Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Μια στιγμιαία ανταλλαγή βλεμμάτων.

- Να σου φέρω λίγο νερό; Μου απευθύνεται.

- Όχι ευχαριστώ –ξεφυσώ μόλις.

- Σίγουρα; Φαίνεται να το ‘χεις ανάγκη.

- Όχι, ευχαριστώ.

Με κοιτά επίμονα, τώρα.

- Γιατί δεν θέλεις νερό;

Όρεξη για κουβέντα έχει.

- Νέο παλικάρι –προσθέτει.

Ο άλλος με το κομπολόι απομακρύνεται, δεξιά, από τη πλευρά που πλησίαζα.

Σηκώνομαι. Φεύγω.

- Στο καλό –την ακούω.

- Γεια σας, μιλώ –έτσι για να μη μου βγάλει κακό όνομα.

Τώρα περπατώ πολύ αργά, σα να μη μ’ ενοχλεί ο καυτός ήλιος. Μου φαίνεται, αφυδατώνομαι. Ίσως η ώρα είναι στο περίπου, 6. ένα πολύ ζεστό απόγευμα.

Μόλις τώρα έχω ανάγκη να θυμηθώ τι με πληγώνει: δεν είναι οι γυμνόστηθες λουόμενες στη παραλία, που και με αυτό τον τρόπο, έχουν σύντροφο: τώρα τον θέλω, τώρα τον έχω. Όχι, δεν είναι η ανηθικότητα τους που με πληγώνει, ότι φέρονται στον εαυτό τους, σαν κατοικίδιο που όλο ζητάει. Όχι, δεν με πληγώνει η ευκολία των γύρω, να είναι ζώα, που όπως οι γάτες, κάθε ακριβώς, Άνοιξη, αναπαράγονται. Όχι, δεν με πληγώνει αυτό. Το δέρμα μου το έχω αλλάξει, πολλές φορές. Είναι αυτός ο “σεισμός” της ευκολίας των γύρω (όχι να παραπονούνται, προς θεού τέτοια προβλήματα..), απλά να έχουν τα πάντα, εκτός από το φόβο του θανάτου.

Σε αντίθεση όσοι ανέραστοι για δεκαετίες, χαμογελούν, είναι απλά ανόητοι, που χλευάζουν τον ίδιο τους τον εαυτό με την αφύσικη συμπεριφορά της ίδιας της μοίρας, θα πω εγώ: ρατσιστικά προς ορισμένους. Σα να λέμε: αν δεν βρεις δουλειά, δεν θα πηδήξεις ποτέ –το αντιμετωπίζεις και μόνος. Τώρα γιατί το φοιτηταριό, πραγματοποιούν αλλαξοκωλιές, ή η διαίσθηση μου δεν φτάνει, ως εκεί –τι τελείται (σαν τον άντρα που δεν έχει άμυνες, αγοράζοντας σάρκα, πόρνης). Δεν τους τρομοκρατεί όλους, βλέπεις, το σύστημα ή το αόρατο…

Οπότε εγκαταλείπεις, γιατί ολοένα εμπόδια, σηκώνονται.

Δεν έχεις τίποτα.

Μόνο τη θλίψη.

Η θλίψη ως εκπαιδευτικός μοχλός, μήπως στρώσεις. Ρατσιστικά, εσύ. Αφύσικα. Όλοι αυτοί που έχουν απάντηση-συμβουλή για τα πάντα. Κυρίως γι’ αυτή σου την αποχή, ενόσω συχνά, σου λένε: πως είναι το καλύτερο δείγμα πίστης, στον πλανήτη: η αποχή!

Όχι, δεν με πληγώνει αυτό.

Μετάνιωσα που ήρθα σ’ αυτό το νησί. Άφραγκος, μόνος. Κι εδώ βολεμένοι, κι εδώ άνθρωποι. Ξεφυσώ. Θα ‘θελα να βρω καμιά βάρκα να βγω στ’ ανοιχτά να διακρίνουν ένα ίχνος από το σκαρί. Ίσως ως σημαδούρα. Όπως όσοι δικοί μας, φεύγουν από τη ζωή ή τους χάνουμε, κάπως, κάπου, λήγοντας το εισιτήριο, ως προς το ταξίδι.

Εδώ, στην ησυχία. Στην απομόνωση. Ιδρωμένος.

Δεν μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να πράξει, να δει, να αλλάξει. Δεν ξέρω αν υπάρχει χωριό, τόπος, που δεν σε εκφοβίζουν.

Να τους μοιάσεις.

Αυτοί που μόνο να παίρνουν, ξέρουν.

Γι’ αυτούς, η σιωπή σημαίνει πένθος. Μόνο τότε θα το βουλώσουν. Ή αποφασίζουν να πάψουν τη φασαρία στη γειτονιά, αν ξεσπάσει καλοκαιρινή μπόρα. Μα μην αναφέρεις απόψεις της μειοψηφίας. Είναι κοινωνικοί αυτοί. Χρεωμένοι μόνος στις πιστωτικές. Δεν χρωστάνε σε συναισθήματα.

Κανείς δεν ανακουφίζει κανένα.

Δεν ερωτευόμαστε.



Θα πρέπει να ήταν μεγάλο το “τραύμα”, ώστε το σώμα να λιποθυμήσει, κάπου ανάμεσα στα χόρτα, (να μη σκέπτεται άλλο ο τάδε).

Συνέρχομαι.

Αισθάνομαι μια παλάμη, να ψάχνει τις τσέπες στο σορτς. Ανοίγω τα μάτια. Είναι μία που κάνει παραλιοπεζοδρόμιο.

Παραμερίζω από την τάση της να με κλέψει.

- Δεν θέλω το νερό σου. Έτσι κι αλλιώς είμαι άφραγκος.

- Μόνο με χρήματα, θα στο ‘διναν.

Έχει δίκιο.

Στέκομαι όρθιος. Η εμφάνιση της δεν σηκώνει περιγραφή. Αρκεί το … επάγγελμα.

- Καλές δουλειές, την αποχαιρετώ (κινούμενο κρέας).

Δεν μου απαντά, ή εγώ δεν θέλω να ακούσω.

Θα πρέπει να ήταν μία από αυτές, που ‘χει στερέψει ο κόλπος τους, και ψάχνουν τη πηγή κάποιου νέου, να τις ποτίσει.

Θα πρέπει να ‘μουν αναίσθητος, λίγα λεπτά. Ο ήλιος μόλις μετακινήθηκε, γέρνοντας στον ορίζοντα.

Πες μου –ρωτά η συνείδηση- γιατί λάμπει ο ήλιος;

Είναι ένας χρυσός άνθρωπος –μου απαντώ- κει πάνω.

Και γιατί δε μοιράζει τα πλούτη;

Πως. Μοιράζει: καρκίνο, μελάνωμα, φρούδες ελπίδες.

Φλούδες;

Φρούδες.

Φρόϋντ;

..

οι αρρώστιες δεν μένουν πάντα στο δέρμα. Εισχωρούν, κει όπου η σαπουνάδα, τίθεται απαγορευτική.

Συναντώ μια νέα διασταύρωση.

Προτιμώ να φύγω από την παραλία όπου οι έχοντες χρήματα ή παρέα, μόνο, κολυμπούν. Μετά τρώνε τον άμπακο σε ταβέρνα.

Μη σκέπτεσαι το φαί.

Μέχρι τις 9 το βράδυ, έχει φυσικό φως;

Άρα ως τότε θα είμαι ασφαλής.

Βαδίζω.

Απερίσπαστος από τις τακτοποιημένες, ολοκληρωμένες ζωές, των υπολοίπων (οι πεταλούδες που ζούνε ένα χρόνο, καταφέρνουν μες σε αυτό το διάστημα, να φτιάχνουν πάντα, οικογένεια).

Ακούω ένα αμάξι να μειώνει ταχύτητα, πίσω μου.

- Αν είστε στο δρόμο μας, να σας πάρουμε –το άτομο που μου απευθύνθηκε είναι μια γυναίκα συνοδηγός, γύρω στα σαράντα. Προφανώς.

Αισθάνομαι χλωμός στο πρόσωπο.

- Όχι ευχαριστώ. Εδώ πιο πάνω μένω.

- Όπως θέλετε, μιλά ο ασπρομάλλης οδηγός.

Φεύγει το πεντάθυρο.

Αλήθεια, πως αρέσκονται ορισμένοι, ν’ ανακατεύονται σε ξένες ζωές. Όποιος έχει λεφτά, θέτει τους κανόνες (μη το ξεχνάς αυτό). Φαντάζομαι η συγγραφή είναι μόνο για να κερδίζουν όσοι πουλάνε στυλό και πακέτα με Α4 λευκά χαρτιά. Η ζωή πρέπει με κάποιο τρόπο, να σε πληρώνει. Διαφορετικά…

Χαρά που την έχω. Να μην έχω ανάγκη κανέναν, πια. Μακριά και από τις απαιτήσεις του ηλίθιου κράτους. Περπατώντας σ’ ετούτο το ασφάλτινο μονοπάτι, στην επιφάνεια ενός νησιού, τόσο κοντά στο λιμάνι του Πειραιά. Χαρά που θα δω ένα αληθινό ηλιοβασίλεμα. Δεν ξέρω σε πόσην ώρα. Πάντως θα ‘ναι πραγματικό.

Δροσίζει σιγά σιγά, με το πέρας των λεπτών. Δεν θα ‘λεγα όχι, για ένα δροσερό ντους. Αυτοί που θα με έπαιρναν με το αμάξι, θα μ’ άφηναν να μπω κάτω από τη βρύση, σπίτι τους; Αμφιβάλλω. Κι η καλοσύνη, ως εξυπηρέτηση, έχει τα όρια της, ειδικά στην Ελλάδα.

Ευτυχώς σ’ ετούτη τη διαδρομή, δεν έχει σπίτια. Πουθενά. Ίσως κάπου, πίσω από τα δέντρα, κάπου. Ποιος νοιάζεται. Σε κανέναν δεν χρωστάω και κανείς δεν μου χρωστά. Εγώ δεν νοιάζομαι. Ρολόι δεν έχω. Ποια θα ήταν η αξία του.

Ρεύομαι.

Πρέπει να περπατώ.

Πρέπει.

Σα σκυλί που ψάχνει νέο αφεντικό.


Φεύγω από τη θέα του άχτιστου γαλάζιου “παγοδρομίου”, εισχωρώντας στον ηπειρωτικό χώρο της νήσου. Μακριά από μια Ελλάδα, που θεωρείται ελεύθερη, μόνο για τουριστική απεικόνιση των ορίων της πραγματικότητας: όρια συνοριακά, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Της αποικίας των ΗΠΑ. Εδώ στα νέα Κης. Άραγε υπάρχουν σιταρώνες κι εδώ, με μεταλλαγμένες σοδιές;

Νερομένο γάλα, χρωστικές ουσίες, ψεκασμοί, κομμένα ανθρώπινα δικαιώματα, παντού στα νέα Κης. Να δικαιολογούνται οι μισθοί των τεμπέληδων ρουφιάνων.

Κει όπου μυρίζει ιώδιο, πλησιάζεις Πατριώτες.

Ίσως σε μόνιμες πληγές.

Περπατώ γιατί δεν δύναμαι για κάτι άλλο, ελεύθερος να είμαι. Εδώ στα νέα Κης, όπου το πόσιμο νερό που διατίθεται δεν είναι όσο καθαρό θα έπρεπε. Πάντως ορισμένοι μαλάκες της ΔΕΗ, δεν θα δίσταζαν επίσης, να κόψουν το ρεύμα. Γιατί οι πολίτες είναι πρόβατα, τα δέχονται όλα. Αυτοί που η ταυτότητα τους, η καινούρια, κι όλες οι άλλες φάρες των δυστυχισμένων: που λαχταρούν τα τουριστικά νέα Κης. Να δουλέψουν σ’ αυτά, να γίνουν πλούσιοι από τη μια μέρα στην άλλη (κατά περίεργο τρόπο οι περισσότεροι αλλοδαποί, τα καταφέρνουν). Μακριά εννοείται, κατοικούντες, από παρόμοια, άγονη θέα. Διασχίζοντας τούτη την ασφάλτινη οδό, με τη δύναμη –όση έμεινε- της εξέλιξης, των πρώτων κυττάρων –πριν τη νέα ταυτότητα.

Μόνο να σκέφτομαι θέλω, τώρα. Όλα τα έτη που σπαταλώνται στα σχολεία, φαίνεται, μόνο ως ώθηση για να διαβάζεις άσχετα βιβλία: ή να δέχεσαι να γνωρίζεις, μόνο όσα θέλουν οι κρατούντες να πιστεύεις πως είναι η πραγματικότητα. Τίποτα πέρα από αυτό. Ο φόβος του Κράτους, ο μεγαλύτερος, ο εξής: άνθρωποι που μαζεύονται κάπου, συζητούν, εκφράζουν ιδέες ως νέες γνώσεις που δεν βρέθηκαν ως δικαίωμα: σε κανένα από εκείνα τα σχολικά εγχειρίδια, ενόσω για 12 ή περισσότερα χρόνια, πάσχιζε ένα νεαρό μυαλό να αφομοιώσει άγονη γνώση. Οι νέες ιδές που δεν εμφυτεύονται ως μια άλλη όψη ενός φρόνιμου τρόπου διαβίωσης.

Ύστερα, οι τεμπέληδες με τα λαμπερά σήματα, οργανώνονται, καίνε βιβλιοπωλεία, παρακολουθούν αρθρογράφους, ακόμη και στη λαϊκή που πάνε με τον πατέρα τους να ψωνίσουν. Διώξε και δίωξε με ψυχολογικό πόλεμο, λοιπόν, τον πολίτη που δεν ενστερνίζεται τη σιωπή. Φεύγει από τα άγονα τοπία –μόνο εκεί σου επιτρέπεται να έχεις σκέψη, λογοτεχνία που δεν ενοχλεί το κράτος. Διώξτον. Σφίξε τον στη δαγκάνα της ομηρίας, μες τη βαβούρα μιας πόλης, όπου μόνο διασκεδάζει, και ξοδεύει τσάμπα, γενετήσιο υλικό.

Ά η σιωπή τούτης της διαδρομής. Με παύσεις βιαστικών περασμάτων, οχημάτων με ιδιαίτερη τάση, προς καλπασμό. Άραγε τρέχουν να βρουν κι εδώ, φτηνή βενζίνη;

Εδώ, στο άγονο τοπίο όπου μαζεύονται οι σπάνιοι αθώοι, που δεν είναι πρόβατα. Και κάτι ανόητοι, κόντρα σ’ αυτό, γράφουν βιβλία, αναλύοντας μια βρισιά. Ή την καθαρεύουσα ηλιθιότητα τους.

Υφίσταται ακόμη, φυσικό φως.

Η μείωση της θερμοκρασίας, προσφέρει τονωτικές “ενέσεις” στο βάδισμα μου. Αδιαφορώντας που με οδηγούν οι στροφές. Πάλι στη τουριστική παραλία, θα βγω.

Σταματώ. Παίρνω ανάσα. Τεντώνομαι.

Ανασαίνω το άγονο οξυγόνο. Τον ελεύθερο αέρα, μακριά από διαφημιστικές πινακίδες.

Συναντώ μια νέα διασταύρωση.

Δεξιά κάπου στο κοντινό βάθος, παρατηρώ ένα σύνολο κατοικιών.

Όχι.

Επιλέγω την κοντινότερη στροφή, που γειτνιάζει με το προηγούμενο άγονο τοπίο.

Ποιος θα περίμενε πως ένα νηστικό πλάσμα, θα άντεχε τόσο. Σαν από πείσμα να επιλέγει που πατά.

Σα να αλλάζει τώρα, το τοπίο.

Κάτι ελιές, σκόρπια, αριστερά και δεξιά. Καλλιέργειες, χωρίς βοήθημα εισερχόμενης διάθεσης, νερού, από ποτάμι. Σε μια επόμενη στροφή, κατηφορίζοντας τώρα, παρατηρώ ένα ογκώδες κτίριο. Σαν αποθήκη. Περιέργως, ψηλά δέντρα, τι είναι; Φοίνικες; τακτοποιημένοι κατά μήκος του τσιμεντένιου οικοδομήματος, μου κρύβουν την εικόνα του πίσω μέρους του. Μια τάση, επιθυμία, να πάω στη τουαλέτα, δημιουργείται στα κατώτερα σωθικά. Διαβαίνω την πλήρως ανοιχτή, στιβαρή, καγκελόπορτα.


Πλέον η πρόσοψη της δίχως επωνυμία, εταιρείας, παρουσιάζεται απευθείας: μια πλατιά τζαμαρία, που καίρια αντανακλά την ικανότητα να δεις το εσωτερικό.

Παραμερίζω την δίφυλλη ξύλινη –περιέργως- πόρτα. Μένω άφωνος. Εδώ μέσα μυρίζει κάτουρο. Εγκατάλειψη.

Δύο πόρτες, όπου σε καθεμία, ντυμένες, καθισμένες, καθαρίστριες, αλλοδαπές –όπως ορισμένες δίνουν χαρτί σε τουαλέτες. Τι συμβαίνει εδώ;

Από εδώ, δείχνει μία από αυτές τις γυναίκες.

Θα είναι οι τουαλέτες των αντρών.

- Θα ήταν θεμιτό ένα τεχνητό φως, σκέπτομαι.

- Μπα –πολλά ζητάς –μου απαντώ.

Προτιμώ την πόρτα στο αριστερό μου χέρι, μα μόλις πλησιάζω στα δυό βήματα, παρατηρώ την άλλη αλλοδαπή, να δείχνει να μπω από τη δεξιά είσοδο. Να, συμφωνεί κι ετούτη, στην άλλη άκρη.

Καλά, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι.

Ωπ, ωπ! Τι ‘ναι αυτό; Παραλίγο να γλιστρήσω, πέφτοντας το πιθανότερο με τον ποπό: η κλίση του πατώματος είναι όπως το χωνί που χρησιμοποιούμε για να γεμίσουμε λάδι ένα μπουκάλι. Να, φαίνεται στο κέντρο ένα τούνελ που στενεύει κάπου πιο μέσα.

