόνο. Σα να καθόμαστε στη άκρη ενός επιπέδου, κοιτώντας τον ωκεανό. Τα χείλη τρεμοπαίζουν από τη συγκίνηση. Αγκαλιά, με οπτικές διακοπές, τέτοια πλήρωση.

Οι ώρες στο γραφείο είναι ένα καπέλο που χιλιάδες φορές έχει πατηθεί. Θα ‘ναι τα δευτερόλεπτα. Τι πατερίτσα να με βοηθήσει να σταθώ, να υπομείνω. Γιατί έτσι, για μένα αρχικά, αποδεικνύομαι χρήσιμος.

Συ δεν είσαι πατερίτσα.

Συ είσαι ζωντανή.

Συ βγαίνεις για μεροκάματο. Ανεξάρτητη είσαι.


Και η αγάπη, μεροκάματο είναι –όσοι το αντιλαμβάνονται. Οι μικρές κινήσεις συμπάθειας προς τρίτους, γιατί δεν εξακολουθούμε μόνοι. Η τόλμη να συζητάς τη ζωή. Στη παρέα της ζωής. Τα γραφεία μόνο το ηλεκτρικό κουράζουν. Μα η σκέψη μου σε παρασύρει ήδη σε ένα μπανγκαλόου, κάπου όπου δεν φύγαμε ποτέ. Θα ‘ναι το καλοκαίρι που έρχεται. Κάτι να ‘ρθεί, κάτι να φύγει. Έτσι είναι οι φυσικοί νόμοι, οι φυσιολογικοί. Τουλάχιστον σ’ ετούτο το τεταρτημόριο της γης. Πεταλούδες είναι τα λόγια ετούτα: στα φτερά, ζωγραφισμένη συ, ελεύθερη, μες το κοινό μέλλον, τούτης της διακριτικής ένωσης. Μες το κόπο, ηρεμεί κανείς. Κοιτά τους γύρω: να, δυο ή περισσότερα παγκάκια, ν’ αλληλοσυγχωρεθούν οι περαστικοί. Να δροσιστεί το παρόν, με νέες φιλίες. Ο διάλογος φρέσκος, οξύνεις τις αντιλήψεις.

Πιότερο η γυναίκα, καρτερεί εμπιστοσύνη. Η σχέση από ενδιαφέρον, όχι από οίκτο, περίεργα θέλω.

Η ώρα είναι ήρεμη, σαν ήχος γαληνεμένου κύματος, που επαναλαμβάνει τη κίνηση, λόγω τρυφερότητας προς τις παραλίες. Η ποιότητα της ανάπαυσης, στιγμές που σε ακούω, γλυκιά μου, να συνοδεύεις μι’ αγαπημένη μελωδία. Σφαλίζω δω, τα βλέφαρα, στο γραφείο: σε βλέπω, να στριφογυρίζεις με τεντωμένα χέρια, σα μπαλαρίνα, στου ονείρου σου τις εκβολές, να δροσίζεσαι. Κει όπου κανείς δεν πειράζει τα ψάρια κει δίπλα: όσα αγαπάς, φροντίζεις. Ευγενικά φρόνιμη. Ποιοτική καρδιά, αρτηρία της φύσης.

Δεν με πιστεύεις; Έτσι σε αντιμετωπίζω.

Η φιγούρα σου, με φόντο το γαλάζιο στερέωμα, τα πράσινα φυλλώματα. Ζωντανή, στις γυάλινες βιτρίνες, προσπερνώντας τις. Ποιο; Θυμάται τα ρούχα, μόνο μια ανάγκη εξυπηρετούν. Σπάταλοι αποδεικνυόμαστε στα πρόσκαιρα. Ένα ανθολόγιο ουσίας, φαιάς ουσίας, δομημένη στα φαράγγια της λατρείας. Θεωρείς φυσιολογικό δικαίωμα, να υπάρχεις. Καθένας. Να σκέφτεσαι τη ζωή, ναι το γνωρίζω, σε εξυπηρετεί η στάση να χαμογελάς: ουσιαστικό οξυγόνο, στα ίδια τα κύτταρα της καρδιάς. Να πιάνεσαι από το ποιοτικό. Ρεαλιστικά.

Η σπάνια ιδέα να ερωτεύεσαι.

Να λες κατά κύματα, καλημέρα. Βαθιά ανάσα. Πρωινή γυμναστική. Ξεσκουριάζεις, έ;

Χαμογελάς.

- Μη με πειράζεις, γκρινιάζεις γλυκά.

- Εννοείς όχι τώρα.

- Κάνε στην άκρη –γελάς.

Η τόνωση.

Ενόσω συνήθως, γύρω, όλα, μαυρίζουν. Όχι από το καυσαέριο. Πότε οι άνθρωποι θα κάνουν φορολογική δήλωση, των αισθημάτων τους. Μα εγώ είδα μόνο εσένα, τρυφερά, πράσινα φύλλα-λόγια, στο μαλακό σου εξωτερικό. Που σαν αγγείο ή σαν αρχαίο γυναικείο, αθάνατης ομορφιάς, άγαλμα, εξιδανικευμένο, παρομοιάζεται με τέχνη: κάθε βήμα σου, κάθε φυσική σου εκδήλωση.

Οινόπνευμα, μου μύρισε.

Δεν ξέρω τι θα ‘μουν αν δεν κοίταζα.

Μόνο εσύ μ’ επουλώνεις. Γλυκές ανατριχίλες, κύματα, στο σώμα, τα αισθήματα. Τροχιές τα σώματα, στην κοσμική ύλη του δωματίου, στ’ αρώματα πλημμυρισμένοι. Μη ξεχνάς, αγαπημένη, πως κάπου εκεί γύρω σου βρίσκομαι, απολαμβάνοντας σε. Σα κερί που παράδοξα δεν αλλοιώνεται. Να λούζεται η καρδιά σου, συγκίνηση. Η αγάπη, μας συνεφέρει. Δεν προλαβαίνω να το εξηγήσω.

Αγάπη μου.

Ήθελα τώρα, μόλις, να ‘χω το μάγουλο μου στο δικό σου.

Συμβιβάζομαι με κάτι ζεστό και νόστιμο, από τον τοπικό φούρνο. Παράγγειλα και καφέ. Αν δεν σ’ αγαπούσα.

Το περίμενες κι εσύ; Εκείνη τη συνάντηση. Τα χείλη τρεμοπαίζουν.

Φέτες ο χώρος. Εξουθενώνεται. Κείνο το βλέμμα σου. Η έλξη. Έντονη. Πες μου, το περίμενες κι εσύ; Η αγάπη, στις αρχές του περσινού καλοκαιριού, ήρθε γρήγορα. Θα πρέπει να ‘χες ακούσει κι εσύ, το συγκεκριμένο τραγούδι. Γι’ αυτό. Η κοσμική ύλη της αγάπης, ενόσω χρησιμοποιούσε την έκτη αίσθηση των τυφλών για να ξεχωρίσει αρχικά, το περίγραμμα. Του φυσικού πλούτου, που αναλωνόταν στα καθημερινά μόνο. Δεν ρωτάς, μες σε τόση έλξη, αν είναι δυνατόν να αγαπηθείς.

Το χαμόγελο σου, θηλυκό. Μες τη μη τυπική ρύθμιση του ρόλου σου, ως οντότητα. Ήμασταν από πάντα, ένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: