Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

12










Ο παλιατζής των ανθρώπων


Αυτό το σημείο της μαγκούρας, έχει φτιαχτεί για να αντέχει τη τριβή, με κάθε είδος δαπέδου: Σπανίως κακοτράχηλο, στην πολυπληθέστατη Πρωτεύουσα, πλήρης από ανθρώπινες φιγούρες, βιαστικές: ανάγωγοι, άτομα-σίδερα, μες το δάσος των καλών ανθρώπων. Πιστεύοντας περίεργα πως (ενώ ακούγονται σκάνδαλα, δεν πάει κανείς, φυλακή), περίεργα ακούγεται, πως οι καλοί είναι περισσότεροι από τους κακούς, που όμως η μνήμη των τελευταίων, διαρκεί. Σαν απομεινάρι όπλου, σε κάποιο οροπέδιο. Μια πόλη που ισοπέδωσε ολόκληρες εκτάσεις, για να κινούνται τα μιλιούνια τροχοφόρα: αμάθητος από περπάτημα, ο κοσμάκης. Σα στάσιμοι στις οικίες, περιμένοντας ένα λαχείο, ή να συνηθίζεις στο βίο ενός “τοξιμανή”, που γαντζώνεται σε συνήθειες, αναβάλλοντας νοητικά, το τέλος.

Πόσο καιρό θα εξαρτιόνται από αυτή την ύπαρξη, τα παιδιά των δικών σου παιδιών, που καλομάθανε ορισμένα, στο λιτό, μα σημαντικό όμως, βοήθημα, με τη σύνταξη. Κομμάτι κομμάτι, χαρτζηλίκι από αυτή, έτσι για να μη κακοκαρδίζονται οι μεταξύ, σχέσεις. Βαδίζει ο ηλικιωμένος ως τον κοντινό φούρνο. Ζέστη σήμερα. Τα ρουθούνια του, είναι σα να ρουφούν σκόνη, παρά αέρα. Ανέβηκαν αισθητά οι βαθμοί κελσίου, “μυρίζοντας” εντονότερα, ο Ιούνης.


Σα τα έντομα που ελκύονται κι από ένα ποτήρι νερό, παρομοιάζει αυτό που του συμβαίνει, εδώ και μερικά, χρόνια. Ο σκόλοπας, δύο εγγονιών, αρσενικών, να ως εκεί πάνω, που βαραίνουν μες την ανεργία τους, το σπίτι. Να πεις, εντάξει: ο ένας πότε πότε, κάτι κάνει. Μα με δυσκολία κι αυτό το παλικάρι, τον δέχεται κάθε νέα δουλειά. Γιατί έφυγες; Γιατί σ’ απολύσανε. Μήπως δεν είσαι σταθερός, κάπου. Μήπως δε προσπαθείς, κοπροσκυλιάζεις στη δουλειά. Ο άλλος, αγρόν αγόραζε: είχε ένα μουσικό όργανο, κι εκεί που έπαιζε περιστασιακά, φανταζόταν δόξες. Κινητικός μόνο ως προς τις κοινωνικές του επαφές, εργασία γιοκ. Δε θα προλαβαίνει λέει, να γρατσουνάει τη κιθάρα. Ρε ξύπνα, τον πείραζε –επιφυλακτικός- τούτος ο γεράκος: ποια θα γυρίσει να σε κοιτάξει κιθαρωδέ; Να ‘ναι καλά οι παστρικές, άμα χρειαστεί, λάβαινε απάντηση, ηχηρή. Γιατί έκλεινε την εξώπορτα, κι αργούσε να επιστρέψει το τεμπελόσκυλο. Που πήγαινε, ούτε ο κρατών τη μαγκούρα, μήτε ο γαμπρός του, μήτε η κόρη, ενημερώνονταν. Να πεις πως έπαιρνε και τη κιθάρα, τουλάχιστον να τη γρατσούναγε σε κανένα πεζόδρομο, να ‘βγαζε το κατιτίς του.

Ούφ, μη τα ξανασκέφτεσαι.

Ούφ, τι ζέστη!

Σταματά σε μια σκιά να πάρει ανάσα.

Που ‘ναι τα χρόνια που έτρεχε, που ‘ταν υγιής. Το τρίτο χέρι, η μαγκούρα, το στήριγμα του –όπως λέει συχνά- τον κρατά, μόνο. Τώρα, τι εννοεί με αυτό το: στήριγμα, σα να απευθύνεται σε άνθρωπο.

Αυτή η κατάρα της Πρωτεύουσας. Να ζεις αναγκαστικά, εδώ. Κάθε τόσο θέλει να διηγείται ιστορίες από τη δικτατορία. Που ‘ναι η δροσιά του χωριού του, εκεί δα, στο ταπεινό ύψωμα. Με σειρά από βουνοκορφές σα πίνακας, σα προσεκτική πινελιά, καλλιτέχνη, όλα να ταιριάζουν ως θέα.

Ξεκινά πάλι. Ούφ. Δυο στενά μακριά, ακόμα, ο φούρνος. Τους χριστιανούς!

Ακούς εκεί θα πάει σε παστρικιά, ο χαραμοφάης καλλιτέχνης! Έχε χάρη που ‘ναι εγγονός. Έπρεπε να τον είχε στο καράβι της γραμμής, να τρέχει κι αυτός, πάνω κάτω, ν’ αλλάζει σεντόνια νύχτα μέρα, στις καμπίνες.

Μη τα σκέφτεσαι.

Ούφ, ακόμη ένα στενό. Τους χριστιανούς.

Η αλμύρα του ‘φαγε τα κόκκαλα. Βαριανασαίνει, αγχώνεται.

Υπομονή γέρο, αυτοαναλύεται. Πολύτιμος ήταν ο βίος σου, έστω κι αν σου πήρε ο Θεός, ενάμισι χρόνο, τώρα, τη σύζυγο. Πολύτιμη ήταν η ζωή σου. Βιβλίο σημαντικό, κι ας μη τον διάβασαν, δεν τον γνώρισαν περισσότερο: συγγενείς και συνάδελφοι ναυτικοί. Τουλάχιστον ως …βιβλίο, δεν τον υποτίμησαν. Ανάγκη ανάγκη, τότε, για τη δραχμή, μα μέσα της οι χαρές δεν λείπουν. Ούφ, έφτασε στο φούρνο. Να μην υπάρχει ένα σκαμνί, κάτι, να ξαποστάσει. Απέναντι. Απέναντι, επιστρέφοντας, στη σκιά.

Μίνι καύσωνας έξω, τεχνητοί, υψηλοί βαθμοί κελσίου, μέσα, δεν αντέχεται η κατάσταση. Τώρα κι αν νοσταλγεί το καράβι. Τότε τουλάχιστον, έβγαινε πάνω, τον χτυπούσε στο πρόσωπο η αύρα των κυμάτων, του δρόσιζε το κορμί. Το ιώδιο της θάλασσας. Τ’ αγάπαγε, δεν αντιλέγει.

Στραβομουτσουνιάζει τώρα.

Είναι μια νεαρομεγάλη, που δεν αποφασίζει τι ψωμί θέλει. Λιμπίζεται σχήματα, όψη. Το ένα, της φαίνεται δυσκολοχώνευτο: θα ‘ναι λίγη η ψίχα, παραπονιέται. Η υπάλληλος πίσω από τον πάγκο, αδυνατεί να τη πείσει. Μήπως θα θέλατε ένα προζύμι; Όχι καλέ, δε μου φτάνει. Μήπως του κιλού; Όχι καλέ. Προσέχω τη σιλουέτα μου (η ελέφαντας!). μαύρο; Μπα. Το ζώον πολυτελείας. Να σας φέρω πολύ νόστιμες που έχουμε, φέτες τόστ; Φρέσκες, ωραίες είναι, εγώ τις προτιμώ, μιλά η νεαρά πωλήτρια. Τι λες καλέ; Εγώ ψωμί θέλω.

Ο κρατών τη μαγκούρα, ξεροβήχει.

Να αυτό εκεί, στη γωνία, καλέ! Μ’ αρέσει. Η άλλη εισπράττει το αντίτιμο. Στάσου ένα λεπτό. Βάλε μου κι ένα κέικ (η δίαιτα, βλέπεις). Ξανά διαπραγματεύσεις: με σοκολάτα; Σκέτο; Ανάμεικτο. Της χοντρής, της πέφτουν τα σάλια. Ανάμεικτο. Γυρίζει το κεφάλι της, λιμπίζεται κάτι τσουρέκια. Πλησιάζει πάραυτα το ψυγείο που περιέχει, χυμούς, γάλατα, κλπ.

Εγώ θέλω ένα… (ψωμί, πήγε να μιλήσει ο γέρος, αλλά).

Επιστρέφει φορτωμένη η χοντρή, στο ταμείο, με δροσερά είδη προς χώνεψη (περιττό να αναφέρουμε πόσα, και τι. Αρκετά πάντως). Οι πάτοι των προϊόντων, στηρίζονται στα χοντρά της, βυζιά.

Πρόσεξε καλή μου!

Ο γέρος ξεφυσά. Γουρλώνει τις ματάρες του. Ξεροβήχει πιο δυνατά.

Η χοντρή τον κοιτά, “αφ’ υψηλού”. Δεν θα ‘λεγα όχι και για κανένα παγωτό, ακούγεται πάλι αυτή.

Ότι πρέπει για καθαρτικό! Πετάγεται ο γεράκος. Η υπάλληλος σκάει στα γέλια. Καλέ μαζεύτε την. Η χοντρή είναι σαν ορισμένα ζώα που όταν θυμώνουν, γίνονται κόκκινα. Κάνε στην άκρη, να φάει και κανένας φτωχός, παίρνει θάρρος, ο κρατών τη μαγκούρα. Μα, μα, μα! Άδικα η ελέφαντας, προσπαθεί να θυμηθεί, να συνθέσει φράσεις, από το Ελληνικό λεξιλόγιο. Η υπάλληλος εξακολουθεί να γελά. Παίρνει τη φρατζόλα του, χαμογελαστός απομακρύνεται. Όλα αυτά για 80 λεπτά του ευρώ. Μήπως ως ώρα, ήταν εξίσου ως διάρκεια, η καθυστέρηση;

Κάνοντας γούστο, με το προηγούμενο απρόοπτο, ξεκουράζεται με κέφι, στα τραπέζια της απέναντι ψησταριάς (τι ωραία που καταπάτησαν το πεζοδρόμιο, φαρδιά πλατιά: το υπερυψωμένο, ξύλινο, επίπεδο. Όλα ξύλινα. Τραπέζια, κολόνες, η οροφή. Να ‘ναι καλά ο τοπικός δήμαρχος, να τρώει τσάμπα). Κλειστό το μαγαζί: το απόγευμα τώρα.

Κάτι του στέκεται στο λαιμό, κομμάτια από κόρα. Χαμογελά όμως, με χιούμορ: αν είναι να πεθάνω, να μην έχει καύσωνα, συλλογιέται.

Να η χοντρή. Βγαίνει λες και ψώνισε στο σούπερ μάρκετ. Είδη για μια εβδομάδα.

Ά ρε κακομοίρα, ψιθυρίζει ετούτος. Τα βλέμματα τους συναντώνται, όμως εκείνη βιάζεται ν’ αφήσει τις τσάντες στο αυτοκίνητο της. Βρουμ, βρουμ. Να, φεύγει.

Το καθαρτικό το ξέχασες, της φωνάζει.

Ούφ, πως γυρνάνε πίσω, τώρα; Τα πόδια του, ίσα που τον κρατάνε. Πεινά. Κόβει ένα κομμάτι κόρας από τη μύτη της φρατζόλας: χώνει το δάκτυλο, αποχωρίζει λίγη ψίχα, τη μοιράζει σε μια ομάδα περιστεριών, να εκεί δίπλα, στην άσφαλτο. Άααα, φρέσκο ψωμάκι.

Σηκώνεται με δυσκολία. Διψά. Αγοράζει από ακριβώς δίπλα, στο ψιλικατζίδικο, ένα μπουκαλάκι με παγωμένο νερό. Το πόσιμο υγρό απαλύνει κάπως, τη συμφόρηση. Αργά, αργά, πιο αργά, μετακίνηση. Άλλα τρία στενά που πρέπει να διανύσει ως την πολυκατοικία. Η κόρη του, νοικοκυρά, μεγαλοκοπέλα, τον επιπλήττει γιατί άργησε. Που είχε πάει; Του απευθύνεται, θυμωμένη.

Πήγα να πάρω αυγοτάραχο, της αντιγυρίζει.

Να φας ή να πας; Του χαμογελά (γιατί γνωρίζει πόσες δεκάδες ευρώ, κάνει το κιλό, από τα σπλάχνα κείνου του ψαριού που ‘χει στο σώμα του τούτο το μεζέ).

Να φάω. Ναι –της λέει. Όσο μου άφησε η χοντρή.

Πάλι καλά να λες.

Ναι –γελά αυτός. Τι μαγειρεύεις εκεί;

Φακές.

Ζεστές, που μ’ αρέσουν.

Γκρινιάρη μου εσύ.

Κόρη, πάω να ξαπλώσω.

Να πας.


Ούφ, να βγουν τα παπούτσια. Ούφ, να ελευθερώσει τις πατούσες από τις κάλτσες, ούφ ν’ αλλάξει, να φύγουν τα ιδρωμένα. Ούφ, να πατήσει το κουμπί να πάρει μπρός, το κλιματιστικό.

Μη τ’ αφήσεις πάλι για πολύ ώρα, του φωνάζει.

Δεν έχει κουράγιο να της απαντήσει. Ξαφνικά δεν θέλει να βλέπει κανένα. Με την άκρη της μαγκούρας, σπρώχνει τη πόρτα του υπνοδωματίου. Απομονώνεται. Είναι, έστω αυτή η μικρή αντηλιά που πάραυτα, τον ενοχλεί. Σφαλίζει τα βλέφαρα. Βρίσκει ένα σταθμό με ρεμπέτικα στο ραδιόφωνο. Ξεφυσά. Σα ν’ ανακουφίζεται.

Προσπαθεί να θυμηθεί τα διαλείμματα, σε εγχώρια λιμάνια, παρέα με συναδέλφους, να τσιμπούν κάτι στα γρήγορα, γιατί ο καθίκης ο εφοπλιστής, έλεγε στον καπετάνιο, να τους βγάζει το λάδι. Α ρε, να μύριζε θάλασσα, ξανά.

Λες να τον πάρει ο ύπνος;

Στο όνειρο, η μακαρίτισσα, του δροσίζει το μέτωπο.

Έπρεπε να ήσουν μαζί, στα ταξίδια, της λέει.

Κι εγώ ποιον θα περίμενα;

Η θάλασσα –της εμπιστεύεται- είναι πάντα απρόβλεπτη.

Κείνη του χαϊδεύει τα μάγουλα.

Πως είναι η θερμοκρασία εκεί ψηλά; Τη ρωτά.

Έχει λίγα κυμματάκια στη παραλία, όπως σε κάθε παράδεισο.

Θα ‘σαι συ αυτή, που θα μου κλείσει τα βλέφαρα; -δακρύζει.

Γλυκά, του χαμογελά.


Ξυπνά.

Το πρόσωπο του είναι σαν τότε, ήρεμο, βγαίνοντας στην επιφάνεια, ακουμπώντας το κορμό στο κάγκελο, απολαμβάνοντας τη Μεσόγειο. Απόγευμα. Θυμάται κάποιους ανεμόμυλους, σε κάποιο νησί. Γαληνεύει. Ίσως βρίσκεται σε δωμάτιο πανδοχείου, σε γνώριμο λιμάνι.

Ακόμα φορτώνει το λογαριασμό της ΔΕΗ, το κλιματιστικό.

Ευτυχώς μόλις λίγα λεπτά, αναπαύτηκε.

Ανασηκώνεται. Θέλει να χαζέψει τηλεόραση στο σαλόνι. Μόνος.

Είσαι εδώ; Φωνάζει της κόρης του: εμφανίζεται απόλυτα ήρεμη.

Πάλι τρως; Τη πειράζει.

Ναι. Να, τσιμπά απ’ το πιάτο, μπισκότα, κάτι κομμάτια κέικ.

Άφησε κάτι για τον ακαμάτη –κακώς, της χαλά τη διάθεση.

Για τον γιο μου, μιλάς!

Τουλάχιστον, ξέρεις ποιος (ένας από τους δύο). Που βρίσκεται ο ρεμπεσκές;

Έξω –αυστηρό το πρόσωπο της.

Να προσέχει τους παλιατζήδες, πες του.

Δεν σε καταλαβαίνω, μπαμπά.

Θα τους τον δώσω, καμιά ημέρα.

Είσαι σκληρός.

Απλά, αληθινός.

Δεν του απαντά. Δεν έχει την όρεξη του. Μπα, όχι.

Να σ’ άκουγε η μάνα –του λέει τώρα.

Τη θυμήθηκες; Έχει όρεξη για καβγά, ο ηλικιωμένος.

-Όχι αυτή τη φορά. Όχι ξανά η ίδια συζήτηση- σκέφτεται η κόρη.

Ελπίζω να μην ενοχλεί στη δουλειά τον αδελφό του, ο ακαμάτης.

Μου φαίνεται θα δώσω εσένα, σε παλιατζή, του χαμογελά.

Δε θα με ξεφορτωθείτε τόσο εύκολα.

-Σ’ έχουμε ανάγκη; Νέα σκέψη της-

Δε θα μάθει ποτέ, ο ρεμπεσκές, τη χαρά, να τρως αγορασμένη τροφή, πληρώνοντας με δικό σου μισθό: της μιλά με απλό ύφος. Ήρεμο.

Λες να μην το ξέρει;

Γρατσουνάει, γρατσουνάει, μόνο τη κιθάρα. Να ‘χε την ίδια όρεξη για δουλειά.

Θα ‘ρθει κι η σειρά του.

Όταν θα ‘χω πεθάνει.

Μην είσαι απαισιόδοξος.

Αν ήμουνα ήδη, θα ‘χα αυτοκτονήσει, μες τους κλειστοφοβικούς διαδρόμους του πλοίου.

-τα ξέρουμε αυτά-

Να σου φέρω φακές;

Μετά. Κόρη.

Είσαι καλά;

Αφού σου μιλάω.

Γκρινιάρη.



Το ταξίδι στη θάλασσα είναι σα διάπλους στη ψυχή της γυναίκας. Παρατηρείς τα δέντρα –χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της, σε ακτές. Μια ευωδία σεβασμού, σα περίπατος παραλιακά στα όνειρα της. Κάθε χρώμα είναι μια διαφορετική της όψη. Οι περιοχές με πιο φωτεινή άμμο, πρέπει να είναι τα αγνά της στοιχεία. Οι γλάροι που συνοδεύουν το πλοιάριο, αποπνέουν την ανάγκη της να αγαπηθεί. Σα ταξίδι ξέγνοιαστο, μ’ ενθουσιασμό. Αληθινά. Πότε πότε, ένα λευκό κατάρτι φαίνεται στ’ ανοιχτά. Ίσως αναζητεί, λευκή άμμο, να δέσει. Όμορφη η μεσόγειος της φυσικής έλξης.

Ά η θάλασσα.

Δίκαιη πάντα!

Πνίγει τις πιο δυνατές βάρκες. Τα πιο δυνατά “θηλαστικά”. Ά η θάλασσα.

Πότε θα πάμε στη παραλία;

Ακόμα είναι τρίτη, καλέ μου.

Μη με λες, έτσι.

Γιατί;

Θυμάμαι μια χοντρή –της χαμογελά. Άνοιξε το κλιματιστικό.

Η κόρη υπακούει.

Να σου φέρω τώρα, φακές;

Όχι. Τσάι δροσερό.

Καλά –απομακρύνεται, καταπονημένη από τη ζέστη.

Τσούπ! Εμφανίζεται ο ρεμπεσκιοεγγονός.

Παππού ξύπνησες;

Εσύ να δούμε πότε.

Όταν είσαι καλός, είσαι super.

Δεν σε καταλαβαίνω. Άντε πήγαινε.

Υπομονή παππού!

-θα του ‘λεγε τώρα-

Όχι μη χαλάς τη διάθεση της ώρας: νοσταλγική, σαν αναμονή νέου, αρχές καλοκαιριού, καρτερώντας τον έρωτα.

Ο ακαμάτης τρώει στην κουζίνα.

Βρήκες δουλειά; Τον ρωτά η μάνα.

Μη αρχίζεις κι εσύ!

Καλά. Φάε. Θα ‘ρθει ο πατέρας σου.

Μπήκα στο νόημα.

Τι κάνει ο αδελφός σου;

Κουβαλάει.

Να σε γράψω σε γυμναστήριο;

Με τέτοια ζέστη;

Καλά. Φάε.

-Θα σου τα ψάλλω κάποια στιγμή. Δε θα ‘μαι συνεχώς, το κορόιδο. Ωχ, το ποδαράκι μου-

Τι είναι μάνα;

Με πονάει η πατούσα.

Μάλιστα. Κι άλλο ψωμί.

-φάε ρεμπεσκιολεβέντη-

Πες του γέρου, πως χρειάζεσαι λεφτά.

Γιατί γιε μου;

Θέλω να κάνω παρέα του αδελφού. Θα πάει διακοπές. Σε νησί.

Μπα, αποφάσισε να πάρει άδεια;

Ναι. Θα πεις τώρα;

Γιατί; Δεν κερνάει ο αδελφός σου;

Τώρα βρήκες!

Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ.

Είσαι κακιά.

Ευτυχώς δεν είσαι εδώ, όταν περνά παλιατζής.

Δεν σε καταλαβαίνω, μαμά.

Ευτυχώς –χαμογελά αυτή.

-πόσοι και πόσες, θα ανακουφίζονταν-

Αν φυσικά ο Θεός ήταν δίκαιος, και κατάστρεφε τη ζωή όσων στέκονταν εμπόδιο, στο να βρει δουλειά, ο …ρεμπεσκές. Η ντροπή της οικογένειας. Η ντροπή της γειτονιάς, γιατί……όλοι ασχολούνται μαζί σου. Τι να το κάνεις το περισκόπιο, αν δεν το χρησιμοποιείς.


Ο ηλικιωμένος, πρώην ναυτικός, απολαμβάνει το δροσερό του τσάι.

Ένας παλιατζής μόλις περνά από κάτω. Ο γέρος συλλογιέται, ποιους στ’ αλήθεια θα έδινε ως άχρηστα αντικείμενα, στον παλιατζή: πολιτικούς, επιχειρηματίες, απάτριδες, απ’ το μικρότερο ως τον πιο παρασημοφορεμένο, αρχηγό του ΓΕΕΘΑ, που καταθέτει στεφάνι σε μνημείο του Κεμάλ Ατατούρκ. Πάρε παλιατζή όσους θες: εγκληματίες, διαρρήκτες, πρακτορίσκους, σοφά-τσιπ-μυαλά. Πάρε τους προδότες που μιλάνε σα να χέζουν, και κάτι ανόητους πρώην αρχηγοφασίστες. Πάρε κι όσους σιγοντάρουν την ακρίβεια. Πάρε ότι θέλεις, παλιατζή.

13


άνθρωπος


ο άνθρωπος είναι ματίφ χαρτί. Θέλει ειδικό μάτι, ν’ αποτυπώσει το συναίσθημα της μοναδικότητας. Ευτυχώς αδύναμο, μυϊκά, ον. Μόνο η αγάπη είναι πάντοτε ίδια, πέρα από φυλή, από τίμιο τρόπο, να βγάζεις παράδες. Να θέλεις να κοιτάξεις, κάθε εσωτερικό καθρέφτη. Ο άνθρωπος που τον καλεί η απογευματινή βόλτα, ελεύθερος ν’ ακούς, αν είχες ένα πρόσωπο να κάνεις παρέα.

Παρατηρείς τα χρώματα στη φύση, που δεν νοιάζονται, αν συνεργάζονται. Μες τη διάχυτη σιωπή της ομορφιάς της. Γκρεμοί από γρανίτη, πέτρινες κολόνες στη θάλασσα που στέκονται σ’ ένα λεπτό λαιμό. Οι πατούσες αισθάνονται την ανατομία της γης, στις χωμάτινες διαδρομές. Με ομπρέλα, κλαδιά χωρίς οργάνωση. Με τίγκα φύλλα, έτσι για τη χαρά της όρασης. Όσοι θέλουν τη φύση όπως είναι. Με τις παράξενες περιπτύξεις ορισμένων πλασμάτων της. Θαυμάζοντας τα αποδημητικά ταξίδια, ειδών με φτερά.

Ά, η εσωτερική ηρεμία, η κυρίαρχη ειρήνη, η στιγμής της επαφής με ένα αριστούργημα της γης. Μόνιμα σταθερό, τραχύ ή κινούμενο ή παλλόμενο στους άνεμους. Το πάθος για εξορμήσεις, καλοκαίρι. Όσοι αγαπούν το δικαίωμα της φύσης, να υπάρχει όπου, όπως, και όταν. Η χαρά να απολαμβάνεις την ελευθερία σου. Όχι καταλήγοντας στην τύχη των κινηματογραφικών ηρώων, Θέλμα και Λουϊζ. Φυλακή φυσικά, είναι, να έρχεται το θερινό τρίμηνο, και να μη πηγαίνεις ταξίδι, ούτε καν για μπάνιο. Αλλά είπαμε, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Αν είναι σωστό να δέχεσαι, πως κάθε χρόνο, δικαιούσαι χαρά, μόνο δύο εβδομάδες, συνεχόμενες, κάθε καλοκαίρι. Χαρά λέω, όχι ευτυχία. Εκτός δύο εβδομάδων, βίος σαν διατροφή με συντηρητικά. Αν και σπάνια –χωρίς δάνειο- μένουν χρήματα, ώστε να δεις κάτι νέο, αυτές τις 15 ημέρες.

Μόνος; Με ρωτάς.

Ο άνθρωπος θέλει πολλά, χωρίς κόπο.

Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να με ρωτήσει ένας αναγνώστης άντρας ή αντιθέτως, γυναίκα. Μετά το λύκειο, δεν είχα, δεν επιδίωξα να βρίσκομαι σε αντρικές παρέες, δεν μου άρεσε. Όσο για τις γυναίκες, προστατεύουν υπερβολικά τον εαυτό τους. Εξάλλου, δεν θα τα έφτιαχναν ποτέ, με κάποιον όπου το μηνιαίο του εισόδημα, είναι λιγότερα από 1000 ευρώ. Βλέπεις πως μπορώ να είμαι ρεαλιστής. Μ’ εκείνο το: ότι έγινε έγινε, να μην ισχύει για μένα –ως αντίκρισμα, σ’ εμένα.

Σου είπα, τίποτα δεν είναι στ’ αλήθεια, δωρεάν.

Γι’ αυτό δεν έχεις κάτι, να μου πεις.

Το χιούμορ υφίσταται για να λειτουργεί σε διάλογο, σε πραγματικό χρόνο.

Μίλησε μου, έτσι από εκτίμηση, για τον κόπο μου να εφευρίσκω ιστορίες. Εφευρίσκω, είπα, όχι γεννώ ή δημιουργώ. Να μου μιλήσεις με καλοσύνη, εννοώ. Πρόσεξε. Αν θέλεις ν’ ακούς τη συνείδηση. Αν θέλεις να είσαι κοινωνικός, ως άντρας. Εσύ που καταλαβαίνεις πως στις αντρικές παρέες, αποδέχεσαι τον άλλο ως εαυτό. Άλλο βέβαια αν πρόκειται για αληθινή φιλία, που θα αντέξει στο χρόνο. Με αξιοπρέπεια. Όχι να βρίσκεται το αρσενικό σε χαβαλετζήδηκες, του φύλου του, παρέες, μόνο για να κορτάρει, να ενοχλεί τους πάντες και τα πάντα –έτσι για να …αποδεικνύει πως είναι άντρας, ..διαφορετικά. Ποιος θα πει, βαριέμαι να συζητώ με ιδίου φύλου, άτομα. Γιατί εμείς είμαστε βάρβαρο φύλο, όπου κάθε στιγμή πρέπει να διαφημίζουμε την όποια επιτυχία μας: ο τακτοποιημένος παντού: για να ‘χω δικαίωμα στην άποψη. Δεν είναι εγωισμός, απλά καθένας είναι ένα σταυρόλεξο, που πρέπει να αναλύεται, πάντα, από το αντίθετο φύλο. Αδιαφορώντας ποιος νομοθετεί, ποιος καταπιέζει τα όνειρα, την προοπτική να δημιουργήσεις οικογένεια. Να σου μένουν χρήματα για εκδρομές, διασκέδαση. Εντέλει ν’ αντεπεξέρχεσαι. Να ‘χεις δικαίωμα, στην κατοχή ατομικού μυαλού. Όχι σαν τους άλλους …φιλόζωους, γενικά φασαριόζοι, στην άλλη πλευρά του δρόμου, που αφότου –καθημερινή- γλέντησαν ως τις 3 ή 4 το πρωί, πήγαν διακοπές, αφήνοντας όπως πάντα, τον σκύλο στο μπαλκόνι. Να κλαίει: δείχνει να το χρειάζεται, συχνά. Αυτό το είδος κοινωνικής υποκρισίας, πως το απεχθάνομαι.

Η συνείδηση πάλι κάτι, μου λέει, μα ποιος γλιτώνει από την κακία, εκεί έξω; Ας μην επαναφέρω χωνευμένες σκέψεις, γιατί θα ‘ναι απόβλητα πλέον. Κι εγώ θέλω την υγεία μου.

Εξάλλου ο λεγόμενος πνευματικός άνθρωπος, είναι ένα άδυτο. Και ποια πρόσωπα-συγγραφείς, παραχώρησαν τον εαυτό τους, σαν γεωγραφική περιοχή, όπου προστατεύεται η χλωρίδα και η πανίδα; Οπότε η περιγραφή ενός συγγραφέα, ως ερωτήσεις σε χ ψ σταυρόλεξο, θα ‘ταν απλά, μαντεψιά. Ιδιαίτερα χαμένος χρόνος, αν θα ‘πρεπε να μαντέψεις πως σκέφτεται μια γυναίκα. Πες επειδή, έστω κι έτσι, ασφυκτιά, να της δίνουν αξία. Γενικά είναι τόσο σπάνια τα ζευγάρια, τ’ αληθινά ευτυχισμένα.

Ξέγνοιαστα ευτυχισμένα.

Σα να λύνεις σταυρόλεξο, με δροσερό άνεμο στην παραλία. Ή απλά στο συνηθισμένο περιβάλλον μιας γειτονιάς. Η αγάπη λύνει τα δεσμά με προηγούμενες, μη νοήμονες, συμπεριφορές. Η αγάπη δεν αντέχει, μόνο στα λόγια. Η αγάπη ελπίζει. Ηρεμεί. Με άδειο στομάχι; Ρωτάς. Έχει αδειάσει κι η σκέψη: από μίσος. Η αγάπη μετανιώνει για άσχημα λόγια προς τις γυναίκες: που τσουβαλιάζουν (τα λόγια). Γενικά, η ικανότητα να περιμένεις, είναι σα το καθαρό σπίτι, που μοσχομυρίζει –αλλά ως πότε. Σπάνιο να αισθάνεσαι αγάπη. Μα είπαμε: η γαλήνη την εμπεριέχει. Η αληθινή. Που δίνει ο Θεός, να λέμε την αλήθεια (Γιατί άνθρωπε, αρκετές κουτσουκέλες, έκανες).

Βαριέσαι μετά;

Τι; Ρωτάς. Να κοιτώ τους ανθρώπους στα μάτια;

Επειδή είναι ορατοί.

Προσπαθούν κι αυτοί να λύσουν το σταυρόλεξο της καθημερινότητας. Ανησυχώντας κάπου, μη μείνουμε όχι χωρίς τις αναμνήσεις. Με τα πρόσωπα που τις συνόδευαν. Ή δεν αναρωτιόμαστε γιατί μένουμε μακριά. Σα τις γυναικείες φωνές που συμπαθείς.