- Είσαι Έλληνας εσύ; Με ρωτά άγρια, ένας ημίχοντρος άντρας, με κοστούμι.

- Φυσικά.

Εντάξει, γλυκαίνει όλο αλαζονεία, το πρόσωπο του (ποιον μου θυμίζει;). Πέρασε (μου επιτρέπει).

(θα σου ζητούσα την άδεια;).

Με δυσκολία ανεβαίνω την κοίλα γούβα, ως να πατήσω στο οριζόντιο περίπου, τούνελ.

Ακούω μια πόρτα πίσω μου, να κλείνει.

Κοίτα να δεις, που κι η αριστερή είσοδος, εδώ έβγαζε.

Περίεργο.

Πόσο μέσα πάει αυτό το τούνελ; Σκοτεινιάζει ολοένα. Τώρα πρέπει να προχωρώ σκυφτός. Θαρρώ βλέπω φως. Μα…

Είναι μια λιμουζίνα σταματημένη: η πόρτα, ανοιχτή. Κολλητά στο άνοιγμα του αμαξιού, με το τέρμα από το στόμιο του χωνιού. Πηδώ σχεδόν –έτσι όπως έχει στρογγυλέψει η άκρη του χωνιού- στο κάθισμα. Πω πω, πολυτέλεια. Σα πολύ φως έχει εδώ πέρα. Λες να βγήκα έξω;

Όχι!

Τοίχος, απέναντι, όπως κοιτώ στο παρμπρίζ, τοίχος και πίσω. Κάνω να βγω από την άλλη πόρτα, που είναι τρία τέσσερα εκατοστά, ανοιχτή η πόρτα, μα διακόπτω τη κίνηση. Τι είναι πάλι;

Παράλληλα με τούτη τη πλευρά του αυτοκινήτου, ένα εμπόδιο, απέναντι, σαν εξωτερικός τοίχος, μονοκατοικίας. Δεξιά τέρμα, αφήνεται ένας διάδρομος, που κάπου πιο μέσα, κάπου πιθανόν, οδηγεί. Υπό γωνία το βλέμμα μου, ενημερώνομαι πως η οροφή σ’ ετούτο το σημείο της αποθήκης ως κατασκευή –που συμβαίνουν όλα αυτά τα περίεργα- πρέπει να βρίσκεται αρκετά ψηλά.

Το παρόν περιβάλλον είναι σαν πίσω αυλή. Ένας πατέρας, γύρω στα σαράντα, παίζει βόλεϊ με την κόρη του: αυτή θα ‘ναι κάπου στη πέμπτη ή έκτη, δημοτικού. Το ανήλικο φωνάζει μ’ ενθουσιασμό, σα να διηγείται τα κατορθώματα κάποιας αθλήτριας, ενήλικης. Ο γονιός, δίνει οδηγίες: βάλε έτσι τις παλάμες, πρόσεξε κλπ. Ούφ, ξαποσταίνουν. Κάθονται κάτω, η πλάτη τους ακουμπά στον τοίχο του σπιτιού τους!

Μα δεν παρατηρούν τη λιμουζίνα, λίγα μέτρα, απέναντι; (Εδώ μέσα στο όχημα, όλα μυρίζουν καινούρια. Σα δώρο μετά από εκλογική νίκη). Σα κάτι ν’ ακούω, τώρα. Κάτι της λέει, της μικρής.


Στήνω αυτί:

«Το ότι έφτασα ως εδώ, για να έχω εσένα, και τη μαμά σου, και την ευτυχία που μου δίνει η επικοινωνία που έχουμε, συμβαίνει λόγω αγάπης για τον άνθρωπο. Που κατέχουμε και οι τρεις. Κάνουμε το σωστό, να μην ενοχλούμε ή να ενοχλούμαστε, όταν, μας χαρακτηρίζουν: βαρετά άτομα, γιατί σεβόμαστε, ώρες: δικαίωμα να λέμε ευχαριστώ για ότι έχουμε, είμαστε. Τούτος ο ζεστός, οικογενειακός δεσμός. Ανθρώπων που δεν τους ενώνει η εξάρτηση ενός οικονομικού ή άλλου είδους, εκβιασμού. Το είδος του ανθρώπου, που και τα δυό του χέρια, πράττουν το καλό. Όχι επειδή περιμένουμε ανταμοιβή: αν είναι δυνατό, να ζει κάποιος, έτσι. Λες και αυτόματα, θα συμβεί παντού –να μιμηθούν το καλό. Όλα να πηγαίνουν ρολόι. Να υπάρχει δικαιοσύνη. Γιατί τρεις, δεν πειράζουν κανένα. Εξάλλου θέλουμε να έχουμε ο ένας τον άλλο, τονώνει ο ένας τον άλλο, με τη παρουσία και τη προσωπικότητα, που εκφράζει τόλμη αγάπης. Ένα κοινό νοητικό D.N.A. τριών ανθρώπων σε ένα σπίτι. Ως οι τελευταίοι Έλληνες που γνωρίζουν, πως είναι Έλληνες: πολιτισμένοι. Όχι ζώα που φωνάζουν στη γειτονιά, για να λάβουν την άτυπη αρχηγία. Ποιος είσαι εσύ; Βρίζουν από μέσα τους, που θα μου πεις, να μην συζητάω μεγαλόφωνα ως τα μεσάνυχτα; Αλήθεια απορώ, κόρη μου, πως αισθάνονται τον εαυτό τους υπεράνω νόμου, κυριολεχτικά, πλέον. Φασαριόζοι που δεν τιμωρούνται από ορατούς και αόρατους».


Θαρρώ πρέπει κάποιος να ενημερώσει αυτόν τον δικαίως ανθρωπιστή, που απολαμβάνει την ευλογία που αξίζει: γιατί όταν συμφώνησαν δύο σωστά, γεννήθηκε κάτι δυνατότερο από τους γονείς. Ποιος όμως θα πει σε αυτόν τον πατέρα, πως η ηρεμία του –η προώθηση του ησυχασμού- είναι παρωπίδες σε ότι συμβαίνει: όλα αλλάζουν στην Ελλάδα: Την πνίγουν με άγνωστο D.N.A. Σε κάθε τομέα. Ποιος θα πει σε αυτόν τον πατέρα, πως ελευθερία δεν είναι να δέχεσαι, πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Άρα τους λες, ευχαριστώ. Άραγε επωφελείσαι κι εσύ, να υποστηρίξεις: κανείς δεν έχυσε αίμα. Ας γινόμαστε τα νέα Κης, όπου οι “ξενοδοχειακοί” διευθυντές, δεν έχουν το D.N.A. πια, των αρχαίων Ελλήνων. Άραγε αυτός ο ήσυχος πατέρας, δέχεται ως σωστή προειδοποίηση, να καίνε 50 άτομα, το βιβλιοπωλείο –ξανά- του τάδε: γιατί εξακολουθεί να λέει όχι, στην Κρατική μαφία. Εντέλει ως ρουφιάνοι που πλέον χωρίς φόβο, κρυφακούνε συνομιλίες, με το φως της ημέρας, σε καφάο του ΟΤΕ.

Πολύ ήρεμο τον βλέπω. Παραδομένο άτομο που φαίνεται θυσίασε στο σήμερα, να τον αφήνουν να ζει, κι ας διοικεί ο νέος φαντασιόπληκτος, αντιτρομοκρατικός νόμος των ΗΠΑ, στα νέα Κης. Δεν είναι μικρό πράγμα, πως το ίντερνετ σε αυτή τη νέα αποικία των ΗΠΑ, ξεκίνησε από την Κρήτη. Μήπως από τη ναυτική βάση της Σούδας; Η παγκοσμιοποίηση, όπως ανέφερε κάποιος σε ένα κανάλι θέλει τον άνθρωπο άνεργο, ή ανασφάλιστο ή ημιαπασχολούμενο. Έτσι τον θέλει, ώστε να τον διαλύει με κούφιες, άνευ λόγου, παρακολουθήσεις ή ψεύτικα πολιτικά, θα, διαφάνειας. Τον διαλύει επίσης, γιατί υπάρχει. Γιατί πιστεύει σε Θεό, ή φιλοσοφεί κατά το αρχαίο πρότυπο. Αυτή την Ελλάδα, αγαπά αυτός ο ήρεμος πατέρας; Πραγματικά επικίνδυνος για τον εαυτό του, την κόρη του που θα βγει στη ζωή, πιστεύοντας στο παραμύθι, περί δικαίου. Ή ότι αν προσπαθείς, προκόβεις. Πραγματικά επικίνδυνος για όποιους ομοεθνείς τον συναντήσουν: αφού δέχεται, προωθώντας τον ησυχασμό, πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη: δεν έρχεται ποτέ. Άλλο αν το κρύβει από την κόρη του. Πάει, ατρόφησε ο νους, τουλάχιστον… άκμασε κάτι άλλο, ανάμεσα στα πόδια.

Εγώ το ξέρω πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Παντελώς.

Ώ τι αηδία.

Απομακρύνομαι από τούτα τα αδιάφορα άτομα. Να, είπαν ευχαριστώ κιόλας. Να, κοίτα πόσο σκοτεινός είναι αυτός ο διάδρομος –απ’ όπου φαίνεται ήρθαν εδώ πίσω στην αυλή, να παίξουν. Τον διανύω, στην άκρη της οικίας-Ελλάδας. Αυτή πνίγει, ο τοπικός αποικιακός δούλος, που του δώσανε τον τίτλο του τοπικού βασιλιά. Ένας κενός τίτλος, να θαυμάζουν, να υπακούν όλοι οι καταπιεσμένοι, οι κοιμισμένοι, σε κάθε νέο φόρο. Που φυσικά ψηφίζεται νύχτα, γιατί τότε κοιμούνται οι ελάχιστοι που ‘χαν μυαλό και άπειρη τύχη, να βρουν δουλειά.

Όχι. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Από πουθενά!

Τέτοια κοιμισμένη οικογένεια, μου γυρίζει τα άντερα. Ανόητοι. Εγώ περιμένω ένα φως να μ’ οδηγήσει σε αυτό τον σκοτεινό διάδρομο. Διακόπτω, στρέφω πίσω, κοιτώ: κάποιοι καίνε κάτι, σ’ έναν κάδο που μόλις φαίνεται, μετακίνησαν στο στενό άνοιγμα –από το οποίο εισήλθα εδώ πίσω, στα σκοτάδια. Κάπου μακριά, πίσω από τις φλόγες, παρατηρώ κάτι ΜΑΤατζήδες που στέκονται και καπνίζουν, ατάραχοι.

Δεν υπάρχει δικαιοσύνη.

Τι ανοησία είναι αυτή, πως η έλλειψη δικαιοσύνης, σε κάνει πιο δυνατό μέσα σου. Ν’ αγωνιστείς, για τι; Χωρίς αντίκρυσμα.

Οπότε φανατίζεσαι –άραγε με τι εφόδια, στη μαύρη νέα περιοχή των Κης- περί ελευθερίας του ατόμου. Άραγε πως. Τόση και τέτοια που είναι η αδιαφορία, περί παντός, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τότες και τέτοιες που είναι οι απώλειες.


Μου φαίνεται τώρα, κάπου στην άκρη μιας νέας ευθείας –στο σκοτάδι- να, παρατηρώ κάτι φωτάκια –ομίχλης…- σα να ανεβαίνουν, σκαλιά. Θέλοντας και μη, επιθυμώντας να ξαναδώ ήλιο, ανεβαίνω τα σιδερένια σκαλοπάτια.

Τώρα ψάχνω στο σκοτάδι. Στο νέο εμπόδιο.

Τι είναι αυτό;

Ά! Ένα χερούλι. Πόρτας.

Τρίζει, στρέφοντας το.

Σπρώξε.

Κόλλησε!

Σπρώξε.

Βάλε δύναμη!


Αποσυμπίεση!!

Από την απόλυτη σιωπή, ενόσω ο αέρας τόνωνε εσωτερικά, την αποπνέουσα μούχλα, στον αμέσως υπερβολικό θόρυβο, και την όποια ομίχλη…..Τι συμβαίνει εδώ; Βγήκα σ’ ένα μπαλκόνι. Μπουλντόζες ακούγονται, ατέλειωτη φασαρία. Είναι το πίσω μέρος της πλέον ανώνυμης Ελλάδας. Ένα σωρό αλλοδαποί, γκρεμίζουν τοίχους, κολόνες, που δείχνουν αρχαίες. Όλα αυτά, ωσότου…

Ακουστεί η γνωστή ιαχή του παλαιού Ταρζάν, με απίστευτα νέο ενθουσιασμό, όμως. Μα από τη σκόνη, έτσι όπως σηκώνεται το χώμα, δεν διακρίνω πολλά.

Φουουουουου, αισθάνομαι ένα δυνατό ρεύμα αέρα, μπροστά μου: πάει, έφυγε μονομιάς.

Πως κατεβαίνουν από εδώ;

Θέλω να φωνάξω στους αλλοδαπούς: γιατί το κάνετε αυτό; Όμως βρίσκομαι μακριά τους. Δεν διαφαίνεται τρόπος να κατεβώ.

Ακούω γέλια, τρανταχτά. Ναι, ναι, κι άλλο, κι άλλο! Μες τη σκόνη, παρατηρώ μια φιγούρα. Έχει σταθεί σε μια ετοιμόρροπη, οριζόντια δοκό, και χαμογελά διάπλατα. Μα, ναι, είναι εκείνος ο τύπος στο γιγάντιο χωνί, που μ’ είχε ρωτήσει αν είμαι Έλληνας. Είναι, είναι, ο σημερινός πρωθυπουργός! Αυτός που δίνει εντολές να καταστρέφουν ζωές πολιτών. Άραγε τι θα ‘λεγε ο Ξενόπουλος, τώρα;

Θα με βοηθήσεις; -χαζά, του απευθύνομαι.

Δε δίνει σημασία. Αυτός εξάλλου, θεωρεί συκοφαντία να του λες, πως στο κόμμα του, επίσης τρώνε, λεφτά, που δεν τους ανήκουν. Αυτός εξάλλου, έδινε εντολές, πίσω…. Στο κέντρο της νέας αποικίας των ΗΠΑ, να κάνουν το βίο αβίωτο σε όσους χρησιμοποιούν τις ελευθερίες της δημοκρατίας.

Αν με βοηθήσεις, -φωνάζω πολύ δυνατά- θα φύγω από εδώ και δεν θα ξανακούσεις για μένα. (Δε δίνει σημασία: είναι κινούμενο κρέας). Παρατηρώ μια νέα υπερδιέγερση σε αυτό το απαθές, με άγνωστη…Εθνικότητα, ον. Γελά, τραντάζεται, ουρλιάζει με απίστευτο βρόγχο. Γελά, γελά, γελά! Κι άλλο, κι άλλο, πηδά σα τον παλαιό Ταρζάν, στα ερείπια. Βοηθά κι ο ίδιος στην κατάρρευση περιοχών του κτίσματος.

Ένα νέο ρεύμα αέρα, διακόπτεται εμπρός μου.

Ανέβα, μιλά.

Τι εννοεί, ανέβα;

Ακούω γέλια από τους αλλοδαπούς, ή γελάνε τα μηχανήματα;

Πιάνομαι από την άκρη του σκοινιού που κρέμεται από τα πόδια του χαπακωμένου Ταρζάν, και σαν σαΐτα που εκσφενδονίζεται, πετάμε στον αέρα, και προσγειωνόμαστε έξω από το φράχτη: από τούτο το χάος. Κάπου σε μια άκρη, βλέπω μια καμένη, Ελληνική, σημαία.

Ο Ταρζάν φεύγει, γελώντας.

Είμαι ελεύθερος, είμαι ελεύθερος, ουρλιάζει.

Άραγε από τι, απορώ.

Από το να του κάνει κριτική, ένας πολίτης; Είναι δυνατόν ένας δαιμονισμένος πρωθυπουργός, να σκιρτήσει μέσα του, το καλό; Η λογική; Το αίσθημα της ευθύνης, περί Πατρίδας;

Μια νέα βοή, ανθρώπινη, σηκώνεται μες σ’ εκείνο το εργοτάξιο.

Μήπως βρήκαν κάτι;

Πάρτε ότι κομμάτι θέλετε, ακούω καθαρά τώρα.

Σιωπή, η σκόνη κατακάθεται.

Θέλω να απομακρυνθώ.

Τόση τρέλα.


Χάνεται το φυσικό φως. Μα δεν πτοούμαι.

Έχω εισέλθει σε μια περιοχή με πυκνή βλάστηση. Κάπου κάπου, παρατηρώ φυτεμένους φοίνικες, σαν καρκίνωμα, κάτι που δεν ταιριάζει. Ιδίως εδώ.

Μερικές εκατοντάδες μέτρα, μετά, επανέρχεται η όψη κείνων των γνώριμων κτημάτων, με ελιές και χωμάτινα μονοπάτια, με διαφόρου μεγέθους, πέτρες, που αν γλιστρήσεις σε μια από αυτές. Ο αέρας είναι καθαρός εδώ. Αν και δεν ακούω πουλιά (Δοξάσανε ώρες πιο πριν). Συναντώ ένα στρογγυλό, πέτρινο πηγάδι. Μετά από λίγο, ένας μαντρότοιχος σε ύψος, μόλις ως το στήθος. Μόλις. Να, διακόπτει την άνετη πορεία, περπατώντας.

Τι είναι εδώ;

Μια ανοιχτή όαση, λουσμένη στα χρώματα ενός ιδιαίτερα λαμπερού, ηλιοβασιλέματος.

Είναι ένα νεκροταφείο.


Στις άλλες του πλευρές, στα όρια, ψηλά κυπαρίσσια, δηλώνουν το είδος της χρήσης της γης.

Έτσι όμως; Χωρίς οργάνωση; Έναν δημόσιο δρόμο, που να οδηγεί ως εδώ.

Μα στα νέα Κης, δεν θυμούνται κάτι τόσο απλό;


Πηδώ τον μαντρότοιχο.

Πολυκαιρία, μου μυρίζει.

Μου γεννιέται η εντύπωση, πως μόνο εδώ, είναι Πατρίδα. Ελλάδα. Εδώ. Ανάμεσα στους νεκρούς που υπήρξανε Έλληνες, στον καιρό τους. Κατανοώ, διαισθάνομαι ένα πνεύμα αξιοπρέπειας, εδώ. Ασφάλεια αναδύεται. Αξιοσύνη. Πλέον ακούγονται τιτιβίσματα. Πολλά μαζί. Σα να παρατείνεται το ηλιοβασίλεμα. Σα να χορταίνει το κενό στομάχι. Θαρρώ μυρίζω σπανακόπιτα. Ακούω αυθόρμητα, γνήσια γέλια, τον καιρό που δεν απαγάγανε, παιδιά, Ελληνόπουλα, συνομήλικα τους ή λόγω διαστροφών, διαφόρων ειδών και χρηστικής ιδιότητας.

Κάτι όμως μέσα μου, μου λέει να φύγω από εδώ. Η εγκατάλειψη, του να παρατηρείς τις ζωές των άλλων που αγνοούν τη πραγματικότητα, εφησυχασμένοι, τι σημαίνει E.E. (η κουκούλα, που κρύβει τα αρχικά ΗΠΑ). Εδώ δεν έχει ζωντανούς…

Τους ξέχασαν οι δικοί τους. Δεν τους τιμούν, πια.

Επιθυμώ να ξαναβγώ στην τουριστική ακτογραμμή, όπου θα ‘χει πυκνώσει πια, η εφησυχασμένη ελευθερία, ως έξοδος των κυρίαρχων ειδών. Ανθρώπινων ειδών.

Ποιος ξέρει. Ίσως μ’ ερωτευτεί κάποια.

Εδώ υπάρχουν γυναίκες που ερωτεύονται άντρες πρώην.. εγκληματίες, που γράφουν βιβλία. Αν μια τέτοια γυναίκα, έχει μυαλό. Αλλά ναι, ήταν η αντίδραση στη δράση, πιο δυνατή από τη λογική. Γιατί όπως σου είπα, δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Ούτε ευκαιρίες για όλους, να σταθεροποιηθείς στην κοινωνία. Ειρηνικά. Αλήθεια υπάρχουν στον καιρό μας, …αρθρογράφοι σε εβδομαδιαία περιοδικά… που αποδέχονται τον βασανισμό των λογοτεχνών, αναγνωρίζοντας τον βασανισμό τους, ως τίμημα, γιατί λένε την αλήθεια.


Το στομάχι ενός μη ελεύθερου πια, ατόμου, επιθυμεί να μπουκώσει από διαλεχτά είδη τροφής, πιθανόν τηγανιτά, σε παρέες υποκριτών και δειλών ανθρώπων. Όμως δεν πήρα μαζί μου, ευρώ. Όχι πως είχα από παλιά. Ένας άνεργος, χρόνια, δεν αναμένει πια, δικαιοσύνη. Περιέργως, πίσω από το επόμενο ύψωμα, βγαίνω στη παραλία. Γλιστρώ, ο πισινός μου τρίβεται, έτσι όπως κατηφορίζω. Ώπ! Πατώ σε άσφαλτο. Αν δούλευα, θα μου επέτρεπε κάποια, να τη γαμάω.

Για να προσανατολιστώ.

Μπα, δεν τα καταφέρνω.

Μόνο η θάλασσα είναι όμορφη, έστω και σκοτεινή.

Συναντάται. Εκεί. Δεν απολογείται για τίποτα.

Κι όμως αισθάνομαι, πως έχω κάτι να κάνω, που ξανά αποφεύγω.

Δεν είναι το σκοτάδι (η δικαιοσύνη των ανθρώπων που είναι πιο δυνατή από του Θεού), μες το οποίο βαδίζω, που θέλει να με ταράξει. Η έλλειψη συναίσθησης, τι κάνω στον εαυτό μου. Μόνος, εδώ, μακριά από το προϊόν-Πρωτεύουσα. Εδώ, σε ένα νησί. Θαρρώ αραιοκατοικημένο, μ’ ένα σωρό, μη υποδομές. Τούτη την μη φωτισμένη διαδρομή από τεχνητό ή φυσικό βοήθημα. Ωραία δροσιά όμως. Ελεύθερος. Δίχως σκοπό στη ζωή, φυγή ενός ανθρώπου, κτήμα, ναι, κτήμα, ενός πατέρα δειλού, να υπερασπίσει τον υιό του από τα όργανα του ίδιου του Κράτους, που κηρύξανε όλοι μαζί, πόλεμο, σ’ ένα τέκνο του Θεού. Έτσι, χωρίς τίποτα στη ζωή, γιατί μόνο έτσι οι τρομολάγνοι, σ’ αφήνουν…. Ελεύθερο…….. Κοίτα να δεις που στ’ αλήθεια είναι πιο δυνατοί από τον …

Ο μη πρόβατο που θέλει να ‘χει μυαλό, βρίσκεται εδώ. Στο τίποτα. Μ’ ένα σωρό ενοχές: έχεις ψυχή, δεν είσαι μόνος.

Για δες!

Πως είναι η αληθινή ζωή –των μη δειλών.


Να τη θυμάσαι αυτή τη νύχτα, πόσο αποκαλυπτικά άχρηστη, φάνηκε η γκρίνια (συμφώνησε κι ένας βολεμένος, που εδώ και είκοσι χρόνια, αυτός, αυτή, χρησιμοποιούν ότι έχουν στο υπογάστριο).

Μακριά τους.

Η δικαιοσύνη της μη ορατότητας.

Ούπς. Σκόνταψα σ’ ένα παγκάκι.

Το κακό είναι πως δεν κοιτά τη θάλασσα. Άραγε φαίνονται αστέρια; Στον ωκεανό ταξιδεύουν πλοία της γραμμής με άμεσα κοντινά, λουόμενους;

Κοίτα να δεις που τα ζώα με κατά πολύ λιγότερο μυαλό, ζευγαρώνουν στην ώρα τους. Περίεργο πως. Φαίνεται δεν έχουν ψυχή να σώσουν. Δεν τυραννιούνται σύμφωνα με το πρότυπο των ανθρώπινων δοκιμασιών.

Εμείς οι άνθρωποι, απλά φτιάξαμε τη βόμβα υδρογόνου.


Ματαίως γκρινιάζεις. Τέτοια θεωρείται η τάση να φιλοσοφείς: μάταια. Κανείς δεν θέλει να ακούει την άποψη σου, γιατί εκείνοι είναι σωστοί, κι εσύ απλά, δεν συμφωνείς με το πορνείο τους. Πως το είπε εκείνος ο πιστός, γι’ αυτούς που μαραίνονται, ανίκανοι να λύσουν, ότι, τους αφορά; Γιατί περιμένανε από τους ανθρώπους, δίκαιο, βοήθεια. Ήμαρτον. Στην εποχή των εκσυγχρονιστών, να λες τον βολεμένο, αχάριστο. Ήμαρτον, τι ωφελεί… Θαρρώ νυστάζω σ’ ετούτο το παγκάκι. Είναι η ησυχία. Δεν περνά και κανένα αμάξι –διασκεδάζουν τα πουλάκια μου. Στην ώρα τους αυτοί.


Κοιμήσου. Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις. Κι άσε τους βολεμένους. Τι ξέρουν αυτοί, από μοναξιά;

Μόνο από τρομοκρατία.



(Εδώ, να μένουν οι αποδείξεις, προς): τα άτομα τσουκουρούμ τσουκουρούμ (που με πολεμάνε).


16





Επιστολή, στο όνομα σου


Σε τρεις ημέρες, είναι του Αγίου Πνεύματος. Σάββατο σήμερα. Κανονικά θα ‘πρεπε να ‘χα φύγει τριήμερο, με το χτεσινό, απογευματινό αεροπλάνο. Βλέπεις πήρα ρεπό την Τρίτη. Μ’ αγαπάνε πολύ, στη δουλειά. Εννοείται με περνάνε για, κορόϊδο, γιατί ποιος θα πάει ανήμερα του Αγίου Πνεύματος, να ψωνίσει; Όλοι θα λείπουν, ήδη. Οπότε ένας αποθηκάριος, τους είναι άχρηστος μια τέτοια Τρίτη.

Πω πω, τέσσερις μέρες δικές μου. και να πεις πως έχω χρήματα να πάω κάπου. Μπα, που τέτοια τύχη. Πω πω, 4 ολόκληρα εικοσιτετράωρα. 14 του μηνός, Ιούνη. Ψες έκαμε πολύ ζέστη. Κοντεύει εννιάμισι, πρωί ακόμη. Είναι μια σκύλα, κάπου απέναντι, που φωνάζει εδώ και ώρα. Ένα κομπρεσέρ που κοπανιέται. Ευτυχώς αρκετά μακρύτερα. Ο θόρυβος από τα τροχοφόρα, πιο πέρα. Τούτο φαίνεται είναι η ανθρώπινη υπόσταση, η λυτρωτική: να ξυπνήσουν, αρχίζοντας να λένε: έ κόσμε, ξύπνησα, μ’ ακούς;

Πω πω, κάποιοι θα πάνε για μπάνιο. Θα ετοιμάζονται. Τώρα βρε. Πουρνό πουρνό. Να προλάβουν ν’ αρπάξουν ελάχιστα τετραγωνικά άμμου. Παραλίας. Τη νύχτα σ’ αγκάλιασα στον ύπνο μου, για ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. Αμέσως ξύπνησα. Κλωτσιά στον εγκέφαλο: ξύπνα. Μη χαρείς.

Σκυλιά ακούγονται, κάποιος βήχει, άλλος κορνάρει, καγκελόπορτες, σιγανά κλείνουν. Τώρα ξύπνησαν, βλέπεις. Το νιάνιαρο που οι γονείς του το αφήνουν όπως πάντα να κοιμάται μετά τα μεσάνυχτα, είπε καλημέρα στην 14 του Ιούνη. Μη με ρωτάς, χρονιά, κρύβω χρόνια. Ψες το βράδυ, κοιτούσα μια εκπομπή με τα παιχνίδια των δισεκατομμυριούχων, που ολοένα, λοξά χαμογελούν, γιατί οι δεσμίδες στη τράπεζα, είναι σίγουρες. Άσε που δε δουλεύουν αυτοί. Όχι ότι ζηλεύω. Απλά εγώ δεν μπορώ πρακτικά να γίνω ο «Λαρς με τη …γυναίκα του», οπότε δημιουργώ μια γυναίκα στο χαρτί, τώρα δα. Μόνο που δε θα στέκεται ακούνητη κι αμίλητη. Θα ‘χει νου, και επιθυμίες. Έλεος στον άντρα, δεν του πετά στα μούτρα ως τελείως άγνωστου: εσύ φταις. Τι άθλια παραδείγματα, γυναικών.


Νάτη.

Είναι μια όμορφη κοπέλα, γιατί έχει τα χρώματα της ιδιαίτερης της, πατρίδας. Λεπτόκορμη. Ανήκει σε ένα συνεργείο καθαρισμού, πολυκατοικιών.

Νάτη. Έκλεισε πίσω της τη μοναξιά (σα τις ξέγνοιαστες βόλτες στα νησιά, απόγευμα, με δροσιά). Έχει θάρρος στα μάτια. Δεν ντρέπεται. Συνεργάζεται με τους άλλους τρεις συνάδελφους, σύνολο τέσσερα άτομα. Δύο από κάθε φύλο. Νέοι άνθρωποι. Να, ξεφορτώνουν τα σύνεργα, από το μικρό βανάκι. Σάββατο πρωί πρωί, θα ‘ναι 9:20; Και εικοσιπέντε; Σπάνια κυκλοφορούν, έξω, άλλοι. Παρασκευή βράδυ, νύχτα για ξενύχτι και ικανοποίηση. Ακόμα κοιμούνται, τα πουλάκια μου -ωραία που είναι η πρωινή ησυχία.

Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα, έ; Μιλούνια κοιτούν το δέρμα σου, κι όχι το όστρακο του δέρματος σου, που μια μέρα, μια μάνα έφερε από κάποια παραλία. Κοίτα μια νοικοκυρά που ετοίμασε για τον κόσμο.

Τα σύνεργα φορτώνουν τις παλάμες. Σκούπες, σφουγγαρίστρες, σαπούνια, το μηχάνημα που ξερνά ατμό. Κανείς δεν φοράει φόρμα. Τα τζην τους. Συνεπείς κινήσεις. Έχουν να καθαρίσουν και τα φύλλα, κάτω και γύρω από τη πυλωτή. Η διαχειρίστρια καλημερίζει τους τέσσερις επαγγελματίες.

- Περάστε παρακαλώ.

Είναι γνωστοί οι 4 φίλοι, στη γειτονιά και σε κάθε άλλη συνοικία. Μια φορά, δυό φορές το μήνα, ανά πολυκατοικία. Βλέπεις οι άνθρωποι αρέσκονται, να τους υπηρετούν.

Η διαχειρίστρια δεν ρωτά από πού θ’ αρχίσει το συνεργείο, τον καθαρισμό. Συνεργασία, φιλότιμο, αγάπη για τη ζωή. Έ;

Ο κόσμος περιμένει να φέρονται οι γύρω, τίμια, σωστά, με υπευθυνότητα. Άλλο αν ο έχων εξουσία, μοιράζει τα σωστά και τα δίκαια. Αυτά που τα παιδιά αγνοούν, πως είναι τα πιο πολλά, ψέματα, ως δικαιώματα τους στη ζωή, μεγαλώνοντας –θα φταίνε τα πολλά χάδια απ’ τους γονείς, η αγάπη που πάει κόντρα στα συμφέροντα. Αυτών που αναγκάζουν τους γονείς, να χωρίσουν, σπέρνοντας ζιζάνια γκρίνιας: έξοδα, εφορίες. Προκλήσεις.

Πάει, ξεχάστηκαν οι σχολικές γνώσεις, έ γλυκιά μου;

Η κλίση της σφουγγαρίστρας, υπό 45 μοίρες, ισούται με την ώθηση, την ταχύτητα πλυσίματος του πατώματος, διαιρώντας με τον ιδρώτα του κόπου σου. Αποτέλεσμα; Παράταση από το βήμα, που επιβεβαιώνει, πως τα πάντα είναι χάλια. Απλά μεγαλώσαμε, ξεχάσαμε τη πίστη των ανήλικων, στους καλούς ανθρώπους. Μεγάλωσες κι εσύ, κοπέλα του συνεργείου. Τουλάχιστον συ, είσαι υπεύθυνη. Δεν περιμένεις σωτήρες-κορόϊδα. Έτσι κι αλλιώς, βρίσκεσαι τόσο μακριά από την πατρίδα σου. Το θέμα είναι πως πρέπει να περαστεί δυο φορές η σκάλα, σε όλα τα πατώματα, μα θα ‘ρθει κάποιο παιδί από το συνεργείο να βοηθήσει στο δεύτερο χέρι. Συνήθως τελειώνει γρήγορα το σφουγγάρισμα. Μόνο που πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη. Γυάλισμα τα κάγκελα που πιάνονται οι ένοικοι, κατεβαίνοντας. Τίναγμα τα πατάκια. Ξεσκόνισμα οι λάμπες στους κοινόχρηστους χώρους. Ατμός για τα δύσκολα σημεία, που η βρωμιά δεν βγαίνει –ευτυχώς καύσωνας από βδομάδα.

Ο Γκιόργκι θέλει να κάνει τσιγάρο, φτάνοντας στη κορυφή της σκάλας, μα εκείνη, τον μαλώνει, γιατί πρέπει να μυρίζει το εσωτερικό, ωραία. Μόλις τη βοηθά: δυο σφουγγαρίστρες χορεύουν ξεπλένοντας τα μάρμαρα. Το νερό θέλει άλλαγμα. Η Κρίστα ανεβαίνει: φέρνει καθαρό. Θεέ μου, πέντε πατώματα, συν ο αριθμός των σκαλοπατιών ως τη ταράτσα. Ορισμένοι τοίχοι θέλουν καθάρισμα. Η ώρα περνά. Η Κρίστα με τον Σπύρο, τελειώνουν τις εκκρεμότητες στη πυλωτή. Βασικά δεν είναι δουλειά τους, όμως ετούτη η τακτοποίηση ανταμοίβεται σαν μπόνους. Σε λίγο θα τους πουν, να πλένουν και τα αμάξια!

Η Κρίστα χαμογελά στη φίλη της, πιστεύοντας πως ο Γκιόργκι θα ήταν καλός σύντροφος για τη φίλη της. Κοίτα τον: πασαλείμματα, αλλάζοντας σκαλοπάτι. Εκείνη, του γκρινιάζει: αισθάνεται υποχρεωμένη να προσέξει κάθε λεπτομέρεια. Φωνάζει στην Κρίστα να καλέσει τον Σπύρο, δυό λεπτά.

Νάτος, εμφανίζεται. Τελειώνετε; Ρωτά ο Σπύρος.

Κράτησε λίγο εδώ, τον προτρέπει. Πρέπει να πάει εκείνη, στην τουαλέτα. Εν τω μεταξύ, οι ένοικοι προτρέπονται να χρησιμοποιούν το ασανσέρ. Ένας καινούριος ένοικος πιστεύει πως αν αφήσει τα σκουπίδια του έξω από την πόρτα στον όροφο, θα του τα κατεβάσει το συνεργείο. Γελιέται.

Η Κρίστα ήδη πλένει τα τζάμια στην κυρίως είσοδο, στο ισόγειο. Έχουν να γυαλίσουν κι άλλες επιφάνειες. Δρομολόγια ως το βανάκι για νέα υλικά. Υγρά. Σφουγγαρίστρες στεγνώνουν στον ήλιο. Η ομάδα πρέπει να ολοκληρώσουν τις εργασίες.. Έχουν κι αλλού να πάνε.