Για το ευχαριστώ; Ρωτάς.

Τι ψάχνεις; Άλλη λέξη, που εννοεί το ίδιο; Το ένα κάθετα, είναι; Πόσα γράμματα; Αν συστηνόσουν. Διαφορετικά τι παρέα κάνουμε; Έλα πλάκα, σου κάνω.

Δεν ξέρω πόσα γράμματα: τι άλλο εννοεί, ευχαριστώ. Είναι πιο δυνατή η εικόνα, να φανεί στο βλέμμα. Τι ψάχνουμε; Επίθετο; Ουσιαστικό; Για ορισμένους από εμάς, η παρουσία των γυναικών εκεί έξω, είναι ένα ικανό ευχαριστώ. Γράψε: γυναίκα.

Έγραψες;

Χρωμάτισε κι ένα κουτάκι από κάτω. Δεκατρία επί δεκατρία κουτάκια, να ξορκίσουμε και τη κακή μας μοίρα –χαμογελώ.

Ποιο θέλεις; Το Ε οριζοντίως;

Από Κ.

Τον άνθρωπο, αφορά το σταυρόλεξο.

Ποιον;

Τον γαληνεμένο.

Λοιπόν: έξι γράμματα. Ξέρεις, χρωματίζεις και το κουτάκι, κατόπιν. Μη ξεχνιόμαστε.

Από Κ: αυτός που καταλαβαίνει πως δεν είναι νέος πια, άρα κάτι έμαθε από σεβασμό. Στην πράξη. Έξι γράμματα είπαμε. Η λύση αργότερα. Θα δείξει πόσο αργότερα.

Ποιο θέλεις τώρα; 4 κάθετα; Από Α. θα λέω: χρωματίζουμε, προτού αναφέρω κάτι άλλο. Τώρα όχι. Αρχή του 4 κάθετα. Πόσα γράμματα; 9. μουτζουρώνουμε: θα λέω, για το τέλος της λέξης, μετά την περιγραφή. Λοιπόν, ορισμός: συναίσθημα. Τέλμα, όχι όρεξη. Καμιά πίστη πως κάτι θ’ αλλάξει. Είπαμε: 9 γράμματα. Λύση αργότερα.

Βοήθεια;

Όταν έπεφτα εγώ σε τοίχο, με βοήθησε κάποιος άνθρωπος;

Να στα δώσω όλα με τη σειρά;

Όχι.

Δεν πάει έτσι.

Παρέα κάνουμε εδώ. Πρέπει να δείξεις υπομονή. Δεν ξέρω αν θα υπάρχει έννοια: χρόνος. Όταν παίζεις σκάκι, ναι, είναι χρήσιμος. Είναι περίπου σα το βλέμμα μιας γυναίκας: δεν προσδιορίζεται το ίδιο, πάντα.

Από τη μία;

Γενικά μιλάω.

Ειδικά, όσοι άγγιξαν.

Σα το λευκό δέρμα κάποιας: απόλυτα ελκυστικό. Άραγε…

Ένα, Β, οριζοντίως. Τι; Θέλεις εσύ να διαλέξεις; Οχτώ ελεύθερα κουτάκια. Μπα, πολύ κοινότυπη η λέξη, μοντέλο. Κάτι άλλο; Όχι, δεν χωρά η έννοια: επιπολαιότητα. Σε πρόλαβα!

Καλά, αυτή. Από Γ, 4 χαρακτήρες: το λευκό που σου έλεγα. Το πίνουμε το πρωί: μουτζουρώνουμε.

Στο λέω, δεν είμαι καλός στα σταυρόλεξα.

Ούτε να προσεγγίζω, πρακτικά.

Υπομονή.

Πως πάει; Περνάς καλά;

Τρία, οριζοντίως. 9 γράμματα: όταν διστάζω, λόγω συστολής: μουτζουρώνουμε. (Βοηθάω: συναίσθημα: Ρήμα). Εσύ πότε;

Δύσκολο να φτιάχνεις σταυρόλεξο. Έτσι να θυμηθούμε, τις στάσεις, στο δρόμο προς το χωριό, ή ως απασχόληση στο φέρι ή στο λεωφορείο.

Στο αεροπλάνο;

Γιατί όχι; Που πήγες; Πέρασες ωραία;

Ωφέλιμα, μήπως, μου αποκαλύπτεις.

Δεν ξέρω, δεν απαντώ. Στο άτομο-αναγνώστη.

Ας το δυσκολέψουμε, λοιπόν. 8 κάθετα: οκτώ χαρακτήρες: Ρήμα. Τι κάνω στη παραλία, ή ξάπλα στη ταράτσα. Μουτζουρώνουμε. Καλοκαίρι λέει, από κυριακή. Εννέα οριζοντίως. Όπως βλέπεις, μόνο δύο γράμματα. Μη σε μπερδεύω. Τι είναι, αντωνυμία ή άλλα τέτοια φιλολογικά. Δύο γράμματα. Έχει σχέση με το: περίμενε. Ένα οριζοντίως: χαιρετισμός.

Τι έκανε λέει;

Έ, σου είναι δύσκολο να σχεδιάσεις ένα σταυρόλεξο;

Με πληγώνεις.

Πλάκα σο κάνω.

Θα φας έξω, αργότερα; Με παρέα, εννοώ. Αν ζηλεύω. Ρώτα με αύριο –όταν θα πεινώ.

Που θα με βρεις;

Όποιο θηλυκό εκτιμάει. 100% γυναίκα, εκ γενετής, εννοώ, αναγνώστρια. Όχι εγχειρισμένη –χαμογελώ διάπλατα, τώρα.

Ποιο θέλεις;

Όχι αυτό.

Κάτσε να οργανώσω το μπλέξιμο που αναπτύσσεται. Πρώτη φορά, φτιάχνω σταυρόλεξο. Αν κάνω κάτι άλλο, παράλληλα; Κάτι παρακολουθώ. Θέλει χρόνο να χτιστεί αυτό, στο χαρτί.

Κάνω μια γκριμάτσα με το φρύδι. Όχι, δεν είναι έννοια από το 13 επί 13.

Βοήθεια;

Δουλεύεις σε περιοδικό με σταυρόλεξα;

Κι εγώ που ήμουν;

Όχι, δεν είμαι ανώνυμος.

Απλά, άβγαλτος.

Πως;

Κι εσύ;

Αν θέλω το πιστεύω αυτό.

Παρακάτω:

ΠΕΡΙΜΕΝΕ.

Με καλεί η φύση.




Τι έτρωγες;

Ελπίζω όχι τσιπς, από ορυκτέλαιο.

Γελώ –μόλις.

Ηλιέλαιο;

Θα ξεχαστεί κι αυτό; Έχεις δίκιο.

Τελικά είναι ωραία τα σταυρόλεξα.

Κάτι ακούω. Μουσική;

Όχι. Καλά κάνεις.

Είπαμε, η λύση στο τέλος. Τι; Είχα πει, αργότερα;

Αργότερα. Αργότερα. Ά τόσο καλά. Έεεεε.

Που με ξέρεις, που σε ξέρω. Χιούμορ, επτανήσιο. Ναι.

Όχι, δεν πάει εκεί, λέξη. Δεν ταιριάζει, σου λέω!

Κάτι εύκολο. Εντάξει.

Όχι, δεν πληρώνομαι εγώ.

Καθυστερώ;

Χαμογελώ….

Κάτι πάει να ψελλίσει η συνείδηση, αντιπαρέρχομαι όμως, για τους μη γαργαλιστικούς, πρακτικούς, λόγους. Γι’ αυτό και δε θα πάω, φέτος, καλοκαίρι, για πλάτσα πλούτσα. Γιατί, 20 χρόνια τώρα……….

Τι έλεγα; Χαμογελώ, θυμούμενος ένα σύνθημα με μαρκαδόρο, σε μια επιφάνεια στάσης λεωφορείου: στο τζάμι, εμπρός από ένα χάρτη της περιοχής με όποια δρομολόγια: «τίποτα δεν είναι τυχαίο». Κι απέναντι μια άλλη φαίνεται, version, τίποτα δεν όναι τυχαίο –γραμμένο λάθος, προφανώς ή εσκεμμένα.

Αν λόγω καλοκαιριού, υποστηρίξουμε αυτή τη θεωρία, γιατί κανείς λογικός –νέος-άτομο- δεν θέλει, τη μοναξιά. Όχι όπως αναβάλλουν την κοινή ευτυχία, στους νέους, οι γηραιότεροι, λόγω ζήλιας. Τι ζηλεύουν; Το λείο δέρμα, τον έρωτα, τη χαρά να κοιτάς κάτι ακόμα, ελκυστικό. Λαμπερό. Άρα, αν η ολοκλήρωση δεν είναι κάτι τυχαίο, ποιος έχει δικαίωμα να μας κοροϊδεύει στα μούτρα μας: περιμένοντας όλες οι ρομαντικές ψυχές, την αγνή αγάπη. Ακολουθώντας το σαχλό, που σαν ηρεμιστικό, καταστέλλει την αϋπνία, παρομοίως δηλαδή, το: «τίποτα δεν είναι τυχαίο», είτε σε αγχώνει επομένως, είτε σε ρίχνει σε απάθεια. Επειδή περιμένεις να σε ανακαλύψουν, αγνά, οι υπόλοιποι. Συ δε προσπαθείς, όχι πως τούτο, δεν είναι παρόμοια ουτοπία, χάνοντας χρόνο. Καλοκαίρια. Δηλαδή αν μολύνουμε ιστορίες, με στοιχεία της αληθινής ζωής: κάτι που δεν επιθυμεί το πρόσωπο αναγνώστης, που πήρε μαζί, το βιβλίο, στη παραλία. Όλες οι συναισθηματικά, κατανοητά δομημένες ως ονειροπόλες ιστορίες, που αναπαριστούν όσο είναι δυνατό πιο πιστά, τι ζητά μια ρομαντική καρδιά.

Κάνουμε το λάθος, πιότερο ν’ απορροφούμαστε στην ανάγνωση, απ’ το ζούμε, πρακτικά, αυτές τις στιγμές. Και πες, ένας άντρας μπορεί να περιμένει, έως το πολύ, λίγους μήνες (όχι χαζά, 20 χρόνια, αφύσικα). Μια γυναίκα όμως; Που ‘ναι έξυπνη, δε θέλει στο τέλος του Αυγούστου, να μην έχει τίποτα να θυμάται: ούτε μπάνια, μήτε ηλιοβασιλέματα, βόλτες, ταξίδια, έρωτες. Τελικά οι άντρες είναι οι ανόητοι, από τα δύο ανθρώπινα φύλα.

Όσο περί αφύσικης υπομονής ή πως και οι γυναίκες στο σύνολο τους, αρέσκονται να κοροϊδεύουν το αντίθετο τους, ώστε να μαζεύουν αναμνήσεις, δεν.. ξέρω, συζήτησε τα με άτομα που ψυχαναλύουν παρά είναι φίλοι. Και μετά απορείς: μ’ έκανε πέρα.

Εγώ θα θέσω μια νέα θεωρία: «αν η κατάληξη, ως προορισμού, ως ολοκλήρωση, ως μη τυχαίο, βρίσκεται ως μετάβαση σε ένα νέο πεδίο, θέτοντας το στο μακρινό φεγγάρι, τότε μεταβαίνουν εκεί, μόνο οι πλούσιοι». Αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους, εσωτερικά, ως νόηση, αν το δούμε ρεαλιστικά, πλούσιο. Τωρινό. Δεν χάνουν με τίποτα, χρόνο. Εννοείται από τη στιγμή που τους κατακλύζει ολόκληρους, πως σε αυτή τη ζωή η παρέα είναι ένας πρακτικός, σύντομος τρόπος (να περνάς άσκοπα, την ώρα σου, μη δημιουργικά).

Μόνο ένας ανόητος προσπαθεί να προκαλέσει το τυχαίο. Ένας ανόητος που βρίσκει άλλους ανόητους, να κάνει παρέα, ναι, όντως εδώ το τυχαίο δεν λειτουργεί. Σοφά τυχαίο, κάθε πράγμα στον καιρό του κι άλλα τέτοια κουκουνάρια, που εκσφενδονίζουν τα κινούμενα πράγματα, με επίπεδες πατούσες ή στρογγυλό σχήμα, από λάστιχο. Ο ανόητος όντως δημιουργεί φιλίες ή ικανοποιεί το όργανο του πάντοτε και πάντα: ο τύπος του ανθρώπου που αποκαλεί μαλάκα, το φίλο του, κλπ κλπ. Όσο για ορισμένους άλλους, …ανόητους, που βλέπουν το τέλμα, το προσωπικό τους, μόνοι, κακομοίρηδες και άπλυτοι από κοινωνικότητα, απλά ξέρουν, διαβαίνοντας την τρίτη δεκαετία του βίου τους, πως είναι ικανοί να πάρουν πρωτοβουλίες –ειδικά προσεγγίζοντας το αντίθετο τους φύλο- όμως τούτο προϋποθέτει κοινωνικότητα στο επίπεδο των ανοήτων. Προσωπικά η ευκολία στο να παίρνεις, τόσο αργοπορημένα, πρωτοβουλίες, φαντάζει υπερβολική κουταμάρα. Κάπως έτσι, ψάχνεις για μικρότερα πρόσωπα, ως ταίρι, κάπου λίγο πάνω από τα είκοσι. Αν και μια 19άρα, δε θα χάλαγε κανέναν άντρα.

Άξια παραπονούνται ορισμένα θηλυκά, γιατί να ‘ναι μόνες, τούτο να θλίβει το περιβάλλον, κάθε περιβάλλον, μες το οποίο κινούνται.

Τι να πω. Καλή τύχη αυτό το καλοκαίρι.

Για μένα, θα στο πω από τώρα, 31 Μάη, πως στο τέλος του καλοκαιριού, δεν θα έχω τίποτα να θυμάμαι, από όσα ανέφερα πως θα ‘πρεπε ήδη να ‘χε βιώσει κάποιος. Ως τώρα, μετά τα τριάντα.

Η φυσιολογική ζωή, με εμπειρίες, είναι για όσους δεν ενοχλούν το Κράτος, με τα γραπτά τους. Τους αφήνει ο Θεός, να καταστρέφουν, ζωές. Εύγε, μεγάλε.

Ας μείνουμε όμως στο διασκεδαστικό σταυρόλεξο.

Όπως η χημική εξίσωση, που ενώνει, γνήσια, δύο φύλα, κάπως έτσι, χαλαρά, δες τούτο το 13 επί 13. ας το χτίσουμε, τώρα, εδώ, όπως, μας έρχεται, κι άσε τους άλλους να περιμένουν ματαίως, το τυχαίο.

Τι θα είναι η επόμενη έννοια; Σε ποιο κουτάκι; Τι θα σημαίνει;

Ας μπερδέψουμε λίγο, το άκρως οργανωμένο, τυποποιημένο, σύνολο, λέξεων, καθέτως και οριζοντίως.

Επτά οριζοντίως: όταν ανακατεύονται τα πράγματα. Οχτώ χαρακτήρες. Μουτζουρώνουμε. Θα φτιάξω καφέ. Θέλεις;

όπως σου αρέσει.

.Τα καλύτερα έρχονται. Άλλη ωραία θεωρία, αυτή.

Που είχαμε μείνει;

Στη πραγματικότητα. Του σταυρόλεξου. Δύσκολα προχωρά. Όσα κενά δεν συμπληρωθούν, είναι απλά, άτομο αναγνώστη, οι πλευρές τις δικής σου προσωπικότητας. Όχι, δεν πάει εκεί, αυτή η λέξη, στο 3 κάθετα. Αν ήταν το δεύτερο Ρ, ένα κουτάκι πιο πάνω, και το Α, στο τέλος: Ιεραρχία. Ναι, δε θα το αναλύσουμε τώρα. Καλοκαίρι, έ; Θα ‘χες όνειρα κι εσύ, έ; Αν κολλάει η λέξη, κάπου; Που τη θες; Ναι, θα κόλλαγε στο τέλος του 5 οριζοντίως, μπορεί όμως να τύχει καμιά μεγάλη λέξη.