Κόσμο να εξυπηρετήσουν.

Η μυρωδιά από τα απορρυπαντικά, συνήθως είναι πιο ενοχλητική από την δυσοσμία ορισμένων εσωτερικών, κοινόχρηστων χώρων.

Ξέρεις εδώ είναι Ελλάδα. Οι άνθρωποι έχουν αναμνήσεις, άλλο αν δεν τις εκτιμούν: τις θυμούνται οι ντόπιοι, σπάνια. Ιδίως καλοκαιρινές εικόνες που εντυπώνονται: το φιλμ των εικοσιτετράωρων κλικ, η αλλαγή, έτσι όπως θα ‘πρεπε οι νεότεροι να φωτογραφίζουν. Παραδοσιακά. Όχι με τις νέες ψηφιακές αηδίες.

Μη μου πεις πως ετούτος ο λόγος, δηλαδή οι τοπικές ομορφιές, η αίσθηση της τουριστικής ελευθερίας, δεν ήταν ένας επιπλέον λόγος για να έρθεις εδώ κάτω. Κρίμα όμως, να ζαλίζουν τα ρουθούνια σου, τα απορρυπαντικά, κι όχι η αρμύρα στο σώμα, το ιώδιο του ωκεανού. Η αύρα του παραλιακού ανέμου.

Ο Γκιόργκι θέλει να καπνίσει πάλι. Η Κρίστα του συστήνει να πάει πιο έξω. Μη βάλει καμιά φωτιά στον κήπο. Ο Σπύρος συνοδεύει τις κοπέλες ως την είσοδο του διαμερίσματος της διαχειρίστριας: ώρα να πληρωθούν. Από μέσα ακούγονται γέλια. Παιδικά χαχανητά.

Μήπως βλέπουν σε DVD, κάποια παλαιά εγχώρια παραγωγή, τότε που η Μάρθα Καραγιάννη, στα νιάτα της, προσπαθούσε να συναγωνιστεί το καλλίγραμμο, νέο, κορμί, της Λάσκαρη. Τότε που η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ήταν κωμική, δροσερή, ζωντανή, σα να ξεπηδούσε μες απ’ το γυαλί της τηλεόρασης. Έχοντας στο πλευρό της έναν αξιαγάπητο –ως ρόλο- μπαμπά, Κωνσταντάρα. Άραγε από ποιο χωριό, κατάγεται η διαχειρίστρια; Άραγε από την Κέρκυρα, με την σπιρτόζα Ρένα Βλαχοπούλου να χαρίζει το χαρούμενο της πρόσωπο στις καρδιές των εκεί ντόπιων. Εσύ όμορφη, κοπέλα, από πού κατάγεσαι; Ποια χρώματα συνάντησαν τα παιδικά σου μάτια, έτη, πόσα; Που διάβηκαν. Ναι. Εσύ δεν ντράπηκες να μεγαλώσεις.

(Περνώντας κάποια στιγμή, από μια περιοχή πλουσίων, όπου λόγω των αρκετών δέντρων, είναι δροσερή το καλοκαίρι: παρατήρησα, δύο κοπέλες, γύρω στα 20 ίσως, 21, μάλλον Κορεάτισσες: που ‘χανε βγει εξωτερικά του μαντρότοιχου, που πίσω του φιλοξενούσε μια βίλλα. Καθάριζαν οι κοπέλες το πεζοδρόμιο από τα φύλλα! Φοράγανε γαλάζιο, περίεργα σκούρο, πανωφόρι –καλοκαιριάτικα!- σχεδόν έως μια παλάμη από τους αστραγάλους. Όπως εκείνη η στολή θαρρώ, όταν πηγαίναμε εμείς, στο δημοτικό. Το ύφος του προσώπου τους, 8:30 το πρωί, τα έλεγε όλα). Στα λέω αυτά, αν πιστεύεις, πως ερχόμενη εδώ –στη μέκα.. του πολιτισμού- συμβιβάστηκες με την ιδέα πως κάποιον έπρεπε να υπηρετείς. Γενικά στην Ελλάδα, ευωδιάζουν τα απλά συναισθήματα, στα φτωχά σπίτια. Κι εκεί, γέλια ακούγονται. Στο τέλος φτάνει η αγάπη. Το σκέφτηκες που ήρθες σε αυτόν τον ανελεύθερο τόπο; Η φτώχεια, η αγνότητα, είναι ίδια, παντού. Το χειμώνα μυρίζει το σίδερο στη πρίζα, το καλοκαίρι η επιθυμία να ερωτευτείς, ζωντανεύει.

Μες τη θηλυκή σου καρδιά, κουρνιάζει η τρυφερότητα.

Έτσι λοιπόν.

Με δροσερή και καθαρή καρδιά, θα υποδεχτούμε τα χρώματα του καλοκαιριού. Κει όπου οι πατούσες θα διαμορφώσουν ένα ίχνος σε μη στέρεο έδαφος. Μες τη πρόκληση να προσέχεις. Γιατί οι κινήσεις γίνηκαν ζωηρές. Κάτω από τα δέντρα, ένας μικρός γκρεμός. Τα βράχια είναι απότομα. Να το θυμάσαι τα βράδια σε κάποια σου έξοδο στη παραλία, με τσίκνα, πυκνή, στα ρουθούνια. Μεθυστική. Το στομάχι πεινά. Η καρδιά πρέπει να ‘ναι ρομαντική, για ν’ αντέξει. Εσένα, που σε απέσπασε η σκέψη που μεταμορφώνει τη σκέψη. Άραγε ποια γειτονιά καλωσορίζει τα βήματα σου, επιστρέφοντας; Γόνατα καταπονημένα. Ευτυχώς από εβδομάδα, καύσωνας. Σάββατο, η πρώτη αχτίδα του απογεύματος. Μεταφέρει την αίγλη από την επιθυμία στον αέρα, ανάμεσα στα φτωχικά στενά, νέων προσώπων, που πίστεψαν κι αυτοί, πως ελευθερία είναι ο έρωτας. Μόνο.

Ώστε να τους σέβονται.

Βγάζεις τα ρούχα σου, γεμίζεις τη μπανιέρα. Για το βράδυ, επέμενε σθεναρά η Κρίστα, για βόλτα. Στη ζωή δεν ήρθαμε για να στέκουμε ξεκούραστοι (μόνο στο μυαλό).


Όπως είπε κάπου στην τελευταία ιστορία της Ελληνικής ταινίας, Κάλπικη λίρα, περί λογικής και έρωτα στο τι θεωρείται επιτυχημένος γάμος, ποτέ ο έρωτας: δεν έζησε θα πω, μόνος: επειδή το στομάχι είναι πιο δυνατό από τα αισθήματα της καρδιάς.

Τρως ντοματοσαλάτα, ψάρια από χτες, διατηρημένα στο ψυγείο. Ανοίγεις ένα νέο κουτί χυμού, που πωλείται δυόμισι ευρώ: ένα ολόκληρο –σε δραχμές- χιλιάρικο! Λες και αγοράζεις χρυσάφι. Αναρωτιέσαι, αν θα ξαναδείς στη γειτονιά, έναν που σ’ άρεσε. Είναι και τα ρούχα που πρέπει να φύγουν από το πλυντήριο.

Τόσο κουρασμένη.

Αυτή η νέα αναμονή. Μια σπίθα, σε μια γυναικεία καρδιά, που ποθεί να ερωτευτεί. Έστω η ακοή, αντιλαμβάνεται το πρώτο κύμα έρωτα. Κάπου αρκετά μετά που ξέχασες τα παιδικά σου παιχνίδια: το μουσικό κουτί, την κούκλα της γιαγιάς με τα παραδοσιακά ρούχα, στο σπίτι και τον τόπο που άφησαν τα ματάκια σου. Κει όπου τα μικρά όνειρα, φυλάσσονταν σε καρδιές που μοιάζανε με αίθουσες. Όπως αναδεικνύεται κάθε περιποιημένος χώρος.

Ενόσω το χρήμα δε βρίσκει σχισμή, να εισέλθει.

Καθόλου δεν σε ενδιαφέρει κείνο το χλιδάτο περιβάλλον, πίσω από τον μαντρότοιχο (απλά συμπόνια για τα στενοχωρημένα πρόσωπα των γυναικών-υπηρετριών).

Τούτο τον τόπο, τον αγαπά κανείς, αν η ψυχή ακούει, θυμάται, Πουλόπουλο, Μοσχολιού, κι όλα τ’ αστέρια που φωτίσανε τη φτωχολογιά. Τη σημασία του μικρού σπιτιού, ως προς την καλλιέργεια συνήθως, χαρακτήρων που αποδέχονται τον ίδιο τους τον ιδρώτα.


Μιάμιση ώρα είναι αρκετή, μετά το ευωδιαστό μπάνιο, για λίγον ύπνο. Το περίμενες τόσο σύντομα, πως δεν θα ‘δινες λογαριασμό σε κηδεμόνες: πότε θα βγαίνεις, θα κινούνται και που, πόδια, πιθανόν τα χέρια. Αν και το όργανο του μυαλού, είναι αυτό που λέει στα άκρα: κινηθείτε. Ένας εγκέφαλος σε κάθε κεφάλι. Έ; Εδώ. Επίγεια. Γιατί δεν ζούμε όλοι, εκατοντάδες έτη.

Ά! παρουσία ενός απολαυστικού απογεύματος.

Το φως στα δωμάτια. Η ανάγκη να πας κάπου.

Δροσίζεται κι η Κρίστα που μόλις έφθασε, με πορτοκαλάδα. Να, λίγο μετά τις 7, τώρα. Χαμογελάτε. Η ομορφιά των χρωμάτων σου, θυμίζει πατρίδα. Τη προσωπική. Συ τη φέρνεις εδώ, πλουτίζεις τους δρόμους, τα στενά. Θα πάρετε το λεωφορείο, φεύγοντας από το σπίτι, ως μερικές στάσεις πιο πέρα.

Έχεις επιλέξει ένα πολύ ωραίο ταβερνάκι που πέφτοντας το φως, τα δέντρα, τα χαλίκια στο εξωτερικό προαύλιο, η μυρουδιά της φύσης, τα λουλούδια, τα όμορφα τραπεζάκια, ο συμπαθητικός κύριος που θα σερβίρει, μαλάζουν τις ευχάριστες χορδές σου. Η Ελληνική μουσική που χαμηλόφωνα θα ακούγεται, τονώνει τα εγκεφαλικά κύτταρα της καρδιάς.

Ως τη συνάντηση, όμως, αυτή, συμφωνήσατε να καθίσετε σ’ ένα παρκάκι πιο κει, με μια χαριτωμένη παιδική χαρά, στη μια άκρη.

Να φάμε παγωτό; Ρωτάς τη φίλη σου Κρίστα, μα προτιμά, μετά το φαγητό. Σου μύρισε ξαφνικά, θάλασσα. Περίεργο όργανο, η μύτη. Η μόνη που εξωτερικεύει τους πόθους των αγνών αισθημάτων. Ήρεμο που ‘ναι το πρόσωπο σου. Καθαρό το βλέμμα. Η διάθεση ευχάριστη. Αναπνέεις σαν ελεύθερο δελφίνι που παίζει στα κύματα.

Παρακολουθείτε τι συμβαίνει γύρω. Τους περαστικούς: να ένα ακόμη καροτσάκι, με μωρό, που το σέρνει μια μάνα, μόνη της.

Ο αέρας σα να είναι καλύτερος εδώ, στο πάρκο.

Εξασθενεί το φυσικό φως. Θα ‘θελες να δεις το ηλιοβασίλεμα από ύψωμα, μα είναι χαμηλότερα εδώ. Οι πολυκατοικίες λειτουργικές μα άσχημες. Κοίτα να δεις που η αίσθηση της φιλίας, της συντροφικότητας της ανθρώπινης, δεν συγκρίνεται –ευτυχώς- με τις αχρησιμοποίητες από ανθρωπιά, αυλές των πλουσίων: σα λιοντάρια που αυτοπεριορίζονται, στέκουν προφυλαγμένοι από τη φτώχεια των υποδεέστερων (που παράξενα, συντηρούν με τον ιδρώτα, τον πλούτο τους).

Θα ‘θελες να δεις να περνά κανένα ελάφι από το πάρκο. Μιλά η φαντασία.

Ωραία δεν είναι; Ρωτά η Κρίστα. Μπλέκονται τα αρώματα σας. Δροσίζετε με την ιδιαίτερη ομορφιά των χρωμάτων σας, το εγχώριο περιβάλλον. Ευτυχώς εσύ δεν θα γίνεις ποτέ, νευρωτικιά σαρανταπεντάρα: που περιμένει να φύγουν, από δίπλα της, άνθρωποι με δικαιώματα, που δικαιούνται κι αυτοί, να υπάρχουν (στην κοσμάρα τους).

Δεν θα ‘ταν πιο ωραία, αν φύσαγε δυνατά, μόλις; Ρωτάς τη φίλη σου.

Μμμμ, ναι, συγκατανεύει η Κρίστα.

Τόσα σερνικά προσπερνούν. Ελαχιστότατοι, στιγμιαία, αφήνουν το βλέμμα τους πάνω σου. Όσοι φυσικά είναι ικανοί να αγαπούν ως Έλληνες, οποιαδήποτε θηλυκή, αλλοδαπή, παρουσία.

Το βλέμμα σου αναζητά το καλούπι εκείνου που είδες πριν ημέρες τυχαία, και σ’ άρεσε. Σπινθήρας ερωτευμένης γυναίκας. Ναι, ερωτευμένης. Αγνά όμως. Άχ, τι όμορφη που ‘ναι τούτη η αλλαγή, καλοκαιριάτικα, με αγάπη.

Πάμε να πιάσουμε θέση, μιλά η φίλη σου.

Σηκώνεσαι.


Τα πρώτα βοηθητικά, τεχνητά φώτα, στο ταβερνάκι.

Ά η αίγλη ενός σαββατιάτικου βραδινού.

Ξεφυσάς. Χαμογελάς πάραυτα.

Τι έχεις; Απορεί η Κρίστα.

Τίποτα, εξακολουθεί η σπιρτάδα στο βλέμμα (εν αναμονή του έρωτα).

Θα πάμε για μπάνιο αύριο;

Φυσικά, Κρίστα.

Το πήρες το μπικίνι που λέγαμε.

Όχι Κρίστα. Δεν φορώ εγώ, τέτοια πράγματα.

Χάνεις καλή μου.

Μμμμ –ο νους σου, αλλού.

Κοίτα σκηνικό που στήνει η πραγματικότητα. Μια όμορφη, νέας παραγωγής, ταινία, η ζωή. Δεν φυσάει καθόλου. Ευτυχώς από βδομάδα, καύσωνας.

Πλησιάζετε τη ταβέρνα.

Θα πάμε για ποτό μετά; Σε ρωτά η φίλη σου.

Και παγωτό και ποτό, δεν πάει –κουρδίζεις τη χαρούμενη διάθεση.

Εμένα μου φαίνεται μια πρώτης τάξεως, ιδέα.

Σε παρακαλώ, Κρίστα. Χρειάζομαι ξεκούραση. Αύριο, ναι;

Αύριο. Καλά.


Το φόρεμα σου, η κουπ των μαλλιών, πάνω σου, θυμίζεις ως όψη, το στυλ του ντυσίματος, σε έξοδο, των δικών μας μαμάδων, πριν πόσες δεκαετίες, ίσως και 40 χρόνια. Σου πάει όμως.

Ίσως αφομοιώνεσαι από την Ελλάδα.

Είσαι καλή. Κοπιάζεις. Ευγενικό όμως που σκέφτηκες να σεβαστείς τι μεγάλωσε εδώ.


Νυχτώνει. Χαλαρά.

Βρίσκετε με χαρά, ένα σημείο στην αυλή της ταβέρνας, που σας αρέσει. Χαμογελάτε.

Είναι ένα ζευγάρι μεσήλικων, πιο κει. Περιμένουν φαίνεται να έρθει η παραγγελία τους.

Ξαφνικά, νοσταλγείς τη μάνα σου.

Άχ, ιερή μορφή.

Που ‘ναι η αγκαλιά της; Άχ μάνα.

Ξεφυσάς.

Τι έχεις πάλι;

Τίποτα Κρίστα. Να ζητήσουμε τον κατάλογο.

Έ; Ναι.

Τώρα σου μυρίζει αντιηλιακό. Περίεργο πράγμα η όσφρηση.

Μια χαρούμενη παρέα, να, εισέρχονται. Δεκαεπτάχρονα, δεκαεννιάχρονα. Ευτυχώς κάθονται στην άλλη πλευρά, των 90 μοιρών, όπως είναι ο εξωτερικός χώρος. Σου μυρίζει γιασεμί. Δε χαλά η τόνωση της ζωτικότητας. Όχι πως θα ήταν δυνατό.

Επίσης λίγο παράδοξο, σκέπτεσαι, να ‘χε ήλιο ως τις 10 το βράδυ. Ίσως τότε θυμόντουσαν τα τζιτζίκια, πως είναι καλοκαίρι. Σχεδόν μέσα Ιούνη, κι ούτε ένας τέτοιας φύσης, γνώριμος ήχος. Περίεργο.

Τι σκέπτεσαι πάλι; Ρωτά η φίλη σου.

Δεν ακούγονται τζιτζίκια.

Κάτι σου λέει, τρυφερά, χρησιμοποιώντας φράσεις, στην ιδιαίτερη γλωσσική διάλεκτο σας. Της πατρίδας σας.

Άχ άχ άχ, παιχνιδίζει η Κρίστα.

Τι ‘ναι καλό μου; προφέρεις, χαμογελώντας.

Σκεφτόμουν τ’ αγόρια.

Έ τι άλλο;

Η φίλη σου γελά.

Ένα γκαρσόνι φέρνει καταλόγους. Τους ξεφυλλίζετε. Ωραία που είναι εδώ. Από τα μεγάφωνα ξεκινούν επιτυχίες του Βογιατζή, από παλαιά εγχώρια φιλμ. Ξαφνικά δυναμώνει η ένταση. Μερακλώθηκε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας!

Τι θέλεις να φας; Σου απευθύνεται η διπλανή όμορφη παρουσία.

Στάσου καλέ. Κοιτάω.

Σύντομα, μεταφέρονται τα πιάτα: σπυρωτό ρύζι αλλά αναποδογυριστή κούπα, με σάλτσα και τρυφερό κοτόπουλο, ρόδινο –θαύμα! Σου τρέχουν τα σάλια. Η φίλη σου επέλεξε δύο σχεδόν μεγαλούτσικα, κατακόκκινα κομμάτια, μοσχάρι, με κριθαράκι. Μάζεψε τα σάλια σου, της λες. Ά, να και ποτήρια κρύα κρύα, μπύρα. Λευκό ψωμί, γευστικό. Πλήρης αίσθηση λογικού προσώπου, που φχαριστιέται τη προσωπική ειρήνη. Τι όμορφα που είναι εδώ. Θα ‘θελες να γλύψεις και τα δάχτυλα, μα συγκρατιέσαι. Είναι βαμμένα τα νύχια. Γι’ αυτό. Μη πάθεις καμιά δηλητηρίαση. Εσύ εκτιμάς το δώρο της ζωής. Συλλογίζεσαι μόλις, το αυριανό κολύμπι.

Ξεφυσάς ξανά.

Τι είναι; Σου κουνά τα φρύδια η Κρίστα.

Τίποτα καλό μου, αποκρίνεσαι. Ωραία η μερίδα, έ;

Ακόμα, σας τρέχουν τα σάλια.

Ά ένα ελαφρύ πέρασμα, ως αεράκι. Όμορφη που είσαι. Χαμογελάς με τη σκέψη εκείνου. Ώπ, παραλίγο να σου φύγει το πιρούνι! Τι αδέξια. Ξαφνικά, μια μπόχα από καυσαέριο, αναστατώνει όλους εδώ. Σαν πολλοί να μαζεύονται.

Ώχ! Κάτι τρίβεται στα πόδια. Ξαφνιάζεσαι. Τι πείνα κι αυτή. Παραλίγο να πνιγείς.

Είναι μια γατούλα. Άχου τι ωραία που είναι. Η Κρίστα δεν αναστατώνεται καν. Πεινά παρομοίως. Η μουσική εναλλάσεται –πάντα Ελληνικά ποιοτικά.

Ψιψίνα, ακούγεσαι τρυφερή.

Της δίνεις ψαχνό από το κοτόπουλο.

Άχ τι ωραία βραδιά. Δίχως άγχος –μηδέν. Πραγματική ελευθερία.

Η γάτα κουρνιάζει σχεδόν δίπλα σας. Η ανθρώπινη παρουσία, δεν τη ταράζει.

Ώπ, παραλίγο να λερωθείς. Σκουπίζεις με την ανάστροφη, τα χείλη.

Πρόσεχε καλή μου!

Χαμογελάς με την αδεξιότητα σου.

Με την άκρη του βλέμματος σου, παρατηρείς μια γνώριμη –θαρρείς- φιγούρα.

Μα ναι. Είναι ο νέος που ερωτεύτηκες. Αγνά. Κεραυνοβόλα.

Πλησιάζει χαμογελώντας, έχοντας δυο ντάμες στο πλάι.

Που θα καθίσει;

Ναι, είναι Έλληνας.

Οι γωνίες στο κρανίο. Αφημένα για μέρες, γένια. Όμορφο βλέμμα. Καθαρό σα το δικό σου. Θεέ μου! έρχεται εδώ, στο άδειο τραπέζι που βρίσκεται δίπλα σας και κοντά στον τοίχο της ταβέρνας.

Δεν ξέρεις τι να κάνεις.

Σταματάς να τρως. Μη σε περάσει για πεινάλα.

Κοίτα να δεις, που στους ειρηνικούς ανθρώπους, τυχαίνουν σπουδαία πράγματα.

Μα ποιες είναι αυτές, δίπλα του;

Ζηλεύεις.

Η Κρίστα στον κόσμο της.

Μη φας κι εμένα, της λες από μέσα σου.

Η καρδιά σου πάει να σπάσει.

Θεέ μου!

Κάθισαν.

Εκείνου η πλάτη είναι στραμμένη σε όλους τους υπόλοιπους σ’ ετούτη την ευθεία. Η μια ντάμα είναι με πλάτη στον τοίχο. Η άλλη έχει τη σπονδυλική της στήλη, αντικριστά με της Κρίστας. Εσύ καθισμένη υπό γωνία: μισή κοιτάς τον τοίχο, μισή το ανθρώπινο μπουλούκι. Θεέ μου, πυκνώνει. Δεν σ’ αρέσει αυτό. Οι φωνές τους.

Ώχ, πλησιάζει ο ταβερνιάρης. Τι θέλει τώρα; Να πιάσει κουβέντα; Όχι. Κρατά έναν δίσκο.

Η γάτα ανηφορίζει ανάμεσα στα πόδια αντρών και γυναικών στα μπροστινά τραπέζια.

Ευχαριστούμε, μιλάς, σα μια φωνή με τη φίλη σου. Γλυκά, χαμογελώντας συ, ντροπαλά. Μερίδες καρπούζι δώρο. Ο άντρας που σου αρέσει, τώρα σου ρίχνει μια ματιά. Στιγμιαία.

Δεν τολμάς να φας το φρούτο. Νομίζεις ότι εκείνος θα σε περάσει για πεινάλα.

Τι έχεις εσύ; Ανορεξίες; Χόρτασες μήπως;

Όχι Κρίστα. Θεέ μου, σε κοιτά ξανά. Η καρδιά σου πάει να σπάσει.

Σα να παίρνει πρέφα τι συμβαίνει, η φίλη σου.

Μα ποιες είναι αυτές; Θεέ μου, ζηλεύεις!

Φωνές ακούγονται πιο μπροστά. Μα τι συμβαίνει;

Εδώ! Εδώ! Μιλά ο ταβερνιάρης. Καλεί έναν τύπο με ακορντεόν.

Εδώ, εδώ. Ναι, περιμένετε. Κλείνει σύντομα, τη μουσική.

Κάτι τραγουδά ο μουσικός. Συλλαμβάνεις μερικούς στίχους (μα δεν συγκινούνται οι περισσότεροι πελάτες, εδώ;): κάτι αναφέρει για λουλούδια σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα, που σου μοιάζανε. Με γλυκό τρόπο, σε φέρνω εμπρός, συ κρατάς τα άνθη. Σε θέρμη ή ψύχος, τα μάτια σου δεν αλλοιώνονται. Τρυφερή αγκαλιά που ‘σαι, δεν ξέρω (στον περίπατο ότι ακούς). Μελαγχολική μελωδία. Σε ωθεί όμως, να κάμεις το μαγνήτη της καρδιάς, μες το όμορφο, στητό, ζευγάρι στήθια, να εκπέμψει τις μαγνητικές του ιδιότητες. Εσύ πάλι γιατί ακούς σπανιόλικο ταγκό ή έστω Πορτογαλικό Fado; Ή Ιταλική καντάδα; Πόσο ερωτευμένη είσαι. Ναι, είναι αλήθεια.

Κοίτα εμπειρίες που βιώνει κάποιος, όταν δεν κλείνεται σπίτι.

Ψητό με φόρα, ως τα μηνίγγια.

Συ δε βλέπεις, δεν ακούς κάτι, αγριοφωνάρες πιο μπροστά.

Μα ποιες είναι αυτές, τελοσπάντων; Πλάι του.

Κοιτάς πιο προσεκτικά.

Με τρόπο.

Η μια φορά βέρα, η άλλη καπνίζει τώρα. Μα ναι, είναι ανήλικη. Το αντιλαμβάνεσαι –πιθανόν γύρω στα δεκαεπτά. Αυτός; Μήπως είναι ο μπαμπάς;

Χαζή είσαι, αυτοσαρκάζεσαι. Τόσο νέος. Κάτι άλλο θα συμβαίνει.

Συ έχεις ήσυχη τη θηλυκή σου συνείδηση. Συ αγαπάς. Ναι. Αυτό είναι.

Είναι προκαταρκτικά, όσα τελούνται, της καρδιάς, κούρα. Κάτι κοψίδια τρώνε, δίπλα. Αυτός τρώει ευγενικά. Έχει τρόπους. Είσαι ευχαριστημένη. Δροσίζει περισσότερο. Η μουσική χαμήλωσε. Αρκετά. Κοντεύει 9 και τέταρτο.

Σε κοιτά ξανά. Σου χαμογελά με τα μάτια. Σε φλερτάρει!

Μα θυμάται που πρωτοσυναντηθήκατε; Είναι δυνατό; Η μοίρα να ‘ναι τόσο καλή. Θεέ μου! σου ανεβαίνει εμετός. Λες να ‘τανε χαλασμένο το κοτόπουλο; Ή μήπως το καρπούζι; Η άκρη που τσίμπησες.

Συγκρατήσου, μιλάς από μέσα σου.

Η Κρίστα πεινά ακόμη. Κοιτά τον κατάλογο.

Εσύ ήθελες να φας παγωτό, της λες.

Γιατί μιλάς ψιθυριστά; σου λέει με ύφος.

Θεέ μου! όλα τα κατάλαβε.

Κοκκινίζεις σα το πατζάρι.

Η Κρίστα πλησιάζει πάνω απ’ το τραπέζι, το πρόσωπο της στο δικό σου: καλός είναι, σου αποκρίνεται.

Μα γιατί ανακατεύεσαι; Θυμώνεις από μέσα σου. Κουτά.

Τι είναι πάλι; Τι συνωμοτικά είναι αυτά, στο διπλανό τραπέζι: Κάτι αλλάζει χέρια, φτάνει στα δικά του. Όχι όχι, αρνείται αυτός. Το λουλούδι, ναι, ένα λουλούδι είναι, πάει στα χέρια της ανήλικης. Τι; Αυτή σηκώνεται. Τι έκανε λέει; Κάτι σου λέει η ανήλικη –ψηλή που είναι, για την ηλικία της.

Αυτό το λουλούδι θα σου πήγαινε πολύ ωραία στο αυτί, μιλά η ανήλικη, και κοκκινίζει.

Η Κρίστα εκπλήσσεται.

Μπορώ; Σε ρωτά η ανήλικη.

Μα, μα –κομπιάζεις.

Η κοπέλα κοιτά τον αγαπημένο σου: τι; Κουνά καταφατικά το κεφάλι, να συμφωνήσεις.

Καλά, μιλάς –πάλι κοκκίνησες.

Σου φάνηκε πως άκουσες τον μουσικό με το ακορντεόν, ν’ απομακρύνεται. Ή περνά σε άλλο στενό πιο πέρα, επιστρέφοντας ξανά, κάπου γύρω από δω όπου συμβαίνουν όλα τούτα τα ξαφνικά: Ερμηνεύει ένα χαρούμενο κομμάτι.

Άραγε πως θα ήταν, αν όλο τούτο το ρομαντικό σκηνικό, εκτυλισσόταν σε κάποιο παραθεριστικό τοπίο.

Όχι όμως.

Τα τυχερά συμβαίνουν, εδώ. Δίπλα μας.

Τούτο το λουλούδι στο αυτί σου, είναι σα δάκτυλα εκείνου: σα να ψηλαφούν τους πόρους, τις αρτηρίες της ερωτευμένης σου ψυχής. Η στιγμή φαντάζει ατελείωτη. Σε πιάνει ταραχή. Η Κρίστα σε κλωτσά στο καλάμι. Χαμογελά. Ώχ!! Πόνεσες.

Άγγιξες ένα τοις εκατό, μόλις, από το καρπούζι σου.

Τι, τώρα;

Θαρρείς έχετε το ίδιο γονίδιο: της έλξης. Τι ώρα είναι. Δεν έχει σημασία. Το χαίρεσαι, ολόκληρη ως το τελευταίο μόριο.

Ώχ, σου ανεβαίνει εμετός –επανάληψη. Σηκώνεσαι. Εκείνος σε κοιτά. Εξακολουθεί. Σου αφήνει χώρο να περάσεις. Άγαρμπα εξαφανίζεσαι μες το πλήθος.

Είναι λίγο ντροπαλή, μιλά στη διπλανή παρέα, η Κρίστα.


Η μοίρα δεν σηκώνει κανένα βάρος. Δεν στενάζει. Οι καρδιές δεν σκληραίνουν. Μέσα Ιούνη, προσφέρθηκε το θέλημα της αγάπης.

Βγαίνοντας από την τουαλέτα, πέφτεις πάνω του. Μα σε περίμενε. Οι αγκώνες σου, λυγισμένοι στο θώρακα του. Αν θέλει, αν αυτός, αν θέλει στην αγκαλιά του θα κουρνιάσεις αιώνια. Τι γλυκά που σε κοιτά. Τα μάτια ανταλλάσσουν μηνύματα. Να ξανά ο μουσικός. Πλέον περνά έξω από τη ταβέρνα.

Είσαι εντάξει; Σε ρωτά τόσο απλά, σα κίνηση των φύλλων στη φύση. Άνεμος αγάπης.

Σου πιάνει τρυφερά, τις παλάμες. Τις ενώνει στο ύψος του λαιμού του. Λύνονται τα γόνατα σου. Λίγο ακόμα και θα συγκινηθείς.

Είσαι σα το γλυκό φιλί, στο ημίφως, σου λέει.

Είσαι ένα διαρκές άρωμα –ταχυκαρδία.

Είσαι ένα σημαντικό πνεύμα, στο κανάλι της ζωής.

Θα του ‘λεγες πως υπερβάλλει, μα είναι τόσο ρομαντικά.

Θα σε ξαναδώ; Ρωτά.

Τόση αλήθεια, αγνότητα στο βλέμμα του. Μια επιστολή βαθιάς πίστης, στην αγάπη.

Είναι Θεού θέλημα. Το ξέρεις κι εσύ. Να ‘σαστε μαζί.

Ά η αίσθηση της βάσης της ευτυχίας σε άϋλα νοήματα.

Ά η αγάπη.




17


Χαμένος στην πόλη


Πρέπει να φεύγεις από την πόλη, για να μάθεις να αγαπάς. Δίχως χαρτόσημο, μελλοντικής κάπου στο τέλος, επιστροφής. Η ανοιχτή ύπαιθρος, οι δυο όχθες ανά “ήπειρο”, τις οποίες βρέχει ένα θαλάσσιο πέρασμα. Κάπου εκεί κοντά θέλει να περνά μια παιδική σιδηροτροχιά η οποία συνεχίζει για μίλια. Χάνεται μες τα δέντρα, περνά γέφυρες. Χαριτωμένες πόλεις, όμορφα σκηνικά. Καλοκαιρινό μήνα. Πότε πότε θαυμάζεις τον όρο άνθρωπο, να πατά ως τοπικός κάτοικος στα δυό του πόδια: αποδοχή με συμπληρώματα αγάπης. Αν χαρακτηρίζονται επαρχία, επειδή τους δίνουν, μόνο οκτώ τηλεοπτικά κανάλια. Παραμερίζοντας την αληθινή αίσθηση των δωματίων που αγαπούν τους ενοίκους, συνδεδεμένα όλα, με το φυσικό τοπίο. Φωτίζοντας την ηρεμία στο βλέμμα, την απομάκρυνση από τις διαφημίσεις: τι χρειαζόμαστε.

Οι χώροι και οι περιοχές που ευωδιάζουν φυσικά υλικά, παρά συνθετικές ύλες, μεταμορφωμένες σε έπιπλα, πρόχειρα, πρώτης ανάγκης, πράγματα. Που στη μεγαλούπολη ξεχνάς την ύπαρξη τους.

Αυτή η γλυκιά ηρεμία, πως μπορείς να αγαπήσεις κάθε φροντισμένο, στον καθαρό αέρα, έστω ως πέρασμα, ως τοπίο. Με φυσικό φως, να μη ξεχνάς.

Το ποιόν της χαλάρωσης. Της φιλοξενίας της ψυχής, ακόμα ακόμα, κει όπου σε περιμένανε, σε καλούσαν επειδή σε εκτίμησαν. Γιατί πατούσαν κάπου, τα πόδια. Η δική σου συμπάθεια να προσφέρεις ανιδιοτελώς κάτι, που θα φέρει σ’ αυτούς, χαρά, για καιρούς και καιρούς. Μες τις νέες αναμνήσεις, μαθαίνοντας και διδάσκοντας, περί φύσης, περί ευκολιών. Επειδή σημαντικότερη είναι η καθαρότητα της άνεσης όπου καθημερινά εκτιμάται: γύρω της περιστρέφονται άνθρωποι, που πιθανόν να μάθουν σύντομα, να μετρούν τα λόγια τους.

Ότι πρέπει πλέον, να αποφεύγεται, γιατί αχρηστεύτηκε: μη χρησιμοποιούμενο στη μεγαλούπολη ως συμπεριφορά. Βγαίνοντας στ’ ανοιχτά, και ευτυχώς. Δεν είναι η ηλιοθεραπεία, ότι, μας δίνει χαρά. Είναι ν’ αποταμιεύεις ευκαιρίες να μοιράζεσαι.

Να ρίχνεις στον κάδο ακόμη και το επάγγελμα σου που κάνει, κρυφά, κακό στους άλλους, γιατί αυτές τις εντολές, έλαβες: όμως για να φτάσεις να πετάξεις τούτη τη σκληρή κρούστα, πρέπει να προηγηθεί αγνότητα. Ένα είδος απομόνωσης, όπως η άγνωστη κάθε φορά, ως στίγμα, επαρχία. Που δεν βίωσε ποτέ, βεντέτες.