Λοιπόν!


Τρία κάθετα. Τέσσερα γράμματα. Πολλά. Ότι φυλάμε ως κόρη οφθαλμού. Μουτζουρώνουμε. Έλα, εύκολα βάζω. 4 οριζοντίως, πέντε χαρακτήρες: έτσι κρατάς το χέρι –ως άντρας- της αγαπημένης σου. Μουτζουρώνουμε. Πέντε βήτα, ζήτησες; Καλή… έννοια, αν ο πόλεμος έλυσε ποτέ, τίποτα, εκτός από 400 χρόνια, ξένο ζυγό. Απλά ήταν άμυνα, εκ μέρους του Έθνους μας (άραγε 400 χρόνια, τεμπέλιαζε η αντίσταση;). Χμ, δύσκολα ξανά. Αν θα ‘πρεπε να ‘ναι μικρότερο, από 13 επί 13; Γιατί, έχεις να πας κάπου; Κάπως έτσι, παρομοίως βαριέμαι να τελειώσω κάτι που ξεκίνησα (όχι γιατί, μας ψεκάζουν εναερίως: βαριεστημάδα. Ηρεμιστικό για προσωπικότητες που καίγονται σε κρεβάτια, παρά στο μυαλό, ως ενεργοί πολίτες).

Σε τι τομέα βαριέμαι να τελειώσω κάτι που ξεκίνησα;

Έ είναι κάποια που συμπαθώ, κάπου, αλλά τι να το κάνεις. Δεν ευοδώνεται κάτι, αν το κυνηγάς –ως μη ανόητος.

Χαμογελάς.

Σου άρεσε αυτή η θεωρία που κοντράρεται με το: τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Δεν κοντράρεται;

Εσύ ξέρεις.

Πάλι το: αντέχω, έχεις κατά νου. Δεν κολλάει πουθενά.

Τον καύσωνα;

Γελώ.

Σου είπα, δεν είμαι καλός στα σταυρόλεξα.

Αλλού;

..

όσο υπάρχει εσωτερική γαλήνη.

Χμ, 2 Β, από τρίτο κουτάκι οριζοντίως, γιατί από Υ, δεν βλέπω να ξεκινά κάτι. Καλή η έννοια: επάρκεια. Έλα μου όμως, που το γιώτα ως θέση, μας τα χάλασε! Έννοια είπα. Ναι, στο 2 καθέτως είναι λίγο χάλια. Μαύρισε το κουτάκι κάτω από το ΤΟ, και το ΥΝ. Έ δε βγαίνει κάτι! Είχα πει για κενά κουτάκια; Θα δείξει…

Η ιδιοκτησία, είναι μεγάλη ιδέα. Έλα, ένα εύκολο. 3β, τρία γράμματα: περιοδικό για υπολογιστές. Έλα τώρα! Τι πιο εύκολο.

Σου άρεσε ο καφές;

5 βήτα οριζοντίως. Οκτώ κουτάκια για γέμισμα: Τι κάνω όταν μου αρέσει ένα πρόσωπο: Ρήμα. Μουτζουρώνεις –στο τέλος. Ναι, στο 5 καθέτως δεν βγαίνει λέξη. Μουτζούρωσε, πάνω κι από κάτω, από το παράδοξο ΠΑΟΟΤ! Χε! Βγήκαν και δυό χαριτωμένα: ΕΠ, και ΜΙ.

Τι θα γίνει μ’ εκείνα τα κενά κουτάκια;

Θαρρώ, ορισμένοι κοροϊδεύουν.

Καλή κι η θεωρία, του: δε βαριέσαι.

Δεν είναι ωραίο να μιλά, κανείς, μόνος του;

Έλα, 1 βήτα, έως κάτω. Ρήμα. Δύσκολο στ’ αλήθεια, στον καιρό μας. Χρειάζεται, για να μείνει μαζί, το ζευγάρι, για πάντα.

Τι είπες;

Βαρύς αχός, ακούστηκε;

Αυτό το ρήμα, το αισθάνεσαι, σπάνια φυσικά, αν και για να είναι κανείς, τόσο πρόβατο….

Ναι!

Μουτζούρωσε κάτω από το κουτάκι στο 6 βήτα, καθέτως. Έτσι γιατί μ’ αρέσουν τα εύκολα. Γκούχου, γκούχου.

7 βήτα καθέτως, ως κάτω. Χρεωμένοι οι περισσότεροι Έλληνες.

9 βήτα, οριζοντίως, ναι, σωστά το μάντεψες. Τι; Η εξυπνάδα δεν είναι αυτή που λύνει τα προβλήματα;

Πιθανόν…

Καλή έννοια, το αργήσαμε, για το 11 οριζοντίως, αλλά, μας το χαλάει η θέση του τελικού, έψιλον. Ψάχνεις λέξεις με πολλά γράμματα;

Πολύ ωραία και η θεωρία, πως κάθε ημέρα είναι η παγκόσμια ημέρα του εαυτού μας, και όσοι το γνωρίζουν, κερδίζουν. Τι θες τώρα; Να θυμώσω;

Αντιπαρέρχομαι.

Ακούω Δωρογυναίκα. Που κι εσύ αγαπάς, κάποιο πρόσωπο, αλλά μόνη σου θα τη βγάλεις, το καλοκαίρι.

Είμαι χαιρέκακος;

Τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Παγκόσμια ημέρα του εαυτού μας, my κώλος.

Relax, μεγάλε. Αυτούς, δεν τους βάζει εμπόδια, ο Θεός.

Πάμε παρακάτω:

Δε θες να με δεις, θυμωμένο.



Μέχρι που φτάνω;

Έως τέλους.

13 κάθετα, 10 χαρακτήρες. Ρήμα. Πράγματα που δεν κρατώ για τον εαυτό μου, μόνο. Μουτζουρώνουμε. Ναι. Όλα πρέπει να τα λέμε. Όχι, δεν με επηρέασε ο καφές. 1 οριζοντίως, στο γάμα: αρχικά οργάνωσης για το καλό του Έθνους –νομίζω.

Τι πράγμα;

Πρέπει να μου πηγαίνουν όλα καλά, για να μη θυμώνω;

Έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ακούγονται.

Τι έκανε λέει; Δε θα κάνω ποτέ, παρέες, άμα συνεχίσω έτσι;

Τι είσαι; Medical doctor, κι εσύ (από τη γνωστή, περιοχή της πόλης).

Αντιπαρέρχομαι.

Δεν συγκρίνονται οι μισθοί… μας. 10 βήτα, καθέτως. Ρήμα: στις επάλξεις της φαντασίας, με χαμόγελο. Μουτζουρώνεις το προτελευταίο κουτάκι. Είδες που πάει μόνο του, να μείνουν, κενά κουτάκια; Κάπως έτσι σέβεσαι τον άλλο. Του αφήνεις χώρο.

Ά ρε αγάπη που ελπίζεις!

Και το περιβάλλον ελπίζει. Αλλά ούτε κι εγώ, βγάζω κάποιο πλαστικό, με νερό, στο πεζοδρόμιο, να πίνουν οι γάτες και τα σκυλιά.

Καλά. Αργότερα.

Όταν λείπουν τα χρήματα, πολλές θεωρίες καταλαμβάνουν το χώρο, του στυλ: όλοι είμαστε άνθρωποι. Μα τι λες τώρα; Όλοι έχουμε τη δύναμη να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας (θα είναι τα ίδια βιώματα, που το παράγουν αυτό. Τώρα τι ακριβώς είναι αυτό το άτομο που τα λέει αυτά: ναι ή όχι, ανόητο, που αγοράζει και πουλά, ικανότητες, ανθρώπους).

Βαριέσαι;

Σ’ ενοχλεί πιθανόν, που ο άλλος δεν έχει ότι εσύ, κάρτα ζωής.

Τόσο με σέβεσαι άμα βαριέσαι.

Όσο σεβάστηκα κι εγώ.

Ναι.

Τι θα ‘λεγες αν σε άφηνα να ολοκληρώσεις, εσύ, το σταυρόλεξο;

Όχι, δεν τσακωνόμαστε.

Αυτά για κάτι άρρωστους, που ρίχνουνε μπηχτές, μέσω μηνυμάτων, ζωντανά στη τηλεόραση, επειδή ξέρουν ότι βλέπεις, συγκεκριμένες μουσικές εκπομπές.

Όχι: δεν τα παρατάω τόσο εύκολα: 13 οριζοντίως, 10 γράμματα. Ο άνθρωπος…ιδιότητα, καύχημα, για το εξωτερικό παρουσιαστικό. Μουτζουρώνεις. (Μπανιστηρτζήδες της εξουσίας).

Πάω ξανά. Με καλεί η φύση. Χαμογελώ με το μοναδικό τρόπο, που δικαιούμαι να με καλεί.

Έλα τώρα!

Αφού σ’ αρέσει να γκρινιάζω.

Καλά καλά. Θα τα πούμε μετά.

Τι λες; Θα το τελειώσουμε το σταυρόλεξο;

Μισό λεπτό! Μεγάλη παρέα βλέπω εκεί. Να κόψω φάτσες: ο γνωστός της παρέας, φασαριόζος, αγαπητός από τις κοπέλες, δυστυχώς μόνο για φίλος. Κείνη η κουκλίτσα, που θεωρώ φυσικό να θέλει να βγει από το κουκούλι της ντροπαλότητας. Μια άλλη με περισσή ενέργεια: φάε κάτι, γλυκιά μου. Ά είναι και μια άλλη, που πρέπει να ‘χω συναντήσει κάπου. Ά, δε λέω!

Θα κατεβείτε, παραλία, για καφέ, ακούω.

Μπράβο σας.

10 βήτα οριζοντίως από έκτο κουτάκι, μαυρίζοντας δύο, τώρα, στη σειρά. Έξι χαρακτήρες. Ίδιας χρησιμότητας έννοια, με: ύστερα, αργότερα, κλπ. Μουτζουρώνουμε.

Όχι καλό μου: 12 οριζοντίως: προϊδεάζω. Το ζήτα βρίσκεται σε λάθος σημείο. Κρίμα.

Έχεις καμιά ιδέα;

Το λοιπόν: 12 οριζοντίως. Ρήμα. Οκτώ χαρακτήρες. Στέλνω κάποιον δικό μου, τον προετοιμάζω. Μουτζουρώνουμε. Καλώς εννοώ. 11 καθέτως: 5 κουτάκια. Ένα επίπεδο πιο….. Μουτζουρώνεις. 6 οριζοντίως, γάμα, ήρωας παραμυθιού (έχω πάρει φόρα, πάμε για το επόμενο). 11 βήτα, οριζοντίως, από τρίτο κουτάκι, μαυρίζοντας το προηγούμενο: οκτώ χαρακτήρες, τώρα. Ρήμα. Το κάνει ο ανώτερος στρατιωτικός στο στράτευμα. 12 κάθετα, γάμα. Όχι μισό. 12 βήτα. Προσκαλείς κάποιο πρόσωπο.

Έξω φυσικά. Το ποιον βάζουμε σπίτι μας. Άλλο αν μπαίνουν απρόσκλητοι ήχοι-μουσικές, ή θεωρίες από τη τηλεόραση.

9 γάμα, οριζοντίως: υπόσχεση. 11 βήτα καθέτως. Άλλου είδους υπόσχεση.

Λοιπόν κλείνει εδώ το σταυρόλεξο. Με όποια κενά. Εξάλλου, βρίθει ειδικότερα, η Πρωτεύουσα, από αλλοδαπούς. Άρα το σταυρόλεξο έχει προοπτικές.

(Η λύση στο τέλος του βιβλίου… Θα δείξει).

14


















Ιλουστρασιόν σελίδες


Κι όμως ένα ηχομονωτικό τζάμι, μπορεί να το προκαλέσει αυτό: τη διακοπή. Ότι εξυπηρετεί ο χρόνος. Το βλέμμα δεν αναπαύεται στα εμπόδια. Συναντιούνται υπό γωνία, λίγο πιο δω, λίγο πιο κει –απέναντι- στους τωρινούς, σταματημένους συρμούς του ηλεκτρικού. Σα σε βάραθρο, οι γραμμές, ανάμεσα στα προηγουμένως, κινούμενα κουβούκλια, θαρρείς. Το κοινό βλέμμα προοδευτικά, περνά από τη φιλικά ανθρώπινη συμπεριφορά, στην οπτική συζήτηση.

Λένε πως οι άνθρωποι μπορούν να κινήσουν βουνά, αν αγαπούν. Οι συνεπιβάτες απλά θ’ αντικατασταθούν από νέα πρόσωπα-ψυχές, που δέχτηκαν να αφαιρέσουν τον πιθανό τους φόβο, κατεβαίνοντας δω κάτω.

Ίσως αν με είχες πλάι σου, σ’ εκείνο το κάθισμα, της μίλησε με τα μάτια και κείνη του απάντησε, πως φορές άφηνε τον εαυτό της να φαντάζεται πως είναι ζευγάρι με κάποιον νέο άντρα στο διπλανό κάθισμα, που της άρεσε: ο σεβασμός σε σχέση μ’ εκείνη. Προσέχοντας πάντα; ρωτά το αντρικό βλέμμα. Να, πάντα, του αποκρίνεται ντροπαλά.

Πες μου, τη ρώτησε, άφησες ποτέ να κοιτάξουν το πρόσωπο σου; Καλά φυλαγμένοι και οι δύο, αντικριστά σε κάθε βαγόνι, που ίσως οι συρμοί να ενώνονταν οι άκρες τους, στριφογυρίζοντας έως ότου γνωριστούν τα μάτια: διακρίνουν το χρώμα. Τη διάθεση μες το υπόβαθρο των αναμνήσεων: ανταποκρίνονται μόνο με τη θύμηση. Το βλέμμα καθρεφτίζει μια ήδη γνωστή συγκυρία, συνάντησης, σε κάποια κατασκήνωση, κοιτώντας θάλασσα. Πες μου, τη ρωτά: παρατηρούσες το χρώμα του ωκεανού, ή απλά εισχωρούσες στα ρηχά, ευχαριστημένη με το νερό που σε δεχόταν.

Θα ‘πρεπε στα περιοδικά να προσθέτονταν οι δικές μας εικόνες, τα στιγμιότυπα: που φέρνανε οι εποχές. Να τεντώναμε κι οι δύο, το χέρι, ν’ αγγίζανε τα ακροδάκτυλα. Πες μου, όταν ήσουν μικρή, σκεπτόσουν τρυφερά, κάθε τι; Ρουφώ κάθε σου χαρακτηριστικό: η μυτούλα σου, τα μάτια, ο σκελετός του προσώπου. Τι όμορφα που δένουν. Δεν βλέπω αν έχεις μακριά μαλλιά. Αφήνεσαι. Ταπεινό, κοινό, ύφος. Είναι όλα τόσο φυσικά. Οι συνεπιβάτες αφήνουν χώρο, δεν είναι αδιάκριτοι –βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο χρόνος κάπου βραχυκύκλωσε. Τέντωσε το χέρι σου.

Το βλέμμα είναι ειλικρινές. Αγαπά ότι παρατηρεί. Φρεσκάρει τη μνήμη, ποια αυλάκια τρυφερότητας έσβησαν τα πρώτα πάθη ή οι στενοχώριες, να περιμένεις καλοσύνη, λες: οι γύρω σου διαβάζουν τη ψυχή –όσοι αφήνουν εαυτό, να λειτουργεί με τη διαίσθηση. Το παρουσιαστικό γεννά όλες τις λύσεις.

Ο χρόνος σε έφερε εδώ. Σ’ απόθεσε απέναντι μου. Σηκώνεσαι όρθια. Είσαι λεπτούλα. Ντροπαλά όμορφη. Χαμογελάς. Έχεις κάτι από μια ανάμνηση. Πες μου: όλοι οι συρμοί κάνουν τέρμα στη θάλασσα; Κει όπου οι ράγες είναι ιδιαίτερα βαριές, πιότερο από τα βάσανα που πρόσθεταν οι ανήσυχοι, μετακινούμενοι κάθε φορά, πολίτες.