Κοιτούν οι Αθηναίοι τη μηχανή, σαν όχημα, της πρωτεύουσας, θαυμάζοντας την, πως μαγικά τραβά χωρίς πρόβλημα, τόσο βάρος. Λες και δεν θα σκουριάσει κάποτε. Όπως κάθε τι τεχνητό, κατασκευασμένο μηχανικά, σύγχρονα. Όπως οι συνειδήσεις κάθε νέας χρονιάς. Επειδή εμείς που σαρανταρίζουμε όπου να ‘ναι, υπήρξαμε νέοι. Φτωχοί μα χαρούμενοι. Χωρίς ευκολίες γνώσεων, αν τούτο διατηρεί την αποτοξίνωση.

Εμάς δεν, μας κυνηγούσαν τα πράγματα. Μεις ευτυχήσαμε, έστω για λίγο, στην επαρχία. Όσο διήρκεσε, ανήλικοι, οι ευτυχώς περιορισμένοι στα δικαιώματα μόνο, της παιδικότητας. Αν και αργήσαμε να παραδεχτούμε πόσο γρήγορα κυλά από καταρράχτη σε καταρράχτη, κάθε νέα δεκαετία. Έπειτα πρέπει να επιστρέψεις σε αυτό που διαφημίζεται στην Αττική: ωριμότητα της συνεργασίας των πολιτών, να ‘ναι ικανοί να παραμείνουν για χρόνια σ’ ένα οικοδομικό σημείο. Θεωρώντας, ενόσω παγώνει η καρδιά, μειονέκτημα να ακούς να μιλάνε παιδιά εκεί έξω. Φυσιολογικό να καταλαμβάνουν τα πεζοδρόμια, τροχοφόρα. Να περνάς στο ντούκου, εξουσίες που μόνο για να καταπιέζουν, υφίστανται. Ή να κυκλοφορούν κάθε είδους ηθοποιοί, ώστε να καλύπτεται παροδικά μόνο, μια κύρια ανάγκη.

Αρκεί να μη πούμε: νοιάζομαι.

Ξεπέσουμε από το θρόνο του ενήλικου.

Που ποτέ δεν υπήρξε, τώρα ή θα υπάρξει αχάριστος.

Πλέον μοιράζουν τιάρες λογικής σε γυναίκες και άντρες! Ανήλικα εννοώ. Από ανήλικα. Τι βρίσκουν να ζηλεύουν στους ενήλικους: το δισταγμό των τελευταίων να νοιαστούν;

Εδώ δεν έχει σιδηροτροχιές. Ούτε το μάτι μπορεί να κοιτά μακριά, μήπως πάψει ο επερχόμενος εμετός. Στη φύση, …ανοιχτά, κάθε τι τοποθετήθηκε από μόνο, για να το απολαμβάνεις. Εδώ, έτσι όπως πάγωσε η καρδιά, θέλουμε τα όμορφα, τα διακοσμημένα μοναδικά. Ως ο μοναδικός στόχος στη ζωή. Όποιος δεν συναινεί είναι ένα αδύναμο D.N.A. Κάποια μορφή που χρειάζεται να του τραβήξεις το καλώδιο από το μηχάνημα που διατηρεί όλους σε κώμα…


Να βάλεις στη κατάψυξη φέτες “ψωμιού” αγάπης, μια φορά την εβδομάδα, να εκτιμάς τη χρήση: στο μέτρημα. Αληθινά αγνοί. Αληθινά.


Πες μου, για πόσες ημέρες θα αγαπάς τη πανίδα. Το δικαίωμα κάθε γάτας να ζευγαρώνει.. Να κρατάς χωρίς να κουράζεσαι, τη σκευοφόρο του δικού σου βίου, ανάμεσα στους άλλους, όμως. Στη κοινωνία που ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο. Όχι η πόλη ως αναμορφωτήριο. Σαν διαρκής στρατιωτική θητεία, μήπως;

Για πόσο θα θυμάσαι να είσαι ένα τρυφερό πλάσμα. Να προσέχεις τις σειρήνες στη θάλασσα.

Και από αγάπη;


Αλήθεια νοιάζεσαι τι λένε για σένα;

Όχι, αφού δεν τους λείπει ζάχαρη…

Ξέρεις, το κενό στον αέρα, που γεμίζει το σώμα, είναι αδύνατο να καλύψει για πάντα, το σημείο, την απόσταση τη συγκεκριμένη από το άφταστο κέντρο της γης, που κανείς εξάλλου, δεν δίνει σημασία.


Δεν ήταν καλύτερα στην επαρχία;

Τώρα θες να βρεις ποιότητες ζάχαρης.

(Την πράσινη ολόσωμη..πυτζάμα θα τη φορέσω όταν πιάσουν οι πρώτες σταθερές δροσιές. Είναι και κάτι φανέλες που έφερα απ’ το χωριό, που μυρίζουν εδώ και χρόνια, αναμονή). (αναμνήσεις).

Είναι κι όλα τα τεχνητά επίπεδα όπου κινούνται ζωντανά και κατασκευασμένα, που έπρεπε να σου πάρει τρεις δεκαετίες, ώστε να εννοήσεις, τον ανθρώπινο κόπο.

Εξυπηρετούν.

Ακόμα.


Είναι τόσα τα κουκλόσπιτα στις γειτονιές. Με ετικέτες εδώ κι εκεί. Τελειώνει κι η ζάχαρη. Είναι κάτι όνειρα ύπνου με περίεργες δυνάμεις στο χέρι, το νου, του κοιμισμένου. Κατά φαντασίαν…

Πως, μας τύφλωσαν, πως η πόλη είναι ένας παιδότοπος. Κοίτα να δεις όμως, πόσα πολλά δόντια, πονάνε.

Πόσα κατ’ οίκον, φρενοκομεία. Ο νους συνέχεια στο…….


Κοίτα να δεις, που για να θυμάσαι την αγάπη της επαρχίας, πρέπει στον θάλαμο αερίων –εδώ κάτω- να βγαίνεις να περνάς ώρες με πρόσωπα που συμπαθείς έστω. Να βάλω στις πόρτες μας, να κρέμονται κείνοι οι σπάγγοι, ανά τρία εκατοστά, όπου σαν κλωστή έχουν περάσει από μέσα: γυαλάκια σε διάφορα σχήματα. Για να μην εισέρχονται μύγες, απλά ως ένα ωραίο αποτέλεσμα-φράγμα: εσύ κοιτάς ελεύθερα προς τα έξω, εκείνοι όχι: απλά πιθανόν την εικόνα που σχηματίζει η οργάνωση από τα κρεμασμένα γυαλάκια με διάφορα χρώματα: ως εικόνα “χαλιού” που ταράζει ο άνεμος ή το πέρασμα των προσώπων που μπαινοβγαίνουν.

Ν’ ακουστούν ξανά οι τρυφερές καρδιές, η Ελληνικότητα της φιλοξενίας. Να πάψουν οι αγορές. Να καθαρίσουν τα συναισθήματα.

Είναι νωπή η αγάπη;

Είναι νωπή η δροσιά της;

Γαντζώσου με χαμόγελο στη πηγή. Είναι το φωτοστέφανο της ζωής. Πόσο πιο όμορφα μοναδική να γίνει η περίοδος των στιγμών. Σα πινέλο όπου αγγίζει το χαρτί, σχεδόν οριζόντια, σαν αντρική παλάμη όπου με την πάνω πλευρά των δακτύλων, σαν ενωμένα και λιγάκι λυγισμένα: ξεκινούν να χαϊδεύουν έναν γυναικείο λαιμό, ανοδικά. Χαμένος στην πόλη αυτό που δεν ζει ούτε το όνειρο το προορισμένο από πάντοτε. Όλο αλλάζει ο πίνακας των κινήσεων. Κάποιοι κρατούν τα διαμάντια των χρωμάτων που τα ανακαλύπτουν μόνο οι αγνοί, οι μυημένοι.

Τα σίγουρα βήματα. Μήπως διατηρήσουν το φως, μες τη νύχτα.

Την αγάπη των ελεύθερων.


Δεν παρατηρώ τη τέχνη της πόλης.

Μήπως είναι κάτι που δεν ζεσταίνεται στα χέρια σου. Αρκετά;

Στο δέρμα των επιπέδων αναφέρεσαι;

Όχι. Σε ότι παρθένο μιμήθηκε, μιμείται ακόμα, μια παρθένα γνώμη. Σα να μη μεγάλωσε ποτέ, ούτε η πόλη. Πάραυτα δεν μένει ποτέ, παρθένα ή ταπεινή. Δεν μπορείς ούτε να γλιστρήσεις πια. Σαν οριζόντια τσουλήθρα. Το να σου είναι άγνωστος κάποιος, απλά υποδύεται κάτι που δεν είναι, αυτό δεν συμβαίνει; Χρόνος χαμένος. Δίχως φως.

Κι όμως, η αληθινή ταπεινότητα, δεν αριστεύει ποτέ. Πάραυτα δεν τους δίδουν ευκαιρίες, επειδή δεν γλιστρούν πια, τα πρώτα όνειρα. Άδειασε ο αναπτήρας του ενθουσιασμού.

Έτσι θέλουν να πιστεύεις.

Εσύ ν’ ακούς την άνεση της καρδιάς σου. Όσο τη κρατάς καθαρή. Σα το φανταχτερό μετρό, που όμως αυτό περιμένουν τα πρώτα φουσκώματα της γης. Τώρα χτυπάνε κι οι φλέβες. Απλά είναι πιο σημαντικά τα μηχανικά.

Εγώ όμως θέλω να δω φθορά σ’ ότι αποκαλώ σπίτι.

Θέλω να με δω.

Μια μείξη απ’ ότι αξίζει να ‘ναι καλοντυμένο. Πρόχειρο.

Φωτεινό.


Θ’ αφήσω ένα προσωπικό παιχνίδι.

Κάτι που με αφορά, το δίνω τελικά, το ξεχνώ. Σα μωρό παιδί, που δεν αναμένει από ‘να παιχνίδι του, το υπέρτατο κακό.

Αυτό που κατέλαβε τη πόλη, καταψύχοντας την.

Θέλω να με δω.

Να εκτιμώ ότι αγνοώ σε μια επισκέπτρια, γηραιά, κοντά σ’ όσους επίσης, κερδίσουν κάποτε την παλαιά τους παρθενία. Απολυμανθούν από το μίσος, πως γέρασαν. Γίνανε γονείς, ..γέροι.


Κάποτε θα πέσουν κι οι διαφημίσεις.

Μα συ θ’ ακούσεις μόνο, την υποταγή.

Δε σε νοιάζουν τα παιχνίδια μου, δεν με αφορά αν εσύ μπορείς ακόμα να διαβάζεις τι γράφει στην ξεφτισμένη σου ταυτότητα.

Σαν εισιτήριο την κυκλοφορείς, όμως δεν παρατηρείς το δωρεάν κάθε μέρα, της αναπνοής. Είσαι χαμένος στη πόλη.


Να σου φέρονται χωρίς θυμό μόνο αν είσαι καλός, γιατί παραμένουν μαριονέτες.

Σπαταλήθηκε, ΟΛΟ, το οξυγόνο.

Έπειτα έπρεπε να κάτσω ξανά, στο νωπό γκαζόν.

Ενός ελεύθερου νου, που δεν νοιάζεται να λερώσει τα χέρια, παίζοντας.

Θέλω και φεύγω στις επαρχιακές διαδρομές των νοητικών γεφυρών, ανάμεσα σε όσα παιδικά, ανασφαλή, ξεστομίζουν οι ενήλικοι, με την τέχνη των παιδιών να θεωρούν φυσικό, κάθε τι, εκεί έξω. Στην Αθήνα. Μεταξύ ανθρώπων που δεν συνεργάζονται με το κακό, για το καλό! Μέλλον των υπολοίπων. Με απειλές, δεν φέρνεις κάποιον, κοντά στην αγάπη.

Θαρρώ οι αληθινοί, ευαίσθητοι άντρες, έχουμε ήδη συγχωρέσει την κουτσουκέλα της Εύας στον Παράδεισο, γιατί σεβόμασταν από πάντα, τις γυναίκες. Εμείς που ελκυόμαστε απ’ το αντίθετο μας. Φροντίζοντας με νου και σκέψη, ως άντρες, κάθε μια εκεί έξω που ήδη η βαβούρα και η όποια πίεση, τις καταπονεί. Εμείς, τα ενήλικα τέκνα της μέλισσας –μάνας- της ευαισθησίας. Γάργαρο κατά κύματα το γέλιο, το φως, ά οι προθέσεις με φως.

Κοιτάς την πόλη που γερνά, κακοδιάθετη λόγω εγκατάλειψης. Διαρκώς εγκυμονούσα από καλούπια που θεοποιούν το σώμα τους γιατί οι καρδιές τους ψυχράθηκαν. Από την πολύ ωριμότητα της καλοπέρασης.

Βγαίνω ήσυχος, μέσα μου, (ακόμα στο χωριό), να θυμηθώ τη σπάνια ευγένεια, των σπάνιων που δεν παρατηρούσα ούτε ο ίδιος. Σα να κοιτάς τηλεόραση, η ζωή. Τόσες χαζομάρες, δημόσιου και ιδιωτικού ύφους.

Κάπου κάπως, θυμόμαστε ορισμένου είδους προσωπικής μας υποκρισίας.


Ανύποπτα (σαν ιδιαίτερη γωνία που το φως σκαλίζει την όρεξη του καλοκαιρινού θαμώνα στη Σύμη), ανακαλύπτεις νέα πρόσωπα, κι όλοι όσοι αλληλοσυμπαθιούνται, κάμουνε χώρο στο “παγκάκι”. Αυτοί που τιμούν τους γονείς τους, χωρίς να παρενοχλούν κανένα.

Το παγκάκι της συζήτησης, με χαρά ανά εποχή, με όλες τις νοσταλγίες, τις ευχάριστες παραχωρήσεις ώστε να ‘χεις το δικαίωμα να επιστρέφεις σε ένα σπίτι. Με άνθη αγάπης.


Κατόπιν, μ’ ετούτη τη διάθεση, αφήνεις λίγο καλό σε κάθε πόρτα, γιατί ακόμα βρίσκεσαι “σε ώρα χωριού”. Σα φέτες από κείνο το ψωμί που κρατά μια βδομάδα. Τούτη είναι η κύρια ιδέα, ανάμεσα σ’ όσους συλλογισμούς μπλέκονται από μόνοι τους, επειδή οι γύρω, σου υπενθυμίζουν, το είδος της συνείδησης, που σου ταιριάζει.

Όλα όσα δεν λες.

Πρέπει να τα λες όλα;

Κανείς δεν αποστηθίζει την ίδια την έκθεση του τι είναι. Κόντρα σε διάφορα προγνωστικά. Ιδιαίτερα δω κάτω, στη γούβα, όπου σου λένε τι είναι ωραίο, καλό, χρήσιμο. Εσύ όμως εξακολουθείς να κοιτάς τις “πινακίδες στην εθνική”: Από ποιο χιλιόμετρο στρίβει προς την αγάπη.

Λίγο μπερδεύεσαι. Χάνεσαι στο ωραίο που πρέπει πάντα να ‘ναι ξενόφερτο.

Γνώμη άλλου, να παρουσιαστείς στο φως της λάμπας των ανθρώπων.

Γιατί πόσο χρονικό διάστημα, είμαστε ενήλικοι νέοι.

Στ’ αλήθεια.

Ικανοί να λέμε τα πιο απλά, ατυχώς, όχι με τους δικούς μας. Πιθανόν…σε ξεχωριστή υδρόγειο η καθημερινότητα του να γερνάς προφανώς. Ψεύτικα αρνούμενοι τη γνώση πως..κάποτε, θα πούμε, bye bye.

Είναι κι αυτό το μέλι της αντίδρασης.

Είναι κι αυτός ο…πονόδοντος. Διαρκής.

Είναι κι αυτό το..μαγαζί που ‘χει ανοίξει, στην.. Εθνική οδό..


Είναι και οι φέτες των ωρών, στις οποίες πρέπει να συμβαίνουν συγκεκριμένα πράγματα. Οι συμπεριφορές ως θρησκείες στις οποίες μένουν τόσοι, πιστοί, καθένας μες το σπίτι, περιέργως παραπονούμενοι. Είναι και οι ημερομηνίες που αλλάζουν, μόνο, κάθε φορά. Κι εκείνες οι συμπτώσεις για γνωριμία, εξαρτώνται, αν όχι απ’ το να ‘χεις σπυράκια στη μούρη, σίγουρα: από το τι γράφει στη πλάτη σου: έχω να τρώω με ότι πόνο-κόπο, σπαταλώ, πατώντας μια φέτα ωρών. Που ολοένα έχει επεκτατικές τάσεις: καταπατώντας ώρες ύπνου, προς μετακίνηση χρόνου ξεκούρασης. Καθυστερώντας την όποια καθαριότητα: κι ετούτο πρέπει να συμβεί.

Εκτός του να χάνεις κάτι…ολοκληρωμένο.


Είναι η συγκεκριμένη ταχύτητα που ζαλίζει δω κάτω. Επιστρέφοντας οι επαρχιώτες στις πάρα πολλές επιλογές που προσφέρει ο πολιτισμός!

Της μόλυνσης.

Γυρίσανε. Χαθήκανε ξανά σε οριοθετημένες διαδρομές, σα γραμμή παραγωγής σε περιβάλλον εργοστασίου. Καταναλώνοντας τόσα κανάλια, τέτοια βαβούρα, κατευθυνόμενη εκπαίδευση και λογική. Βίος ως ξέσπασμα, έστω και κατ’ οίκον. Ως να θυμηθούμε πως είμαστε ζώα και πρέπει ν’ αναπαραχθούμε, παρομοίως ως γονίδια. Ελάχιστα χρόνια, σώζουν τη ψυχή μας, τα μωρά παιδιά μας, ενόσω, μας μαθαίνουν να αγαπάμε. Με ένα πρωτευουσιάνικο ύφος. Πατώντας οι παντόφλες μας, μόνο σε πλάκα μπετόν. Εξωτερικεύοντας, με ιδιωτικό ρυθμό, όποιες ενοχλήσεις. Δυνατοί Αθηναίοι! Παγωμένες καρδιές! Πράττοντας ότι και όταν, μες το νου ο πρόχειρος απολογισμός: κανείς δεν με βλέπει.