Πάντοτε υφίσταται ο χρόνος, η κοσμική ύλη. Ησυχάζουν.

Σιωπή.

Τώρα κάθομαι πλάι. Διακριτικά σε λατρεύω. Λεπτούλα. Αγάπη μου, μιλά η συντροφικότητα. Είσαι σιωπηλή. Η ταυτότητα όμως, των αναμνήσεων, είναι πάντα παρών. Σε νοιώθω. Κοιτάς τα γένια μου, λίγων ημερών. Τις φλέβες στις παλάμες. Με κοιτάς γιατί με νοιώθεις κοντά σου. Σαν από δωματίου, συνάντηση, ενηλικιώνοντας τα σώματα, το πνεύμα. Όχι όμως κι η γνώση για το ποιόν της κοινωνίας. Καθισμένοι πλέον, σ’ έναν καναπέ εξοχικού, που κοιτά μια θέα, ενόσω ο θαλασσινός αέρας, μας γνωρίζει. Βράδυ. Η φωνή σου. Δεν άκουσα τη φωνή σου. Λεπτούλα. Το διαβατήριο σου με τον πραγματικό κόσμο. Μίλησε μου για σένα, μα μείνε πλάι.

Κάποιοι, μας διαβάζουν σε ιλουστρασιόν σελίδες, φωτορομάντζων. Τέτοια χημεία. Τέτοια γλυκιά συμφωνία των φύλων. Το ράδιο παίζει χαμηλά, Ελληνικά, αγάπης, καλοκαιρινές ακίδες, ποιότητας. Δροσίζει. Κάτι τ’ αστέρια, η αιώνια φωτεινή τους θέση, σα σε πρίσμα ενώνονται οι ψυχές. Σα να σε γνώριζα από τότε, τον καιρό που τα πρώτα όνειρα, μη έχοντας δικό άνθρωπο, να αγαπήσουν, έπλεκαν σα γονιός, τη φύση μέσα τους. Γιατί κάπου εκεί έξω περίμενες κι εσύ, στη θέα να φανεί, η φιλική σχέση της αποδοχής, μεταξύ άντρα και γυναίκας. Γνήσια τρυφερά. Λεπτούλα. Σαν από πάντα ενσωματωμένη στον φυσικό κύκλο της φύσης.

Της ζωής, αγγίζεις το πρόσωπο μου. Σφαλίζω τα βλέφαρα. Το εσωτερικό μιας μου παλάμης στηρίζει στο ίδιο σημείο, την αγνή σου προσέγγιση.

Τον χρόνο σταμάτησες.

Διάσπαρτα κλικ, μια ενότητα.

Αιωρούμαστε;

Πες μου, με σκεπτόσουν, μόνη. Ο ίδιος, αρκετά. Καθόμουν πλάι σου, συμπαραστεκόμουν, αφομοίωνα τις δονήσεις από τους προβολείς των οφθαλμών σου. Πλησίαζες σε κάθε σου επιστροφή στη πραγματικότητα, μετακινούμενη με το συρμό που μόνο το σώμα μετέφερε. Το πνεύμα ήδη ταξίδευε. Ανέμενες να φωτίσει άλλη αύρα: δικιά σου ψυχή, που σε περίμενε στο κατάλληλο σημείο, στη στιγμή που ‘χες άνεση να ανοιχτείς, σα να μην υπήρξε ποτέ, τίποτε άλλο. Πέρα από ένα καλοκαίρι. Που παρατεινόταν συναισθηματικά, στους θερινούς μήνες της μοναχικότητας. Αναμένοντας πρακτική συμπαράσταση.

Πες μου –μιλάς- λείπει η αγάπη, όταν κάποιος δεν την εξωτερικεύει ως δάκρυα; Στεγνός βίος δίχως πλήρη, σ’ ετούτο, συγκατάβαση. Ποιος άκουγε τα βήματα σου. Ψυχικά.

Σκέψεις απ’ ανάγκη για ευγένεια. Ή ως χαμόγελο μιας παρέας, δύο κινούμενων, πρώτα με τις πατούσες, πλασμάτων. Τι κουβαλάς συ, στο δρομολόγιο του συρμού σου. Τι έχεις να μου δείξεις σε κάθε βαγόνι. Τι θεωρείς πολύτιμο. Κάτι που δε διαφεύγει από τις σχισμές. Από τις δίφυλλες πόρτες που σε κάθε στάση, ανοιγοκλείνουν. Διακόπτοντας προσωρινά, το ρυθμικό γλίστρημα των τροχών, στις ατσάλινες δοκούς. Ασφαλίζοντας τις λεπτές άκρες των τροχών. Απορώντας κι εσύ, φαντάζομαι, πως το ρεύμα δίνει κίνηση σε κάτι τόσο βαρύ.

Ο χρόνος διέκοψε το λαλίστατο πήγαιν’ έλα.

Τώρα, κάθε συρμός είναι η προέκταση δύο αποκλειστικά, χαρακτήρων. Όπου όμως θα κινούνταν με ενέργεια τα αγνά, προσέγγισης, θέλω. Δυό ψυχών, σε διαφορετικά σώματα, με συγκλίνουσα διάθεση.

Το βάρος να μεγαλώνεις κάποια φορά –μου λες- μετατίθεται στους μόλις ενήλικους ώμους, κι εμείς, καθένας, πρέπει να στέκεται αντάξια. Ολοένα πιο σταθερά, για να ‘χεις την αξιοπρέπεια εμπρός στον ήλιο και το γαλάζιο ουρανό: που κάθε τόσο, χλομιάζει με τα βάσανα των ανθρώπων: Σα γονιός, αποτυπώνεις μέσα σου, τις μορφές τους.

Πες μου –της ζητώ μια εξήγηση: τους έχεις εδώ, στο δικό σου συρμό;

Ποιους; Αντιρωτάς.

Αυτών που σε επηρέασε το ίχνος της αναφοράς τους, ρεαλιστικά ανάμεσα μας. Πες μου, σε ποιο βαγόνι, τους κουβαλάς; Πως τους περιποιείσαι. Ποια η στάση του σώματος, -χαμηλωμένο το βλέμμα ή σε ευθεία- σα να μεταθέτεις όλο σου το είναι, στα “ξένα χωράφια”. Κει όπου αγαπάς και φροντίζεις, ότι καιρό κι αν κάνει έξω, μου αποκρίνεσαι. Και προσθέτεις: τα αντικείμενα συν-υπάρχουν για να, μας εξυπηρετούν. Να όμως που αντικείμενο γίνανε και οι τροφές πλέον. Και ποιος διατηρεί σ’ ένα ζεστό βαγόνι-δωμάτιο, κάτι που μπορεί να αλλοιώσει ο μίνι, καλοκαιρινός, καύσωνας; Πιότερο την αισιοδοξία ή οι ευκαιρίες. Μα πρέπει να κατεβείς από τους γρήγορους ρυθμούς, λέω την άποψη μου. Για κείνη την ευκαιρία που ανέφερες. Δεν επιτρέπεται να είμαστε μηχανές.

Ολοένα σπαταλούμε πόρους, δυνάμεις, νοητική δύναμη.

Ολοένα μοναχικά, συμπαραστεκόμαστε, μιλάς συ τώρα –λεπτούλα μου- με το νου, από το δωμάτιο μας, υπέρ προσώπων που μόλις, τα φέρνουν βόλτα. Όπως εκείνος ο παλιός φίλος, σε κάποια παρέα, πριν μερικούς μήνες –εκφράζεσαι πιότερο- που ο βασικός μισθός, δεν του έφτανε, οπότε αυτοκτόνησε. Πολύ λυπηθήκατε.

Ίσως αν συμβίωνε με κάποια.


Όχι όχι. Τούτο δε θα έλυνε τίποτα, αποκρίνεσαι. Ήταν πολύ καλό παιδί.

Ίσως έχουμε ανάγκη τη φασαρία, για να ακούμε τους άλλους. Ή να περιθάλπουμε με τις ισχνές μας δυνατότητες, τους φίλους κυρίως, μεταξύ μας κυρίως, γιατί όλοι μας είμαστε ταπεινά πλάσματα, λες στη συνέχεια.

(Έλεγα πως θα πεις: αδύναμοι, μα ποιος ανεξάρτητος το παραδέχεται;).

Είναι ισχυρή η φιλία, έ; Ρωτώ. Ειδικά αν τύχει να έχει ένας, αυτοκίνητο, απαντάς.

Ξέρω γιατί το λες, λεπτούλα μου –της μιλώ φωναχτά. Με το χαϊδευτικό της. Για να βολευόμαστε, ιδιαίτερα τώρα που καιγόμαστε για πλάτσα πλούτσα.

Δεν είναι όλοι συμφεροντολόγοι, αποκρίνεσαι, διακριτικά.

Ίσως αν αγαπάγαμε το αντίθετο μας, στη παρέα, που τα φέρνει δύσκολα, να μην συνέβαινε κάτι μοιραίο (χαζά, σε δοκιμάζω).

Χλομιάζεις.

Μιλάς:

Ναι, τελικά είναι ελάχιστοι οι άντρες που μπορεί να δεχτεί μια ταπεινή κοπέλα, στο δωμάτιο της.

Ή σ’ όσους θα έδινα, πράγματα, εγώ, χάρισμα, από το υστέρημα μου.

Γιατί; Περιμένεις ανταπόδοση, πάντα;

Όχι ακριβώς, αν και δεν επιτρέπεται να ‘μαι εσαεί, το κορόιδο, σου λέω.

Την κατανοώ, όμως, τη λεπτούλα –μου. Μπορείς να σκέπτεσαι με καλοσύνη, τους γύρω, πρακτικά όμως τι γίνεται. Κοπέλες έχουν φιλοξενήσει φίλες τους, με πρόβλημα. Ένας άντρας θα τολμούσε να συγκατοικήσει με κάποια, που έστω συμπαθεί, επειδή ανήκει στο τύπο των ανθρώπων που λάβανε ανατροφή. Αντάξια, ώστε να σε αποκαλούν εκείνες: κύριο. Κάτι σαν την άδολη, αθώα επικοινωνία, μεταξύ ατόμων.

Με το ίδιο επίγειο όνειρο: να είναι ειρηνικοί. Πρακτικά.

Τη ρωτώ κάτι:

Έχεις αφήσει ποτέ, κάτι, πίσω σου, ώστε να μεταβείς στο στάδιο της γαλήνης;

Μόνιμα; Αντιρωτά.

Φυσικά, απαντώ.

Κάπως έτσι δε διασκεδάζεις περισσότερο; (αφήνεις τη λεπτούλα, χαριτωμένη σου παλάμη στον καρπό μου. Νέοι φίλοι, πλην άγνωστοι ως ονοματεπώνυμα. Κοίτα να δεις πως συνέπεσε να ‘χουμε τόσα κοινά σωματικά στοιχεία, ως οργανισμός).

Σωστά -αποκρίνομαι- μόνο που δεν είναι, τόσοι, τυχεροί.

Να το συλλογιστούν; Ρωτάς.

Να παραδεχτούν, πως θα ζουν μόνο για να εργάζονται, για το νοίκι, τα πάγια. Έπειτα βγαίνουν κάθε δυό μέρες, σε κοντινές λαϊκές, μεσημέρι, μαζεύοντας τα πεταμένα. Ως συνήθως η φτώχεια δεν έχει σπόνσορα.

Εσύ θα το έκανες; Μου απευθύνεσαι (καθισμένη ακόμη στο ακίνητο βαγόνι σου, γιατί στο δικό μου βίο-συρμό, δεν θα δεις κάτι αξιόλογο).

Όταν σε κόβει η πείνα –μιλώ κατευθείαν δίχως φόβο πια, για τίποτα.


Δε μιλάμε τώρα.

Είναι η στιγμή που οι δύο πόλοι της ανθρώπινης φύσης, απολαμβάνουν ήσυχα, τη μεταξύ τους αλληλοκατανόηση, σ’ ετούτο το σημείο, του δυτικού ημισφαιρίου. Μακριά από πόλεμο, καταστροφή. Απλή επάρκεια σε ικανότητα σπατάλης.

Κι όμως είμαι σίγουρος πως σε κοιτούσα σε ένα από τα βαγόνια, του συρμού σου, λεπτούλα. Κάποια ψυχή, θα φιλοξενούσες: πιθανόν τη τσιγγάνα που πωλούσε χαρτομάντιλα στο φανάρι. Μια γιαγιά που ‘χε τα φόντα να θεωρείς δεύτερη σου μητέρα. Πόσες φορές συζητούμε τα προσωπικά μας, αν και έχω την εντύπωση, πως τούτο αποτελεί γνώρισμα των αντρών: να μιλάνε. Μια έξυπνη κοπέλα δεν διαθέτει χρόνο, να επεμβαίνουν τρίτοι, στα του βίου της. Ανθρωπιά ανθρωπιά, όμως η δημιουργία οικογένειας, επιβάλλει να φέρνεις καρπό, λόγω έρωτα για την ίδια τη ζωή. Όχι μουτζούφλης γονιός, που απλά υπομένει.

Ποιο βαγόνι είναι η καρδιά σου; Τη ρωτώ.

Τη πιάνω απροετοίμαστη.

Το προτελευταίο, χαμογελά.

Το πίσω πίσω, θα το ‘χεις αποθήκη, φαντάζομαι.

Μπορεί, -με κοιτάς, γλυκιά μου, κατευθείαν στα μάτια. Κάπου κει τοποθετούμε, για όσα αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη –προσθέτεις- αν και εκεί ξεχνάμε κι οι ίδιοι, να χαλαρώνουμε. Σα κήπος πίσω από το σπίτι. Κάπως έτσι κατακτάς θετική στάση, ρεαλιστικά, στη ζωή. Δημιουργώντας φιλίες που αντέχουν στο χρόνο.

Και οι συγνώμες που ‘χουμε αφήσει σε ορισμένες στάσεις, αχρησιμοποίητες; Ρωτώ.

Αν είσαι ειλικρινής στο σύμφωνο ειρήνης, θα προκύψει η συνάντηση, προς διευθέτηση.

Αυτοί, που, μας οφείλουν συγνώμη; Επιμένω.

Χμ, δεν μπορούμε να τα ‘χουμε όλα, μονομιάς.

Θα ήμασταν καλύτεροι γείτονες, αν σκεφτόμασταν τι κόπο πιθανόν, καταβάλλουν οι άλλοι, για να τα φέρουν βόλτα.

Αυτό θα ήταν αληθινό βάρος, παραδέχεται.

Έχει συννεφιά, σήμερα, τόση ώστε να διαχέεται το φως στην επιφάνεια της πόλης (ήλιος τοπικά, απών). Σε ξεκουράζει όμως. Ιδίως αν προηγήθηκε εβδομάδα εργασίας.




Τώρα καθένας μας, βρίσκεται στο δικό του συρμό. Ξεκινά. Χωρίζει το βλέμμα, οπισθοχωρεί το επί τόπου, βάρος, πιότερο στην επικοινωνία. Ήταν τόσα τ’ αρώματα στο δικό της δρομολόγιο (οι γυναίκες γενικά, είναι πιο ευωδιαστές).

Λεπτούλα.

Σα ξαφνική ώθηση, προχωρώ στον δικό μου προορισμό. Κοιτώ γύρω, με τη προστασία φακών ηλίου. Χρήσιμα αποδεικνύονται, μόλις. Σα την ανάγκη να ‘ναι όλα πέρα από το τζάμι, έτοιμα προς χρήση, αν και ετούτο, αποτελεί πρακτική, όσων πιστεύουν πως η σπατάλη σε δυνάμεις κάθε είδους, αποτελεί γνώρισμα της ελευθερίας. Ξαφνική ώθηση στον κάμπο της γαλήνης, ελλοχεύοντας ο σπινθήρας της αντίδρασης, λόγω άμυνας στο κρυφό άνοιγμα της δαγκάνας, προσωρινά πάντα. Κάπου κει στα παράλια συνήθως, με χαλαρό ντύσιμο, αεράτο, συμβιβασμένοι με τη θερμοκρασία, ορισμένων νέων γυναικών, σ’ ετούτο το βαγόνι (αναρωτιέμαι αν το να γυμνώνονται… αποκαλύπτουν παράλληλα, τον …ευαίσθητο χαρακτήρα). Τι είναι πιο φωτεινό; Που, το βλέμμα, προσελκύεται; Τι διαφημίζει το προκλητικό; Είναι πιο δυνατό απ’ τον ήλιο; Πάραυτα οι προσόψεις των κτιρίων, παραμένουν ίδιες. Άσχημες ή απλά, τις υπομένεις, αρχιτεκτονικά. Φεύγοντας ο συρμός εμπρός τους, προσπερνώντας τα γκράφιτι που μάλλον παρουσιάζουν την υποβάθμιση της γειτονιάς. Σα να συναινούν οι συνήθειες των ανθρώπων, εμπρός όλα, στον ήλιο.

Όλα τα στάσιμα εκεί έξω.

Οι ταπεινές συμπεριφορές που χρησιμοποιείς, λείποντας ο ήλιος: ενός βίου, σα διαφήμιση. Γιατί καυχιέσαι;

Αποσπά, έ;

Ράγες οι ανθρώπινες διαδρομές, μες τις υποτιθέμενες ανάγκες, τόσο γυαλιστερές, που αποσπούν αμέσως. Εκτός από το να αγαπήσεις αμέσως. Εννοώ κάτι που περπατάει, ιδρώνει, παράγει ενέργεια. Τρέχει, καλπάζει στους απεριόριστους διαδρόμους των ευκολιών. Που ποτέ δεν επέρχεται κορεσμός. Ότι θαυμάζει το βλέμμα, απαγορευτικό στην ηθική. Εκτός κι αν μπεις στο συρμό της ταπεινότητας. Όπου δεν προσέχεις τις επιταγές. Έχεις απλά για να τρως, να μετακινείσαι, να ‘σαι αξιοπρεπώς ψυχικά, ισχυρός. Κι ας επιμένουν τα κινούμενα κρέατα.

Αν δεν υποκύψεις στο στόχο της παγκοσμιοποίησης: πολίτες διαρκώς διεγερμένοι σεξουαλικά (ερεθισμένοι θα ‘ταν … βαρύ), άρα μη νοήμονες χαρακτήρες (που να μείνει φαιά ουσία). Πρόβατα ψηφοφόροι, απαξιωτές των πάντων, αντλώντας …ευτυχία από τα υλικά. Διαρκώς πονηροί, κλπ. Θύματα της μόδας στα ρούχα, κλπ. Για να ‘ναι τωρινοί, ασφαλείς στην κυβέρνηση. Να τους αποδέχεσαι, γιατί δεν ενοχλούν, την κυβέρνηση. Μετά απορούν, γιατί αυξήθηκαν τα κρούσματα παιδεραστίας, γιατί ανήλικα βιάζουν ανήλικα. Γιατί οι έφηβοι ντύνονται –όσοι- προκλητικά. Γιατί 14χρονα κορίτσια, γεννάνε μωρά. Το πρότυπο της φιγούρας μοντέλο (εσύ απορείς γιατί δεν μπορείς, εσύ, να ξεφορτωθείς το προσωπικό σου μπαλόνι, γύρω από τη μέση. Τόση γυμναστική, κι όμως, κι όμως βαριέσαι να ταλαιπωρηθείς περισσότερο, για ένα τέλειο σώμα. Φτάνει πια!).

Που να μείνει φαιά ουσία να αγαπήσεις. Να γράψεις για τα βαγόνια-συναισθηματικούς ανθρώπους. Να βγεις. Μια βόλτα για σένα. Για την υγεία τη σωματική, που καρποφορεί νοητική υγεία, αν ξεμουδιάσουν όσα εγωιστικά πιστεύεις, πως θέλουν να ακούν οι άλλοι. Δαγκώνεις τη γλώσσα, να μη κρίνεις –αν και εαυτέ, αρκετά μεγάλη σχισμή, δημιούργησες με τόσα καυτερά.

Άχ αυτή η παρατηρητικότητα.

Μες το άγχος να συμβιβαστείς με ένα πενιχρό, βασικό, μισθό, ενώ μπορούσες να τα έχεις όλα, σκέφτεσαι: εισόδημα βάση του τι είσαι. Ταξίδια. Εμπειρίες. Τα πάντα δικαιωματικά, προς τους πάντες.

Μακριά από ένα life style, να φαίνεται το λευκό εσώρουχο, κάτω από ένα ημιδιαφανές, λευκό σορτσάκι. Που πας, καλή μου.

Ένα πρόσωπο που μετακινείται, εκπέμπει αγνότητα, σε κάποιο δρομολόγιο, πατώντας σε ράγες αξιών. Συναισθημάτων γνήσιων.

Όσο να πεις, αξίζει.

15


Χωρίς


Όπως κυλάει ο τροχός ..ανεμπόδιστος, έτσι βρίσκεις κατηφόρα. Αχόρταγη η ενέργεια που παράγει η κλίση του εδάφους..

Το θέμα δεν είναι η διαδρομή ως να φτάσεις στο σημείο εκκίνησης. Τώρα, στο λιμάνι. Έβγαλες εισιτήριο. Πόση ώρα διαρκεί το ταξίδι; Έχει σημασία;

Απλά τώρα εκδηλώνεται: εγκατάλειψη. Δυό πόδια που μετακινούνται, στων συνανθρώπων, τις ακίνητες παρουσίες –μόνο το βλέμμα περιεργάζεται τα της κίνησης του βαποριού. Η κόρνα αποχαιρετά: «εις το επανιδείν», τα αντικείμενα, δεμένα στις άγκυρες τους.

Πρέπει να βγεις στον ήλιο, του λέει κάτι μέσα του. Μες το σπίτι, οι παγοκολώνες, και καλοκαίρι, αργούν πάρα πολύ, να παραδώσουν το περιεχόμενο τους. Κατά τα κύματα, έτσι όπως τα σπρώχνει στα πλάγια, το σκαρί. Ήσουν πάντα μελαγχολικός, έτσι; Δεν ζητούσες, τίποτα. Φυσάει ξανά, σήμερα. Πιο δυνατά, ξανοίγοντας η πορεία. Οι κόρες των οφθαλμών, κινηματογραφούν. Καταγράφουν. Εδώ στην εγκατάλειψη, λείπει η απογραφή των συναισθημάτων. Άφησες πίσω σου τις ζήλιες των γειτόνων. Ασφαλείς στην υποκρισία τους, διαρκώς συναναστρεφόμενοι, μόνο όμως ως σώματα.

Είναι νωρίς ακόμα.

Πρωί.

Δεν κουβαλάς περιττούς ισολογισμούς: ταυτότητα, κέρματα ευρώ. Έτσι κι αλλιώς, δεν σε βοήθησαν, ποτέ. Τόσο άνετος με τα κοντομάνικα σου, το καπελάκι, και δυό χαρτομάντηλα, ανά τσέπη. Την μουσική επένδυση, την έχεις μες το κεφάλι σου. Μελωδίες. Οπωσδήποτε. Από κείνες που παρομοιάζονται με τον αφρό που σηκώνει η πλεύση: κοίτα πως ανησυχεί η νέα λευκή επιδερμίδα, στην επιφάνεια της θάλασσας, πόση ώρα θα μείνει ζωντανή, φεύγοντας χωρισμένη, στην πρύμνη.

Τίποτα δεν διακόπτει ένα ζωντανό, ενόσω παραδέχεται πως δεν μπορεί πια, την μη ελεημοσύνη των περαστικών. Τόσες γλώσσες, επικοινωνίες ακατανόητες. Στα συμπαγή.

Στην κίνηση στον αέρα.

Είναι κάτι θαλασσινά πτηνά. Σε ακανόνιστες τροχιές, συνοδεύουν τούτο το πλεούμενο μπαούλο, με ξένες αναμνήσεις. Όταν το θυμάται, κάποιο άτομο, συνεπιβάτης, τους πετά λίγη τροφή. Αμέσως εκείνα χαμηλώνουν την πτήση. Σταματούν. Επιπλέουν. Καταπίνουν.

Η παρατήρηση τους μένει πίσω. Έφαγες καλά, χτες. Γενικά καλά.. πέρασες ως τα τώρα, μα είπες θα φύγεις, γιατί ακόμα και χρησιμοποιώντας γνήσια ανθρωπιά, δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Ολόκληρη κατσαρόλα με πατάτες βραστές, έριξες στο στομάχι. Για να δω πόσο θα σε κρατήσει. Ορισμένοι κοιμούνται στα άβολα παγκάκια, εδώ έξω. Το απολαμβάνουν. Στη θάλασσα είναι αδύνατη η ανάπτυξη στρατευμάτων, όμως η άγνοια πως τόσο καιρό πονούσες, μοιάζει περίπου με την προηγούμενη παρατήρηση. Σα τις ελιές που μαζεύονται, στην ώρα τους. Ο τρόπος να πεις: υπάρχω. Την ώρα που ο αέρας προσέχει μη μετακινήσει το βοτσαλάκι, άλλο αν ο καυτός ήλιος, το ψήνει.

Θυμάσαι μυρωδιές; Απλά η ανατομία, αλλάζει.

Είσαι πολύ ήρεμος.

Σαν ένα καλούπι που παρουσιάζει τη φυσική του ομορφιά. Λίγο άφτερ σέηβ, πινελιές αρώματος. Αν καθόταν πλάι μου, τώρα, κάποια μαυρισμένη, θελκτική, νέα κοπέλα, που αναγκαστικά… το σώμα της, ήταν στραμμένο 35 μοίρες προς εμένα, θα καθόμουν ήσυχος, γιατί ένας άνεργος δεν έχει δικαίωμα να κάνει σχέση. Μες το περιβάλλον της φυσικής βαρύτητας: μπουρμπουλήθρες ανεβαίνουν από τα βάθη του ωκεανού: είναι αυτοί που αναπνέουν ακόμα. Στην εγκατάλειψη τους. Να μόλις, κάπως αλλιώς, παρόμοια με τη μύτη του παγόβουνου, πάνω απ’ το νερό. Εδώ όμως είναι Μεσόγειος. Τούτος ο λαός είναι κρυψίνους, δεν φανερώνεται. Ο αφρός της θάλασσας ομοιάζει με λευκά στάχυα που θέλουν να αποκολληθούνε: απλά ανακατεύουν τα κοτσάνια τους.

Φύσα.

Γυρίζει το πικάπ: στ’ αυλάκια του, γυρίζουμε όλοι.

Στρέφω να ρίξω μια ματιά στο παρόν μικρό, πλήθος, σ’ ετούτο το ανοιχτό επίπεδο. Πες μου, τα ρούχα που φοράς, σε αγαπούν κιόλας;

Ιδέα μου είναι; Βλέπω καλά; Είναι μια κοπέλα, ενήλικη: βαδίζει ανάμεσα τώρα, στα παγκάκια με τις οικογένειες ή τους περαστικούς ταξιδιώτες. Στο στήθος της, με μια κορδέλα γύρω από το λαιμό, κρέμεται μια κούκλα, το πολύ 35 εκατοστά. Καραφλό παιχνίδι.

Τι συμπεριφορά είναι αυτή; Κρίνω.

Είσαι σπάνια; Εκδηλώνεις το εσωτερικό σου θέλω. Σε καταλαβαίνω. Πάραυτα.

Γιατί μια γυναίκα, όπως γράφει και η Κάρολ Σήλντς, στο βιβλίο της: «τα πέτρινα ημερολόγια», αγαπά μόνο ότι γεννάει. Πιθανόν τούτο είναι το λάθος της (εξαιτίας αυτού είστε μόνες). Άραγε συ, νέα, με το λουλουδιαστό, χύμα μακρύ φόρεμα ως τα γόνατα, και τη κούκλα ανάμεσα στα δυό βασίλεια, άραγε μίσησες φορές, την πράξη του έρωτα. Να παραδίνεις το κάστρο σου. Θα έδωσες ανιδιοτελώς κι εσύ, έ; Κοίτα να δεις που κατάληξες. Εδώ. Σ’ αυτή την ευθεία της διαδρομής.

Κι όμως γυναίκες, θέλουν να ζήσουν, έμαθα.

Ελλοχεύει η άποψη μου ως γκρίνια, άντρα να έχουν, στο συγκεκριμένο λεπτό, αποφασίζοντας το.

Παρατηρώ σε αργή κίνηση, τα βήματα της. Όχι. Η κούκλα δεν είναι συμπαγές πλαστικό, ντυμένο. Είναι ένα παγούρι, αναποδογυρισμένο: ναι, εννοώ όσα θέλεις –η κυρά του οράματος- είναι μετρημένα πιο πολλά, απ’ όσα προσφέρονται. Δωρεάν πια, μη ψάχνεις. Είπες κι εσύ, σε νοιώθω, να τους δείξεις πως γνωρίζεις τι κάνουν. Είσαι δροσερή, εσωτερικά σου.

Προσπερνάς, κυρά της σπανιότητας.

Ποιος δολιοφθορέας, δεν σε ικανοποίησε, πατώντας σε γη;

Ούτε που με κοιτάς, απομακρυνόμενη.

Δεν μου ανήκεις, άλλο αν το όραμα το παρακολουθούσα μόνο εγώ. Μια ώρα δεν κρατάει η διαδρομή;

Τι χρώμα είχαν τα μάτια της;

Πως ήταν η έκφραση της, ενόσω χαμογελούσε;



Οι πάτοι από τα πέδιλα, θυμούνται τούτο το μακρόστενο τσιμεντένιο όγκο, ανοίγοντας η καταπακτή του πλοίου. Σκιές κινούμενες σχηματίζονται πάνω του. Πες μου! Φωνάζω από μέσα μου, μα η μνήμη πατά: delete.

Ακούς ακόμη, μελωδίες;

Το καλοκαίρι, απλά δικαιολογείται ο καλός καιρός: να… (δεν βρίσκω την λέξη που θέλω). Άραγε βγήκε η κοπέλα με τα δυό βασίλεια; Τα φαντάσματα, όσων νοητικά, σε υποστήριξαν (φίλη Κατερίνα). Η καρδιά είναι κοντά στον θώρακα;

Αν ναι, τότε είναι πάντοτε μαζί μας.

Ωσότου εννοήσουμε, το ευμετάβλητο μέγεθος, της ίδιας μας της εγκατάλειψης (ευγενής επίτηδες, υποκριτικά, σαν σε τεντωμένο σκοινί).

Τα μάτια είναι για να φεύγουν μπροστά.

Να κάνουν ειρήνη.

Τι εγκατέλειψες λοιπόν;

Την μη ανταπόδοση της ποιότητας. Τους ανθρώπους που μισούν να μοιράζονται. Ίσως θα ‘πρεπε στους θερινούς μήνες, να παύουνε οι επαγγελματικές δραστηριότητες. Ν’ αδειάζουν οι μεγαλουπόλεις. Να καλλωπίζονται. Να καθαρίζονται. Να τακτοποιούνται. Να ξεκουράζονται. Ν’ αποθηκεύεται σε ταμιευτήρια, όρεξη.

Ως βιβλιάρια επιταγών: επιθυμία για ονειροπολορομαντζάδα. Αποδεκτές μόνο από χαμογελαστούς πελάτες. Πες μου, η άκρη της θάλασσας, φαίνεται τόσο μακριά. Τα πρωτοσυναντούμενα κιόσκια. Πάνω σε επαρκές από υπηρεσίες, λιμάνι. Η σειρά των δέντρων, πίσω απ’ τα κάγκελα στα όρια του. Σα νότες στο πεντάγραμμο της τωρινής πραγματικότητας.

Φύσα.

Ένα σμήνος από φωνακλάδικα σπουργίτια, έρχονται, φεύγουν.