Μας ξεχνούν. Τους αποφεύγουμε. Δε λέμε ούτε χρόνια πολλά.

Από όποια ζήλια.

Για μας είναι ένα διαθέσιμο διαφημιστικό για τα πάντα.

Μα όπως είναι γνωστό, τα φυλλάδια που απαιτούν πληρωμή σε δωρεάν αναλώσιμα, συνειδησιακής από μέσα, προτροπής, καταλήγουν στον κάδο της μη κάθαρσης. Ένα κυνήγι θησαυρού από μυστικά, που μόνο σε περίοδο..αποκριάς, ξεδιαλύνεται…

Πάραυτα φαύλα χαμένοι.


Επιστρέφοντας στο χωριό, η αγάπη.


18







Μην ξεχνάτε το κερί


«Αν έχω κλειστά όλα τα τζάμια –ως άλλες εισόδους στο σπίτι- και το κλιματιστικό φορτώνει συνεχώς αέρα το εσωτερικό, σα μια φούσκα. Άραγε θα αντέξει;».

«Πώς να είναι ο ήχος από μια πυρηνική –προοδεύσαμε- βόμβα, που εκρήγνυται;».

«Μες την απέραντη σιωπή είναι σα να περιμένεις να γεννηθείς ξανά», εξέφρασε την τρίτη, απανωτή απορία, ο μεσήλικας άντρας. «Κι αν ετούτο το θάρρος πραγματικότητας, αποπνέει θάνατο, τότε θα είναι ωραίο ν’ αποβιώνει κανείς!», φάνηκε ένα πλήρες χαμόγελο στο πρόσωπο του.

Ναι, έπρεπε να το δοκιμάσει αυτό, χάρηκε γι’ άλλη μια φορά, μ’ όλη ετούτη την έμπνευση που του γαργάλαγε τ’ αυτιά. Ένα νέο σχέδιο βίου, γεννιέται μες το κρανίο του, προκαλώντας τον να γουρλώνει τα μάτια, σαν σπείρα π’ αφήνει ελαφρότατα ανοιχτά, τα χείλη. Οι μύες στο σαγόνι εσωτερικά τεντώνονται από την όλη ιδέα.

«Έμενε μόνο το σημείο», ξύστηκε μόλις η επιφάνεια της νόησης, σχηματίζοντας μια αόρατη φράση, που σε κανέναν δεν θα προκαλούσε ενδιαφέρον.

Ξαφνικά όμως, σα να μπούκωσε ο εγκέφαλος, πρωί πρωί, τέτοιοι ενθουσιασμοί Αύγουστο μήνα! Ούτε τώρα δεν φαίνεται να ξυπνά, 10 παρά τέταρτο. Κοιτά τη σαμπρέλα που χάσκει, σαν 3 μηνών (λεχώνα) πάνω από τον αφαλό, χαμογελώντας –μέσα κι έξω του- με τις τσίμπλες στα μάτια. Περπατά σα να σέρνει την άκρη ενός σακιού με τσιμέντο. Ακόμη θέλει να πίνει φραπέ, αυτοατιμάζεται, χρ χρ, χασκογελά το προσωπείο.


Ξαφνικά..τον ενοχλούν όλα. Οι κάλτσες που μυρίζουν. Ν’ αλλάζει εσώρουχα. Τα τσαλακωμένα σεντόνια. Τα συχνά ντους, να ποτίζει την αυλή και ποιος τα κηδεύει μετά. Οι μαύροι νοητικοί κύκλοι κάτω από τα μάτια. Η σκόνη στα έπιπλα.

Η κατσαρόλα, το φαγητό, κάθε τι στη θέση του.

Ανοίγει τα χέρια, τεντώνεται, αφήνει ένα χασμουρητό, συγκρατώντας σφαλιστά τα βλέφαρα: η κραυγή βάζει σε δοκιμασία τα πλακάκια στη κουζίνα.

Και η ιδέα.

Ά, η ιδέα.

Σιγά σιγά, είναι πρωί ακόμα.

Χασμουριέται πάλι.

«Πουφ!», «βρωμάω».

«Τι μέρα είναι;».

«Ζέστη και σήμερα!».

Μόλις θυμάται την τελευταία του γυναίκα. Πως βρωμάγανε τα εσώρουχα της. Η θέα από τις σερβιέτες στο καλάθι των αχρήστων.

Αναγουγουλιάζει.

Αν είναι δυνατόν να παντρεύεσαι μια γυναίκα μόνο για να κρατά καθαρό ένα σπίτι, να βρίσκεις μαγειρεμένο φαγητό. Μόνο γι’ αυτά.

Στάσου!

Μόλις, δημιουργείται μια εκδοχή της ιδέας του.

«ο Θεός να τη συγχωρέσει, εκεί που βρίσκεται».

Χασμουρητό.


«αααααα!!!», ούρλιαξε, φεύγοντας απ’ τα χέρια, ένα βαθύ πλαστικό πιάτο με μπισκότα, τσις: μπερδεμένες νοστιμιές. Μια μεγάλη αράχνη κάθισε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου στο αριστερό του, γυμνό χέρι, κοντά στον αγκώνα. Κρεμασμένη προφανώς από κάπου ψηλά.

«αααααα-αα!!», φωνάζει ξανά. Βρίζει προς στιγμή, ακατονόμαστες έννοιες. Ο άγριος θυμός μεταβάλλει φριχτά την έκφραση του.

«Που να σου…», συνέχισε τις κατάρες. Που πήγε η αράχνη;

«Γαμώ το…», πρόσθεσε μια τυπική, αρσενικού τύπου, προσβολή, σα να απευθυνόταν σε γυναίκα.


«Γυναίκες!», του ‘ρθε ξαφνικά ένα χαμόγελο που ταίριαζε στις προηγούμενες καταδίκες.

Ο καλός όμως ο κοιλιόδουλος, έχει πάντα τροφικά αποθέματα.

Ξαφνικά, σα να ήταν όλος ο αέρας, η κακοσμία από το στόμα, good… πόσο έντονη μόλυνση! Γυναίκες. Πάει, το κατάκτησαν το έβερεστ, αυτές! Δύσοσμη αυτοπεποίθηση, σαν διάσημο άγαλμα, που όμως μπορεί να λερώσει ο πάσα ένας.

Χασκογέλασε.

«Πάει, γλιστρήσανε. Τις πήρε, σου λέω!», φωνάζει στον τοίχο.

«Ακόμη και το χώμα που θα σας θάψει είναι περίεργο». Ούφ, τόσες σκέψεις.

Χασμουρητό:

«ααααοοοο»


Ξανά η ησυχία.

Τον αποσυντονίζει.

Φαρδύς πλατύς αράζει στον καναπέ. Διατηρεί για ώρα σφαλιστά τα μάτια. Τσιμπά, ψαχουλεύοντας σε άλλο πιο βαθύ: ένα μπλέ πλαστικό πιάτο, μεγαλύτερο: τσιπς, μπισκότα, ψωμί, δυό τρία λουκούμια! στον πάτο κάπου. Πως μυρίζουν οι κάλτσες.

Περίεργο, του φαίνεται.

Ποιος σηκώνεται για κείνο το φραπέ. Κρίμα γιατί ζεσταίνεται.

Ά οι γυναίκες. Αυτές που τον ερέθιζαν από τα τριάντα του, ήταν αυτές που γινόντουσαν οι χειρότεροι του εχθροί. Γρατς γρουτς, λίμαρε τα δόντια του από ικανοποίηση!

Κοίτα να δεις που δεν του έκοβε, μικρότερου που μπορούσε, να πουλά το σπέρμα του σε μια από αυτές τις ειδικευμένες τράπεζες. Πόσα λεφτά θα είχε τώρα!

Χασμουρητό.

(Σιγά μεγάλε. Θα σου φύγει το σαγόνι).

«Η σιωπή είναι μόνο για να σε παίρνει ο ύπνος».

Αφήνει το μισογεμάτο πιάτο με νοστιμιές, στο ορθογώνιο τραπεζάκι ανάμεσα στις πολυθρόνες και τους αντικριστούς καναπέδες.

Νυστάζει ξανά.


Ξυπνώντας, ανοίγει την τηλεόραση στο μουσικό κανάλι. Τραγουδά η Britney. Για δευτερόλεπτα παίζει σα τραμπάλα, διασκεδάζοντας, την πατσοκοιλιά του. Τελειώνοντας το βιντεοκλίπ, της κλείνει κι αυτός το μάτι. Αφού τον χαιρέτισε! Αυτόματα συμβαίνουν αυτά.

Στο επόμενο βιντεοκλίπ, σφυράει χαρακτηριστικά με κάτι μοντέλα που κωλοκουνιούνται στο ρυθμό, φορώντας μόνο τα μπικίνι τους.

Δεν του χαλά κανείς μπανιστηρτζής της…γειτονιάς, αυτουνού, το κέφι. Δε πα να πηδηχτούνε (οικογενειάρχες του κώλου). (Τους δίνει κι αξία, των πούστηδων). Χρ χρ.


Πούφ, του χρειάζεται ένα μπάνιο.

Ποιος σηκώνεται τώρα.

Χασμουρητό. Χαμογελά ικανοποιημένος. Νικητής.

Περίεργο όνειρο είδε: Είχε κρύψει λέει εδώ και πολύ καιρό, χρήματα από ληστεία, που όμως δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει, να σπαταλήσει: λόγω των αριθμών-κωδικών, στα χαρτονομίσματα, αφού θα τον εντόπιζαν. Κρίμα δηλαδή τόσα κόκκινα εικοσοχίλιαρα ευρώ, καθώς και γκρι περίπου, χιλιάρικα ευρώ που όμως των τελευταίων το χαρτί ξέφτισε: χάλασε! Σα να ‘ταν αχρησιμοποίητο, δεκαετίες. Κρίμα να μην μπορεί κανείς να σπαταλά τέτοια περιουσία.

Ήταν μόνο ένα όνειρο.

Χαμογελά.

Σέρνει ο μεσήλικας τα βήματα ως το μικρό δωμάτιο. Γδύνεται.

Βουρ για ντους. Τον ξυπνά το χλιαρό νερό.

Τον τυλίγει μια ακατανίκητη έλξη να πέσει στη θάλασσα.

Πιο μετά. Πρέπει να οδηγήσει αλλού, σήμερα. Πάει, ζεστάθηκε ο φραπές. Είναι για πέταμα. Μια μυρουδιά –τώρα- λουλουδιών, του ποτίζει τα ρουθούνια. Τον αναζωογονεί. Αλήθεια πόσο ηλίθιοι πρέπει να είναι ορισμένοι, να πιστεύουν πως μπορούν να ελέγξουν τη ζωή σου, παίρνοντας π.χ. από απόρρητα νούμερα. Τι ηλίθιο επάγγελμα κι αυτό. (burn you, motherfuckers, burn).

..Μήπως είναι ορισμένοι, των οποίων δεν έκανε τα χατήρια στην ως πριν εργασία του –πριν πάρει σύνταξη. Δεν έμπλεκε μαζί τους, κι ετούτο, τους μυρμήγκιαζε το θυμό. Χρ χρ. Ακόμα του το κρατάνε. Πως φαίνονται οι μπανιστηρτζήδες παιδεραστές!! Τους φτύνει νοητικώς. Χρ.

Χαμογελά: νικητής.

Ετοιμάσου.

Σε περιμένει.


Ά ρε Παγώνα, θυμάται τη τελευταία του σύζυγο, εκεί στα θυμαράκια. Έρχομαι, της λέει, κοιτώντας εμπρός, στο δρόμο, οδηγώντας.

Μη περιμένεις βέβαια, λουλούδια. Καλή ήσουν, νοικοκυρά. Γυναίκα όμως πράγμα. Κοίτα να δεις, πως ενόσω εισέρχεται σε λιγότερο κατοικημένη περιοχή, η κίνηση των τροχοφόρων, δεν μειώνεται.

Τι θέλουν όλοι αυτοί εδώ;

«Ρε πάτε σπίτια σας».

«Ποιος νοιάζεται για σας».


Ά το αεράκι εισέρχεται με δύναμη από το πλήρως κατεβασμένο τζάμι, δίπλα στον οδηγό.

Να, στην επόμενη στροφή.

Κοιμητήριο, σου λέει.

Χασμουριέται.


Ξαφνικά βαριέται. Όλους αυτούς που έρχονται να τιμήσουν τα κουφάρια, που πια γίνανε κόκαλα (κι ούτε τα κατοικίδια τους, που τους αγαπάνε, μόνο αυτά αληθινά, δεν φτάνουν να τους μασήσουν).

Χαμογελά!

Η ιδέα του σα να παίρνει σάρκα και οστά!

«Ναι, γιατί όχι», γουρλώνει τις ματάρες του, κάτω από τα γυαλιά ηλίου.

(«Γειά σου Παγώνα») της λέει από μέσα του, φωναχτά. Γιατί εδώ επιβάλλεται η σιωπή, λόγω …αυτοσεβασμού.

(«Είσαι θεά!»).

(«Πώς να είναι εκεί πέρα; Περνάς καλά;»), εξωτερικεύει ένα χαμόγελο. Πάει τώρα, του ξέφυγε. Θυμήθηκε όταν ήταν παιδί, και γελούσε στις κηδείες. Τώρα γιατί.

Πως φαίνεται ο άνθρωπος με γνήσιο χιούμορ και καλή καρδιά!


(«Γειά σου κούκλα μου»), κοιτά το μνήμα της. («Τι κάνεις βρε; Όλα καλά;»). Κοίτα να δεις που κατάντησε: να μιλά στα κόκαλα, εκτός κι αν οι κολασμένοι παραμένουν στους τάφους τους –ενώ όσοι έσωσαν τη ψυχή τους… αυτή έφυγε για τον παράδεισο, αφήνοντας όντως τα κόκαλα, στον τάφο.

(«Άρα, τι κάνεις baby;»). Χασμουρητό.

(«Δεν είναι όμορφα, τόσα φυτά, εδώ γύρω; Σου άρεσε η πρασινάδα. Μόνο αυτή»). Διώχνει τον αέρα από τα πνευμόνια του. Πως βαριέται.

(«Θέλεις παρέα;»). («Όχι, δεν έχω σκοπό να πεθάνω. Απλά πάει χαμένος ο χώρος, χωρίς ζωντανούς»), ολοκληρώνει προς το παρόν ότι θέλει να πει. Αποφορτισμένος, βγάζοντας την υποχρέωση.

Τεντώνεται σηκώνοντας ψηλά τα χέρια. Ά ρε πατσοκοιλιά.

(«Να κάνω τζόκιγκ;»). Μπα. Βαριέται.

(«Τι κάθομαι και σου μιλάω;»). Παρατηρεί το χώμα που είχε τη φαεινή ιδέα, το κοράκι, το γραφείο κηδειών, να τοποθετήσει πάνω από τη πλάκα. («Χους εις χουν, αγάπη μου!»), χρ χρ, χασκογελά, συγκρατημένα. («Είδες, baby Παγώνα; Το χιούμορ μου, σου λείπει»). Η ιδέα!

Ναι, υπάρχει αρκετός χώρος. Χαλάλι τα χρήματα, κοράκι!

Τώρα όμως, θέλει όντως, να πάει για μπάνιο. Στη θάλασσα!

Εις αύριο, τα ωραία. Χρ χρ.

Είναι νικητής αυτός. Της ζωής.

Γουρλώνει τα μάτια: θα πρέπει να είναι γύρω στα 20. Ξέρει να αγγίζει. Να, ικανοποιεί. Να επιβεβαιώνει. (Αφού οι άνθρωποι θεωρούν ως γονίδιο της επιτυχίας, σίγουρα όχι να είναι υγιώς τέλεια μέσα τους. Απελευθερωμένοι από φαντασίες και άλλα, πολλά, ψεύτικα). «Μόνο το σεξ έχει αξία», μιλά από μέσα του ο μεσήλικας, οδηγώντας, με κατεύθυνση προς κάποια παραλία. «κι ας λένε οι κουλτουριάρηδες, οι ανέραστοι, κι όσοι δεν μασήσανε σίδερα!». Χρ χρ. Σα να του έφτιαξε σταθερά, η διάθεση.

Βγάζει το κεφάλι, από το παράθυρο.

«Κωλομπαράδες!!!», φωνάζει.

Ξέρει αυτός σε ποιους αναφέρεται.

Χρ χρ. Χρ. Χασκογελά. Νικητής.


Βγαίνοντας σε κάποια οδό, μετά από λίγο, σταματά σ’ ένα σταυροδρόμι, όπου έχει απλώσει σε έναν μεγάλο πάγκο, άγνωστος του επαγγελματίας μανάβης, ανάλογης παραγωγής, είδη.

Κοίτα κάτι όμορφα πεπόνια. Λαμπερά καρπούζια. Χαμογελούν τα μάτια του.

Τώρα να ψωνίσει; Ή όχι; Ή ν’ αγοράσει κάνα σάντουιτς πιο κάτω, στο δρόμο; Παρατηρεί στην άκρη άκρη, του πάγκου, ορισμένα καλοκαιρινά είδη: σε σημείο που δεν φαίνονται –έπρεπε να πλησιάσεις κοντά κοντά: παρουσιάζονται οριζοντιωμένα, φουσκωτά στρώματα θαλάσσης. Σε διάφορα χρώματα. Κάτι παιχνίδια, σκόρπια άτσαλα. Άλλα προϊόντα. Επιλέγει ένα μπλε στρώμα γύρω στο 1.60 μήκος. Δεν του χρειάζεται μεγαλύτερο, κι ας είναι ψηλότερος. Ότι πρέπει για το σχέδιο. Η ιδέα του!

Καθισμένος ξανά, στη θέση του οδηγού, διστάζει να συνεχίσει προς τη θάλασσα. Βέβαια βρίσκονται στο πορτ μπαγκάζ, τα απαραίτητα, όπως μαγιό, ψάθα κλπ. -μονίμως. Από αρχές καλοκαιριού.

Το σκέπτεται.