Με ποιο πλοίο, ήρθατε; Μήπως γεννηθήκατε τεχνητά, σε κλουβιά μόνιμων νησιωτών, οι οποίοι, σας λυπήθηκαν.

Φύσα.

Σκόνη σηκώνεται.

Πατάς σε διάδρομο των: δεν δίνω σημασία σ’ ότι συμβαίνει. Δεξιά το πέλαγος, ακολουθώντας την παραλιακή διαδρομή. Αριστερά τα πέτρινα κτίσματα, που θαρρείς μοιάζανε, τα ανοίγματα τους, με κουφάλες σε σπηλιές. Τα τροχοφόρα, απλά θηρία από το μέλλον. Του θορύβου και της μόλυνσης. Της ταχύτητας και της ενόχλησης χωρίς συνείδηση. Πες μου, παρατηρείς κι άλλους στον νοητικό ταινιόδρομο; Ενόσω βαδίζεις.

Όχι.


Ο αποβάλλων ιδρώτας, μυρίζει αντρικές ορμόνες. Άραγε ένα ταίρι-γυναίκα, πως κάνει μπάνιο το έτερον της ήμισυ; Θελκτικές –συνεπαρμένες με το τώρα- θηλυκές φιγούρες, προσπερνούν τον άντρα που πατάει στα συμπαγή όρια, πλάι στο συνεχόμενο μονοπάτι της παραλίας, της μυρουδιάς του ιωδίου της θάλασσας. Τα μάτια αυτουνού, περνούν από το φίλτρο της νοητικής –διαρκώς- μετάβασης –μόνο- : πως ζει. Ότι θέλει, ότι πρέπει.

Μήπως είσαι πινελιά, με τη νέα διαδρομή, να καταστρέφει έναν τέλειο πίνακα;

Αν εννοείς τέλειο –συνομιλεί με το είναι του- την μη ύπαρξη πολυκατοικιών. Να μου ‘δινες σε μπουκαλάκια το θεραπευτικό ιώδιο, που ρουφά άπληστα η όσφρηση. Οι παλάμες ιδρώνουν. Να τις βρέξω με ιώδιο; Ο εγκέφαλος προτρέπει: κάτσε.

Είναι μια μικροσκοπική πλατεία, όσο ένα ημιμεγάλο –ως τετραγωνικά, σαλόνι. Περισσότερο σε παιδική χαρά, φέρνει. Μάλλον γιατί το φυσικό τοπίο, περιποιείται τους καλεσμένους. Τόσα μαύρα γυαλιά, άγνωστοι άνθρωποι. Με πλάτη στη θάλασσα.

Το ‘ξερες πως θα ‘φευγες κάποτε;

Κάποτε, τα ρούχα σταμάτησαν την απαίτηση τους, να αλλάζουν σε νέα νούμερα. Μόνο οι τσέπες εξακολουθούσαν άδειες. Γραφεία έπιπλα, παντού. Δες. Ένας αετός θέλησε να έρθει για διακοπές. Λες να χτίσει σε κάποιο στύλο, φωλιά;

Μην είσαι αμαθής. Δεν συμβαίνει ποτέ, κάτι τέτοιο.

Καλά.

Μόνο τα πενταδάκτυλα με παπούτσια, πλάσματα, προτιμούν τις κουφάλες. Το κλειστό περιβάλλον. Κλειδωμένο, καλά το εξήγησες.

Το μεσημέρι είναι μακριά;

Η καρδιά το ‘χει ήδη στη φούχτα.

Πες μου, τι τα ‘κανες εκείνα τα φυλλάδια; Τα πήρε ο αέρας;

Όχι, εδώ τα έχω. Θα τα μοιράσω όπου να ‘ναι.

Θα τα πάρουν;

Δεν ξέρω, θα ‘πρεπε;

Μη ρωτάς συνέχεια.

Έχουν την αύρα των μελωδιών, των Pink Floyd.

Σε ταξιδεύουν, έ;

Μμμ, ναι. Τα τραγούδια το κάνουν αυτό. Χαρίζονται.


Κάπου εκεί, στο μαλακό περιβάλλον της οπτικής κρούστας, γενιές λιάζονται στα αμμουδερά παράλια. Βουτούν. Παίζουν. Απασχολούνται στον ελεύθερο χρόνο τους. Ξεχασμένοι. Εγκαταλειμμένοι τώρα, από υποχρεώσεις προς το Κράτος.

Φύσα.


Κάπου μες τη πρασινάδα, αθέατα πολύποδα ή άλλα που σέρνονται, περνούν απαρατήρητα.

Πες μου, έπρεπε να έρθεις εδώ, για να σε προσέξουν;

Οι νησιώτες είναι συνήθως ευγενικά άτομα. Με προσωπικότητα.

Κι εδώ το δωρεάν, εκτιμάται.

Παντού –χαμογελώ.

Πεινάς.

Όχι.

Όχι ακόμα.

Όχι ακόμα –συμφωνώ.

Τι σκέπτεσαι;

Τίποτα αποκαρδιωτικό. Απλά, τη γεύση της επαρχίας.

Τι περιμένεις;

Ξέρω γω. μια βροχή. Μπα. Θα μου λέρωνε τα έντυπα. Να. Δω πλάι, τα ‘χω στο παγκάκι.

Βοήθησε καμιά γραφίστρια;

Δεν ευκαιρούσε. Δεν την πλήρωνα. Γι’ αυτό.

Φύσα.

Αν ο ήλιος πέφτει σε αδίκους και δίκαιους, ένας ενήλικας αποτελεί αξιοπαρατήρητο ορμητήριο, για να βλέπουν τα παιδιά, τι θα γίνουν, μεγαλώνοντας. Αυτή η αφελής στιγμή, πέρασε. Τώρα μόνο τα τραγούδια συγκινούν. Με δάκρυα. Όχι ως παιχνίδι.

Όλες οι σιωπηλές στιγμές, πίσω στο σπίτι. Σα θέατρο σκιών, που όμως μόνο όταν έλειπε το φυσικό φως, κι αν το πατζούρι δεν ήταν τραβηγμένο, διέκρινες μια σκιά.

Είχε ξυλάκι στη πλάτη;

Μόνο ότι θέλουμε να γίνουμε. Κάποτε….

Θα τα μοιράσεις τώρα, τα φυλλάδια;

Αρνητικό. Θέλω να περπατήσω.

Κατάλαβα ποτέ, πως υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, εκεί έξω; Με δικά τους θέλω. Άνθρωποι που παρομοίως δεν δέχονται διαταγές από αγνώστους που ποτέ δεν τους συνάντησαν, να γίνουν φίλοι (πάντα με τα ίδια χούγια, γιατί …ποτέ δεν θέλεις να μάθεις κάτι απ’ όσους δεν σου μοιάζουν στα ενδιαφέροντα). Σπάνια η στιγμή που ενεργοποιείται η συγκεκριμένη σκέψη: πως οι καλοί χαρακτήρες στο αντρικό φύλο, είναι απλά αντίτυπα. Αν τους κοιτάξω έτσι. Τους αποδεχτώ (εγώ για το φύλο μου ομιλώ, που ξέρω πως λειτουργούμε, όσοι δεν προκαλούμε φυσικά, άλλο αν ο καθένας έχει διαφορετικές προτεραιότητες). Τις γυναίκες όμως προσέχουμε, τις γυναίκες ζητάμε, άλλο αν η φιλία μεταξύ μας είναι δυσεύρετη: ως αρσενικά, άγαμοι.

Αν κατάλαβα πως υπάρχουν άλλοι, εκεί έξω. Να τους σεβαστώ, εννοείς, να είμαστε γείτονες που συζητούμε, ενόσω κανείς δεν διστάζει να είναι αληθινός. Αν αυτό εννοείς. Ή να μη δίνουμε δικαιώματα, να μας κακοχαρακτηρίζουν. Άραγε πως, αφού κάνουν φασαρία, ώρες κοινής ησυχίας. Γιατί ελευθερία σημαίνει να αισθάνεται κάθε άτομο, διαρκώς, ευεξία; Οπότε πως θα περιορίσει το είναι του, πως θα πει στον προσωπικό εαυτό: βούλωσε το. Μεσημέρι, νύχτα. Λες και τον βάζεις φυλακή…

Τους λείπει ο φόβος της αληθινής φυλακής, ως αυτόφωρο, αν καλέσεις την αστυνομία, για διατάραξη κοινής ησυχίας. Ποιος την καλεί σήμερα; Θεωρούν κοινωνικότητα και ζωτικότητα, το να κάνουν φασαρία. Αυτό, τους δίδαξαν. Είναι πασιφανές.

Όποιος βρίσκεται διαρκώς σε ευεξία (η κυρίως ιδιότητα του κοινωνικού), όχι μάτια μου, δεν το βουλώνει. Ακριβώς στις 3 το μεσημέρι. Ακριβώς στις 11 το βράδυ. Τι λες τώρα; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Αν εννοούσες τόση ώρα, να σεβαστώ τέτοια άτομα: ιδίως που μόνο να παίρνουν, γνωρίζουν. Μα δεν θέλω να σε ζαλίσω με τέτοια παραδείγματα. Επειδή χρειάζομαι να πιστεύω, πως υφίστανται χρήσιμοι χαρακτήρες, και στα δύο φύλα. Όχι, όλοι… είμαστε κατά βάθος, καλοί. Αν εγώ, ηρεμήσω, οι γείτονες δεν θα ξεχάσουν τα λάθη μου. Αλήθεια ποιος ενδιαφέρεται. Είναι η ευεξία που μας απομάκρυνε από τον Θεό. Οπότε, πως θα καταλάβουμε.

Πως υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, εκεί έξω.

Ενεργοποιείται τούτη η αίσθηση, μια φορά μόνο, όσο ζεις. Κι αν δεν τη ποτίσεις αμέσως, πάει, παθαίνεις αλτσχάϊμερ, υποκριτικής καλοσύνης. Στεγνώνεις κάποιο καλοκαίρι, εντελώς.

Φεύγεις σε κάποιο νησί, να δεις αν υπάρχουν άνθρωποι, εκεί έξω. Γιατί πίσω στη πόλη, κάμουνε πολύ φασαρία, μυρίζουν αρώματα, άντρες και γυναίκες, ακόμη και ως στρεβλές συμπεριφορές. Για να δούμε πόσες ημέρες θα αντέξεις, χωρίς τροφή, νερό, καθαριότητα. Αυτός είναι ο σκοπός μου. Πατρίδα δεν έχω. Τούτος ο γεωγραφικός χώρος, είναι ένα μεγάλο συνοθύλευμα κομματιών: περίπου σα τα Κέϊμαν ή σα τα Κης, τα νησιά, κάπου στα παράλια της Αμερικής, που πιθανόν τα ενώνουν, αλλεπάλληλες επιφάνειες από γέφυρες. Αυτή είναι η ποιότητα του αέρα. Παντελώς.

Μόνο το εισιτήριο. Κανένα άλλο εφόδιο.

Οι πάτοι στα πέδιλα, καταπονούνται προσωρινά. Οι κλειδώσεις στα γόνατα, υποφέρουν την πεζοπορία: απομακρύνθηκες από το λιμάνι με τα χρωματισμένα αμαξάκια, με μονό αριθμό ιπποδύναμης: ένα. Μείνανε στο κέντρο της συνοικίας, οι άλλοι άνθρωποι. Όσοι έχουν καλές αναμνήσεις. Χωρίς απαραίτητα να μάθανε κάτι στη ζωή. Πέρα από την ανέλπιδη σταθερότητα, που ξεκινά πάντοτε από Δευτέρα. Αν η μύτη φυσικά, είναι τόσο ψηλά, που ο εγωισμός, να παίρνεις μόνο, βαπτίζεται λογική.

Αλλά είπαμε, ποιος λέει στον εαυτό του: βούλωσε το.


Εγώ.

Λίγο αφότου προσπεράσει η σπάνια εμπειρία, που ανάφερα: μια φορά, στη ζωή, κλπ.

Βαδίζω στην άκρη του ασφαλτοστρωμένου, διπλής κατεύθυνσης, παραλιακού δρόμου. Χαριτωμένες ανηφοκατηφόρες, κατά μήκος της διαδρομής. Πρέπει να στήσω αυτί, ν’ ακούσω τη θάλασσα –στο δεξί μου χέρι. Στο αριστερό παρατηρώ έναν διάδρομο από στρωμένη πίσσα που “με καλεί”. Κάθετα ενώνεται με την ως τώρα παραλιακή φυγή μου. Είναι κάτι σπίτια, με ξεφτισμένο λευκό στους τοίχους. Τα παράθυρα, όσα κοιτούν σε κάθε δημόσιο δρόμο, είναι πιο ψηλά, απ’ όσο θα περίμενε κανείς, για ισόγειο, έτσι κολλητά το ένα στο άλλο, σπίτι. Σα να ‘χουν απ’ την άλλη πλευρά, φαντάζομαι, κήπο. Είναι η ανάμειξη της μυρουδιάς από λουλούδια ολόγυρα, με ζεστό αέρα –που δεν σ’ αφήνει να χαλαρώσεις, να το φχαριστηθείς. Εισέρχομαι σ’ εκείνο τον διάδρομο, που χωρά ένα αυτοκίνητο κι ένα μηχανάκι. Ψυχή δεν φαίνεται.

Είναι ένα επίπεδο, απτόητο από τη σημερινή εποχή, μονοπάτι. Αναπνέει, τη δική του λογική, της ηρεμίας. Ένα στενό μέσα, παράλληλα με την χαριτωμένη παραλιακή λεωφόρο. Εκεί στρίβω.

Στα τριάντα, τριανταέξι μέτρα, συναντώ τη μοναδική διασταύρωση –απέναντι σε ευθεία θαρρώ οδηγεί σε αδιέξοδο ή είναι τόσο πυκνή η βλάστηση που δημιουργεί ένα είδος τοίχου. Μια οφθαλμαπάτη. Στρίβω αριστερά. Το βάδισμα μου είναι σιγανό, παρόμοια με τη μορφή εγκατάλειψης της έννοιας: απροσδιόριστο.

Τούτα τα στενά, που δεν αφήνουν ίχνος χώματος να αναπνεύσει ή έστω έτσι, για να φυτρώνει κανά ματσούνι, μου αφήνουν μια μεταφερμένη εντύπωση, του περιπάτου σ’ ένα χωριό της Κέρκυρας, από κείνα που ακόμη περιμένεις, από μια πόρτα: να πεταχτεί κάποια γριά, μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό δέσιμο του μαντηλιού στο κεφάλι. Απορώντας, πως, θερινούς μήνες, δεν έχει αφαιρέσει ορισμένες φλούδες από τα φορέματα που ενδύεται. Όπως του κρεμμυδιού τα στρώματα.

Θαρρώ, τωρινή εκτός προηγούμενου συλλογισμού, σκέψη: μόνο οι ηλικιωμένες δείχνουν τον αληθινό, τρυφερό τους εαυτό, ενώ για δεκαετίες πιθανόν, ευνούχιζαν την ίδια τους την ανάγκη: να τις αγαπά κάποιος. Αλλά το να τις μισεί ταυτόχρονα, πως συμβαίνει την ίδια στιγμή, απορώ. Έπρεπε να βρεθεί μια Κάρολ Σήλντς, μια ξένη, να πει τα πράγματα με το όνομα τους. Άχ αυτή η πρωτεύουσα της Ελλάδας, με τις παχιές γυναίκες που αναγκάζουν τους άντρες τους να ανέχονται το βάρος τους. Με το ζόρι.

Η ατμόσφαιρα θερμαίνεται πιο εντατικά, με το πέρας των ωρών. Πλησιάζει το μεσημέρι. Όχι, δε φορώ ρολόι. Δεν μου περισσεύανε.

Μ’ ετούτη τη στροφή, αριστερά, αλλάζει κάπως η οπτική μεταφορά της ζωής. Ένα μωρό σκούζει ξαφνικά, κάπου, σ’ ένα δωμάτιο. Ψυχή ζώσα, έξω, πουθενά. Τι δουλειές απασχολούν τους νησιώτες;

Από δω, παρατηρώ κήπους και χρώματα που ξεπηδούν πάνω από τα χαμηλά κάγκελα στα χαμηλωμένα τους τοιχία, καλά στερεωμένα: περιποιημένη η όψη του σίδερου, η λάμψη στον ασβέστη. Στα είκοσι, εικοσιδύο μέτρα, δεξιά μου, παρουσιάζεται ένα στενό που το τέρμα του –να, στα δυόμισι, τρία μέτρα- φαντάζει πρησμένο σπυρί το κοίλωμα του τοίχου. Τι εξυπηρετεί άραγε. Αλλάζει η τεχνοτροπία της σκεπής, γι’ αυτό. Από κεραμίδι στις οικίες, μάλλον μια ξερή, τυπική οροφή, έτσι, για προστασία από τις βροχές, άλλους μήνες.

Κάτι κινεί το ενδιαφέρον μου: ένα στενό –για πεζούς μόνο- μονοπάτι, ξεκινά κάπου πιο μέσα, προς τη καμπύλη του σπυριού που το μάτι μου δεν διακρίνει που διακόπτεται. Καταφέρνεις να διακρίνεις το άνοιγμα, μόλις, έτσι όπως ορισμένες βαριές γλάστρες με πυκνό φύλλωμα, βρίσκονται παρατεταγμένες, ως τα όρια του δρόμου. Μια ευωδία από φρέσκο ψωμί, νοτίζει τις τρίχες στα ρουθούνια. Ώ αλήθεια, πάντοτε αγαπώ αυτή την ευωδία. Με τραβά, σαν αγκίστρι στο στόμα του ψαριού. Το ένστικτο με οδηγεί, τα βήματα στις πλάκες, το κεφάλι –ψηλός όπως είμαι- ακουμπά τις άκρες από το κλήμα, σα δαγκάνες που ψάχνουν από κάπου, σίγουρα, να πιαστούν: πρέπει να περιποιηθεί κάποιος, αυτή τη φυσική οροφή.

Δεν είναι ότι πεινώ.

Ψες, μια κατσαρόλα βραστές πατάτες, κατέβασα.

Στα 24, 26 πόδια απόσταση, σ’ ετούτο το τούνελ που κόβεται ξαφνικά, έτσι όπως στρίβει υπό γωνία, συναντώ ένα ξύλινο πορτόνι που όμως η όψη του αποτελεί οικείο κάλεσμα. Τολμώ να διαβώ στην αυλή. Σαν τον παλαιολιθικό άνθρωπο, που ανακάλυψε μια σπηλιά, κάτι ασφαλές για την ώρα.

Θα πρέπει, κάπου πολύ κοντά, πίσω από τούτα τα δέντρα, απέναντι δεξιότερα, περίπου, πίσω από τούτο το χτισμένο κέλυφος σαν αυγό, όπου παρουσιάζεται η αυλή, να χαράσσει πορεία ο παραλιακός δρόμος. Είναι παράδοξα χαμηλό, το κτίσμα, όπου γυρίσω το κεφάλι. Κάπου διακρίνω κάτι σαν εξωτερικό φούρνο, μ’ ένα πορτάκι χαμηλά, να τροφοδοτείς ξύλα, ασθμαίνοντας φορές, η φωτιά. Τώρα είναι σβηστή.

Ξαπλώνω σ’ ένα πεζούλι. Χύμα γύρω, το χώμα ελεύθερο. Ένα τεντωμένο σκοινί, παράλληλα μ’ έναν τοίχο, πιο αριστερά, είναι σα μια χοντρή κλωστή που ένα παιδί κρέμασε ως παιχνίδι. Ρούχα δεν βλέπεις να κρέμονται. Εσωτερική αυλή, μες τη σκιά των γύρω δέντρων, λες και βρίσκονται τόσο κολλητά με τους πίσω εξωτερικούς τοίχους, σα δέρμα πάνω σε δέρμα, ανθρώπου.

Αχόρταγα με καταπίνει η νωχελικότητα της στιγμής. Η ξεγνοιασιά.

Ο θαλασσινός αέρας, το ενεργητικό ιώδιο, εμφύσησε στο νου, νέα κύτταρα, αποκαθιστώντας, και αντικαθιστώντας άλλα, αλλοιωμένα της μνήμης: όταν κατανάλωνε άγχος. Πολύ αργά όπως καταλήγει ένα άτομο, να εννοήσει πως και οι γυναίκες διστάζουν να φανερωθούν ευχαριστημένες σε μια σχέση, από φόβο μη πληγωθούν: μόλις θυμήθηκα τη χαρά μιας παλιάς φίλης, ενόσω τα είχα φτιάξει με μια άσχημη.


Αφομοιώνομαι ολόκληρος από τη τωρινή “απροσδιόριστη”, πραγματικότητα. Μακριά από την εμμονή ενός χόμπι που κούραζε το μυαλό, γιατίς κανείς δεν ήθελε να διαβάζει τα έργα ενός ανέραστου, άρα μη πραγματικού ατόμου: τη διαδρομή στο φροντιστήριο της ζωής. Φροντιστήριο, ναι. Με δίδακτρα. Δεν ξέρω τι ώρα ξυπνώ. Θαρρώ όμως πως ξεκουράστηκα για ώρες, ένας πρόχειρος υπολογισμός. Το επαληθεύει η τάχιστη μετακίνηση της σκιάς των κλαδιών, σαν ομπρέλα.

Ίσως είναι ένα πρώιμο απόγευμα από εκείνα που…

Τις μη επικοινωνιακές –άρα ανούσιες- σκέψεις, τις σωπαίνει η συναίσθηση, πως στην άκρη των ποδιών μου, κάθεται άλλο πλάσμα. Τόση ώρα, το πρόσωπο μου, κοιμούμενος, κοιτούσε στον τοίχο.

Μα δεν ακούω ήχο.

Μόνο ένα αρκετά σιγανό, μεταλλικό σύρσιμο, σα συγχρονισμένο με μέθοδο, με ορισμένο σκοπό, άγνωστο μου. Ανοίγω διακριτικά τα βλέφαρα. Είναι μια γιαγιά. Τι κάνει; Πλέκει. Παριστάνω τον κοιμισμένο. Μ’ αρέσει τούτη η συντροφιά. Είναι σαν οικογένεια. Από ένα παρελθόν που οι συμπτώσεις οι φυσιολογικές της φύσης, θα μετέφεραν την υπόσταση ενός άντρα, συνοδευμένου από το ταίρι: οδηγούμενοι στο χωριό της. Κεί όπου τα πουλιά, επίσης ψέλνουν, συγκεκριμένες ώρες. Εξακολουθώντας ο κύκλος της ζωής.

Η μυρουδιά αυτής της γριάς, είναι σα σπιτική φιλοξενία, με “ενέσεις” νησιώτη χωριάτη. Ως οικεία συναναστροφή, από τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που όλοι οι άνθρωποι –ως πρώτη αίσθηση- ήταν καλοί (όχι τρελοί όπως σήμερα, με όλο εκείνο το θόρυβο που άφησα πίσω μου στην μεγαλούπολη, όπου στις γειτονιές φωνάζουν: όπως τα ζώα επικοινωνούν στη ζούγκλα, για την κυριαρχία, όχι συνεργάσιμοι). Ήμουνα σε μια πόλη, άνεργος και βολεμένος!!

Το πεζούλι. Πιάστηκα.

Δεν είμαι τόσο θαρραλέος.

Γκρουνγκ γρουνγκ, ρυθμικό, στα χέρια της γριάς. Μισανοίγω τα βλέφαρα: Τι κάνει; Πλέκει. Ούφ, ανασηκώνομαι. Δεν αντέχω άλλο.

Καθισμένος λιγότερο από ένα μέτρο, κοντά της. Ήρεμη που είναι.

Χαμογελά τώρα. Γιατί;

- Καλημέρα, μιλώ.

- Καλώς τον, αποκρίνεται.

Άμεση. Φιλόξενη.

- Ποιανού είσαι συ; Ρωτά τώρα.

- Ά δεν μένουμε εδώ κοντά, μιλώ αυθόρμητα.

Τι πλέκει εκεί; Ένα αραχνοΰφαντο τραπεζομάντιλο. Κρέμεται αφημένο στην ποδιά της, ως κάτω στο χώμα.

Ήρεμο που είναι το παρόν. Σα τα χαλαρωτικά ντοκιμαντέρ, για τη φύση ή σε τόπους και χώρους, όπου οι άνθρωποι έχουν παραδόσεις. Φοράνε την ίδια τη ζωή: μες τα χρώματα στην ενδυμασία, ομορφαίνοντας το ίδιο τα σώμα, τα ρούχα (κι όχι το αντίθετο).

Μια αμηχανία ευνοεί τη σιωπή.

Πρώτη φορά, “εισέβαλα” σ’ έναν ιδιωτικό χώρο. Όταν όμως το μάτι διακρίνει την τέχνη, ως αποτέλεσμα της μετακίνησης σε κάτι τόσο απλό, περιποιημένο. Σα να συνέβαλες κι εσύ. Το περπάτημα κάτω από το τούνελ με τα φυτά, η εσωτερική αυλή. Η τάση φυγής στις αναμνήσεις. Ίσως τούτο το πεζούλι, αποτελεί αποκούμπι στους εκδρομείς, εισερχόμενοι σε έναν αριθμό τετραγωνικών, όπου ο σεβασμός –πιθανόν στα Θεία- είναι κανόνας. Κάτι που ξεκουράζει. Αν το εκτιμάς.

Ένα ήρεμο απόγευμα.

Γρουνγκ, γρουνγκ, ακατάπαυστο, η κίνηση από τις βελόνες, στα χέρια της.

- Πολύ ωραίο, προσπαθώ να δείξω, όποια ειρηνική, φιλική, διάθεση. Μόλις τώρα, στρέφει το πρόσωπο της στο δικό μου. Ζωντανά που είναι τα μάτια της γριάς. Σα να είδαν όλο τον κόσμο, μα ποτέ δεν τον έκριναν.

- Έκανες μπάνιο, σήμερα; Ρωτά.

- Όχι. Όχι.

- Ά πρέπει να εκμεταλλευόμαστε τις χαλαρές περιόδους –μιλά.

Κάτι θέλω να της πω: πριν αρχίσει η πίεση. Η καταιγίδα. Το φτυάρι, δουλεύοντας τη γη-βίο, μα το αρνούμαι στον εαυτό μου. Όπως οι στιγμές, ελεύθερος, πίσω στη μεγαλούπολη, που ‘θελα να βγω να τρέξω, να ξεσκουριάσω, μα κάτι το διέκοπτε (αλυσίδες).

- Ξέρεις, συνεχίζει, χρειάζονται δύο κλωστές για να αντέξει η πλέξη.

Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει.

- Ο κόπος και η ανταμοιβή, προσθέτει. Απλά, μας επιτρέπεται, μια συναισθηματική, στο τέλος, απολαβή.

- Μετά από τι; Είμαι περίεργος –έτσι όπως με παρασύρει στους συλλογισμούς της.

- Κυρίως με αγάπη, συναναστρεφόμενοι ο ένας τον άλλο, με χειρισμό αυτών που έχουμε, ως παρακαταθήκη από τους παλαιότερους.

- Μιλάτε για ανατροφή, ηθική;

- Πεινάς; Να σου φέρω κάτι; (Αν ως τώρα, επισκέπτη, δεν κατάλαβες).

- Όχι ευχαριστώ –αν και νοητικά, τα μάγουλα μου τα αισθάνομαι βαθουλωμένα, τόσο μακριά από την ασφάλεια που ..χαρίζει το Κράτος, σε όσους είναι πρόβατα. Κι ας τους κλέβουν, τους πηδάνε, τους αλλάζουν τον….

- Μήπως κουλουράκια; -φιλική, σοφή, που είναι. Αληθινή.

- Ευχαριστώ, κυρία. Μα πρέπει να φύγω. Με περιμένουν.

- Όπως θέλεις, καλέ μου.

Το γρουνγκ, γρουνγκ, σταματά. Για ενάμισι δευτερόλεπτο, η παλάμη στο τεντωμένο της χέρι, στον ώμο μου, είναι μια έκπληξη, προσωπικά, για εμένα.

Σηκώνομαι. Μόλις, της στέλνω ένα ανθρώπινο βλέμμα, γαλήνιο, σα μια αλήθεια που αποδέχονται δύο. Έστω και τόσο αργά.


Επιστρέφοντας στο πέρασμα, το τούνελ, γρήγορα βρίσκω το δρόμο, τα βήματα μου ακούγονται ξανά, στην παραλιακή, χαριτωμένη διαδρομή: που ανεβοκατεβαίνει άνετα, σα παιχνίδι. Ένα ασφάλτινο μονπάτι, που μ’ ετούτη τη προσοχή στη κατασκευή του, αποδεικνύεται όμορφο. Αφήνοντας με σεβασμό τα δέντρα στην άκρη, να εξακολουθήσουν εκεί όπου πέταξαν το πρώτο φυλλαράκι. Πλάι στη παραλία που μοιάζει σα δέρμα φιδιού: ελίσσεται περιορίζοντας το μένος των κυμάτων. Θέτοντας τα όρια έως που θα φτάσουν οι σοφές κατασκευές. Ή μήπως είναι μόνο η φλέβα ενός γιγάντιου πλάσματος, που ‘χει πλακωθεί στη νησιώτικη στεριά από χώμα και ανθρώπινες βαρβαρότητες, ενόσω βαθαίνοντας το νερό, το υπόλοιπο δέρμα, ξεκουράζεται στον πάτο της θάλασσας. Ναι, δύο πλέξεις, ο νους μου το αποκαλύπτει. Ξαφνιάζομαι. Το γρουνγκ γρουνγκ, είναι ο καθένας μας, που επιλέγει να ‘ναι πραγματικός, ράβοντας τον κόπο με το χρόνο, που μας επιτρέπεται να ξεκουραζόμαστε. Παρά να χαλαρώνουμε. Όχι, δεν θεωρώ αμοιβή, τις χρονικές περιόδους, που δεν μας χτυπάνε από παντού. Απλά φεύγεις. Δεν ακούς τίποτα, πια. Εγκαταλείπεις.

Απλά αποδέχεσαι την ανθρώπινη παρουσία, ως κάτι σοφά δημιουργημένο. Όποιοι είναι καλοί, φυσικά. Καθένας στην ηλικία του. Όπου βρίσκεται.

Ο ίδιος, συνεχίζω τη μοναχική μου πορεία, ως ένα πλάσμα που απλά συναντάται κάπου, κινείται. Δεν περιορίζεται. Να ‘ναι αξιοπρεπές ή έξυπνο, μόνο με σπουδαίες εκφράσεις, συζητώντας.


Ίσως θα ‘πρεπε τώρα, να μοιράσω κείνα τα φυλλάδια, με στοιχεία του φρόνιμου χαρακτήρα, μα δεν ανέχομαι, τώρα, τέτοια αφηρημάδα. Εξάλλου, όλοι προσπερνούν, όλους.

(Σα να λέμε, δεν υπάρχουν καλά αντίτυπα, φρόνιμων, εκεί έξω. Αγαπώντας, αποδεχόμενοι την ανθρώπινη ομορφιά).

Απομακρύνομαι.

Μακρύτερα από το συγκεκριμένο λιμάνι που ξέβρασε τη σκιά ενός άντρα, που οι παλαιές συνάδελφοι, εν καιρώ εργασίας, μόνο φιλούσαν στο μάγουλο, κάθε γιορτή η γενέθλια του. Ένα ακόμη ονοματεπώνυμο, ξέβρασε.

Ένας παρατεταμένος περίπατος, που δεν απολογείται, γιατί: μόνος. Γιατί εδώ. Γιατί έτσι. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Αυτοί στην ασφάλεια όσων ατόμων γνωρίζουν. Εγώ απλά περιηγούμαι, πλέον, στον κόσμο που φτιάξανε. Όπου επιτρέπεται να τα παρατάς.

Με μοναδικό τρόπο, πάντοτε.