Τον εγκαταλείπει το θάρρος των ορμονών της ζωής;

Ήμαρτον!

Αποφασίζει να προχωρήσει λίγο παρακάτω.

Σε μια στροφή, διακόπτει την πορεία, η επιθυμία του να φάει ψωμί. Ψωνίζει και παγωτό από ‘να διπλανό κατάστημα. Πυκνοκατοικημένη η περιοχή. Σα να βαριέται. Παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο. Έξω από ένα εστιατόριο. «who give a shit». «Αύγουστος είναι. Όλοι λείπουν». Από όρεξη όμως.

Επιστρέφοντας στο αμάξι, αφήνει ανοιχτές τις πόρτες, ν’ αεριστεί το εσωτερικό. Τρώει το υπόλοιπο ψωμί. Σα να νυστάζει.

Χασμουρητό.

Άμα είχε κι ένα δωμάτιο εδώ κοντά, δικό του, θα ‘ριχνε κάτι ξάπλες. Αποφασίζει να γυρίσει σπίτι. Με τόσο φαί στο στομάχι. Άδειο το εστιατόριο.

«Το παράκανες», μιλά, οδηγώντας.

«Ποιος μίλησε; Ποιος μίλησε;», χαμογελά χαλαρά.

Μήπως η ζωή;

Θα του χρειαζότανε τώρα, η συντροφιά της. Αν είχε φυσικά, και καινούριο αμάξι. Γυαλιστερό και δυνατό. Νέο.

(ο χοντρός άμα έχει εξουσία….).

ωπ, ωπ, ωπ. Θέλει να κατουρήσει. Που σταματάνε τώρα;

Εισέρχεται σε μια πάροδο με δέντρα. Ξαλαφρώνει.

Κοίτα να δεις πόσο ήσυχα είναι ανάμεσα στα δέντρα.

Έ;

Ναι;

Λες;

Γιατί όχι; Να ‘χει και παρέα.

Μετά από ώρα, καταλήγει στο κοιμητήριο. Είναι ανοιχτό. Τι ώρα είναι; 4 και. Μεσημέρι ακόμα –στα χαρτιά τουλάχιστον.


Θα ξυπνήσει λίγο μετά τις 6, ξαπλωμένος στο στρώμα, το οριζοντιωμένο στο χώμα, πάνω από την ταφόπλακα όπου προβάλλει πως εδώ βρίσκεται θαμμένη μια γυναίκα. Η σύζυγος του. Δεν είδε όνειρα ο άντρας. Δεν δροσίζει; Τουλάχιστον είναι ήσυχα. Άδειο κι από ζωντανά, κινούμενα κουφάρια, το νεκροταφείο.

«Παγώνα , ξύπνα!», χτυπά το όρθιο μάρμαρο, στο προσκέφαλο!

«Είσαι ακόμα εκεί;», ξεκαρδίζεται.

«Ποτέ, δεν κατάλαβες το χιούμορ μου», εξακολουθεί τις φράσεις του, μεγαλόφωνα.

«Σου ‘φερα και τσουρέκι». «Παγωτό είπες;» χαμογελά συνεχώς.

Είναι ωραία η χαρά των ζωντανών. «Όπως η προσωπικότητα της γειτόνισσας, που κάθε μεγάλη πέμπτη, της αρέσει να την πηδάνε από τον κώλο. Δεν σ’ αρέσανε εσένα αυτά, Παγώνα! Μια φορά, μου ‘χες πει, πως τα ζώα έχουν ουρά, για να μη γεννιέται στους ανθρώπους …. Έτσι όπως κρύβεται η οπή. Αλήθεια, το σέξ είναι το κάτι άλλο».

«Μ’ ακούς, Παγώνα;». «Είσαι ακόμα εκεί;», χτυπά ξανά το όρθιο μάρμαρο.

Χρ, χρ, χρ, χρ.

«Παγώνα τι κάνεις εκεί μέσα;», γυρίζει εντελώς οριζοντιωμένος, μπρούμυτα.

«Προσεύχεσαι;».

«Αργά πια».

«Θες φακό;» τον πιάνει ένα τρελό γέλιο.

«Λίγο σεβασμό παρακαλώ», ακούει μια φωνή. Με την άκρη του ματιού, παρατηρεί μια μαυροφορεμένη που το βάζει στα πόδια.

«Γυναίκες». Μαζεύει τα σάλια με την ανάστροφη.

«Πάντα υποδοχέας. Πάντα υπό».

Τι ωραία που αναπαύεται στο φουσκωτό στρώμα.

Ά ο γαλάζιος ουρανός. Τι γαλήνη.

«Σ’ αρέσει εδώ, έ;», χαϊδεύει το πλαϊνό μάρμαρο, στο δεξί του πλευρό –ηρέμησε;

Φεύγει η ώρα. Τις τελευταίες ημέρες, πιστεύει, πως χάνεται το φυσικό φως, νωρίτερα. Ίσως να βαριέται κι αυτό, παρέα μ’ όλους όσους επιστρέφουν από διακοπές –έχοντας εμπρός τους μια ατελείωτη νέα σαιζόν.

Ένα ελαφρύ αεράκι, προσπερνά.

(«Ελπίζω να μη σε βαραίνω»). («θυμάμαι τα σάλια μου στο μαξιλάρι, που σ’ ενοχλούσαν. Το πείσμα μου να μη χάσω κιλά»).


Κοίτα να δεις που δεν έφερε τα τσιγάρα.

Κάθεται στην άκρη της ταφόπλακας! Θέλει να ξεμουδιάσει.

Στρέφει ξαφνικά, το πρόσωπο, στο εικονοστάσι του μνήματος. Κοίτα να δεις, εγκατάλειψη.

(«Λες να έχουν κεριά, κάτι ανάλογο, σε κάποιο εμπορικό κτίσμα, σ’ ετούτα τα στρέμματα;»). Περπατά ως εκεί. Κοίτα να δεις, πόσο ξαφνικά χτυπά, ένα εγκεφαλικό –τη σύζυγο του. Από κει που δεν το περιμένεις. Δροσερά –άλλα άδειο- που είναι μες το κατάστημα –χτισμένο σχεδόν δίπλα στην είσοδο του νεκροταφείου. Παρομοιάζει το χώρο, με το καθαρτήριο, όπου σου δίνουν χαρτάκι αναμονής. («Χαζό που είναι!!». «Άκου κει, καθαρτήριο! Λες και μετά θάνατον, καθαρίζονται όλοι, από τις μαλακίες που πράττανε δια βίου!»). Πάει να του ξεφύγει ένα χαμόγελο, κυκλοφορώντας στους τρεις διαδρόμους με διάφορα είδη («σαν σούπερ μάρκετ είναι δω μέσα»). Προσπερνά μια ολόκληρη σειρά με αρωματικά κεριά! Απίστευτο. Παρατηρεί: επίσης κηροπήγια πουλάνε! Καντήλια κι ένα σωρό αηδιούλες. Το λάδι για τα φαναράκια, το πουλάνε ο κούκος αηδόνι. Επιλέγει ένα κερί, σχεδόν ως όψη και υφή, όπως εκείνα στις εκκλησίες –πάνω από το παγκάλι. Όλη τούτη η σιωπή, τον εκνευρίζει τώρα.

Σαν αστραπή έρχεται και φεύγει μια επιθυμία να κολυμπήσει ξανά. Επιστρέφει στην Παγώνα του.

Βαριέται –προς το παρόν ελάχιστα. Μια αίσθηση, αόριστης πραγματικότητας, τον τυλίγει. Ανάμεσα σ’ όλη τη σπατάλη σε μάρμαρα, κυκλοφορούν, μετρημένοι στα δάχτυλα, συγγενείς θανόντων: που φαίνεται βρίσκονται ακόμη εδώ, ώστε να έρχονται να τους επισκέπτονται. Τώρα γιατί.


Δεν κλείνει ποτέ, το κατάστημα των νεκρών.

(«θα θυμηθείς γιατί είσαι εδώ;»), ρωτά τον εαυτό του, ο μεσήλικας με τα κοντομάνικα και τη πατσοκοιλιά που χάσκει σ’ ένα σημείο.

Εμπρός στο μνήμα της συζύγου, τεντώνεται, απλώνοντας τα χέρια σε έκταση.

Ακούει βήματα.

«Γιατί είναι αυτό το στρώμα θαλάσσης, κει πάνω», ρωτά ένας φανερά ηλικιωμένος.

Ο μεσήλικας γυρίζει και τον κοιτά. Απαντά:

«Είναι τα παιδιά που δεν κάναμε». Τα μάτια του ζωντανού συζύγου, χαμογελούν.

«Μου φαίνεται, με κοροϊδεύετε», αποκρίνεται λίγο θυμωμένος, ο γέρος.

«Κι εσύ ποιος είσαι; Ο αστυφύλακας της τάξης;», ξεφεύγει από τον πρώην σύντροφο της Παγώνας, ένα ξαφνικό ξέσπασμα γέλιου. Που όμως διαρκεί, ούτε καν ένα δευτερόλεπτο.

«Τούτος ο χώρος δεν είναι το σπίτι σας», εκνευρίζεται τώρα, ο άλλος.

«Ο τάφος είναι όπως κάθε πρεσβεία, σε ξένη χώρα. Ιδιωτικός παντελώς, χώρος». Κοιτά έντονα τον “ελεγκτή” της συμπεριφοράς των άλλων.

«Είστε καλά, κύριε;», παριστάνει τον ανώτερο, ο ηλικιωμένος.

«Κι εσύ ποιος είσαι; Μήπως ο εραστής της γυναίκας μου;» Αρχίζει να γελά, χτυπώντας τις πατούσες, στο χώμα.

«Τι να σου πω». «Καημένε».

«Άντε να διαλέξεις κάνα στρέμμα», διατηρείται ο μεσήλικας στο πνεύμα αντιλογίας.

«Όπως κι εσύ, έ;», πάει να χαμογελάσει ο γέρος.

«Φύγε με το καλό…. που σου θέλω».

«Δεν είσαι καλά». Ο γέρος θέλει να έχει την τελευταία λέξη.

«Γέρο. Θα κλάσω στα μούτρα σου. Μη με προκαλείς», χαμογελά ψεύτικα.

Ο αντίπαλος του, γυρίζει και φεύγει. Κουνώντας το κεφάλι, με νόημα. Ανέκφραστος όμως.

«Ρε». «Έχεις αναπτήρα;», του φωνάζει τούτος εδώ.

«Όχι. Δεν έχω σκοπό να κάψω τους νεκρούς».

«Μπράβο! Μιλάει κι η πλάτη σου». Χρ, χρ.

Ο …φύλακας του νεκροταφείου, απομακρύνεται.


Χασμουρητό.

Πούφ, βρωμάει ξανά.

Μες τη φύση.

Κάθεται πάλι στο στρώμα.

Χασμουρητό.

«Τι να την κάνεις την ζωή, χωρίς εκπλήξεις». «Παγώνα».

(«Εσένα, δεν σου αρέσανε. Σ’ έφαγε η βαρεμάρα»).

«Καλά, μου την έκανες όμως, κι εσύ».


Με τη μυτερή άκρη, ενός κλειδιού από τόσα που έχει στο μπρελόκ, σκύβει, δίνει μια, στο στρώμα.

«Μπούμ!», σπάει τη σιωπή, κάτω από τα κυπαρίσσια.

(«Έχει γούστο να σηκωθούν οι νεκροί, τώρα»).

Ο μεσήλικας αρχίζει να τρέχει προς την έξοδο.


19


έκτακτη είδηση


Τα έπιπλα έπρεπε να πωληθούν, ώστε το διαμέρισμα να φύγει από την κυριότητα της. Όσα κι αν εισέπραττε τελικά. Στο εσωτερικό: τίποτα σπουδαία αντικείμενα. Ένα διπλό κρεβάτι, για κοντούς ανθρώπους. Μια συρταριέρα. Λευκή, γερή, όλα καρφωμένα: όχι ψεύτικο ξύλο, όχι συρτάρια που διαλύονταν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Συστήματα ..επίπλων, όπως αυτά που πωλούνται σε ορισμένες αλυσίδες καταστημάτων, με το όνομα τους, σκαλισμένο.. πάνω. Τι άλλο; Ά, μια σύνθεση από ράφια: ξύλο λευκό –βαρύ πράγμα, αλλά γερό. Ένας καναπές να τον κλαίνε γενικώς, αλλά στιβαρός. Πέντε αξιοπρεπείς καρέκλες που απαρτίζουν ένα αρκετά βαρύ ορθογώνιο τραπέζι, σχεδόν παλαιού τύπου. Μια βιτρίνα, μια συρταριέρα με ράφι και γυάλινο πορτάκι που ανοίγει σαν μπουκαπόρτα (πιθανόν ως χρήση μπάρ): τούτα τα δύο συνοδευτικά για σαλόνι. Κάτι χαζοοικοσυσκευές θα πετιούνταν σύντομα. Κάτι ψιλά, ακόμα, αντικείμενα, δεν υπολογίζονταν. Εξάλλου ο στόχος ήταν ν’ αδειάσουν τα 65 τετραγωνικά: σπίτι τρύπα, δηλαδή.

Ο νεροχύτης στη κουζίνα –του κώλου: ένα μουσικό όργανο από μόνο του! Όταν στάζει η βρύση ή τρέχει κανονικά, είναι σα ν’ ακούς τη βροχή σε αλουμινένια οροφή, παράγκας! Όσο για τα υπόλοιπα… ούτε θέλει κανείς να γνωρίζει. Μήτε καν η ιδιοκτήτης.

Ας πωληθεί, να πάει στα κομμάτια.

Όλα τα ολόλευκα… απομιμήσεις.. απ’ το χρώμα, συνολικά, των σοβάδων-συμβάντων: κει μέσα. Όπου ακούγονταν όλοι οι άλλοι ήχοι, εκτός από την ιαχή, όταν αλλάζουν οι λογικοί, δέρμα: κάνοντας σέξ.

Το αλλάζουν. Κυριολεχτικά.

Εγώ.. πάντως, δεν ξέρω καμιά από μας τις γυναίκες, που να παραδέχτηκε πως είναι ακόμα παρθένα, παραδέχτηκε η 40χρονη πωλήτρια του διαμερίσματος. Οι περισσότερες είμαστε υπερήφανες, ξεστόμισε στη συνέχεια.

Όχι, εγώ, πάντως.

Ο μόνος λόγος για να ‘ναι προβληματισμένη, είναι που δεν είδε τη θάλασσα έστω. Η μικρότερη αδελφή της –πέντε χρόνια, τις χώριζαν- είχε ήδη παντρευτεί, με 3 παιδιά, ως παραγωγή: μάλιστα ήταν από τις πρώτες στην Ελλάδα, που ‘χε βρει πλαστικό χειρούργο, για να ξανακάνει νέο, το αιδοίο της: κόβοντας και ράβοντας. Ας όψεται η χαλάρωση από τις τρεις γέννες. Ή η μανία για σέξ –προφανώς.

Άφησε τη ζήλια, να πλημμυρίσει τη σαραντάχρονη: με ίχνη μίσους προς την έμπειρη σεξουαλικά, αδελφή της. Η οποία τελευταία με τον τρόπο της, καυχιόταν, ως άτομο που δεν τεμπέλιασε ποτέ, στον ρόλο της στη ζωή (δεν το ‘λεγε, το αποδείκνυαν οι γνωστές και άγνωστες της σχέσεις, με διάφορους τύπους, αντρών).

Ανάθεμα για λογική –έκοψε τη φράση της, κοκκινίζοντας. Η τέσσερις δεκαετίες… ανέραστη. Κοκκίνισε. Προς στιγμή, μόνο.

Η μάνα τους πέθανε πριν τον γάμο της μικρότερης αδελφής.

Το διαμέρισμα άδειασε κατόπιν.

Η μεγαλύτερη καθάριζε το σπίτι. Η πρωτότοκη σπάνια. Μια ζωή σχεδόν σαν φιγούρα μοναχοκόρης, λείποντας η μικρότερη αδελφή, σχεδόν κάθε μέρα από το σπίτι, τις περισσότερες ώρες. Είχαν και έχουν ακόμα, κι οι δύο, τις δουλειές τους. Η δεύτερη στη γέννα –από τη μάνα τους- δεχόταν σπανιότατα φλερτ, οπότε τα παράτησε τελικά. Δεν θεωρούσε τον εαυτό της, πόρνη του 21ου αιώνα.

Κάπου κάπου τσακώνονταν οι δυό τους, επειδή ανώτερος στη ζωή, είναι μόνο όποιο άτομο, έχει αλλάξει ..δέρμα. αυτό το είδος το συγκεκριμένο, υποκριτή ταπεινού ανθρώπου.

Παντρεύτηκε η μικρότερη, χωρίς τον πατέρα τους, ο οποίος εξάλλου, τους εγκατέλειψε, πολύ μικρά. Η μικρότερη κόρη θα έφευγε με τον σύζυγο της στην επαρχία. Κατέβηκε στη πρωτεύουσα μόνο για την εγχείρηση, …αλλαγής, αιδοίου. Όχι όχι. Δεν ξανάγινε παρθένα, έτσι.


Να φύγω από τη παλιογειτονιά, των υποκριτών, συλλογίζεται η σαραντάχρονη. Του σνομπ ζευγαριού, δίπλα, που θεωρούν τα λεφτά, πνευματική μόρφωση. Μακριά από έναν άλλο που άφηνε τα πατζούρια στο μπαλκόνι, ανοιχτά ως τις 1 και, στις 2 το πρωί. Με όλα τα φώτα στο σαλόνι ανοιγμένα: δείγμα ανθρώπου που φοβάται σχεδόν κλειστοφοβικός. Κατ’ άλλα φωνακλάς ως τις 1 και, 2 το πρωί με “φίλους” (μαλάκα ο ένας, μαλάκα ο άλλος). Φασαριόζος: ποτίζει τα μεσάνυχτα –ώρα κοινής ησυχίας- τις

Δεν υπάρχουν σχόλια: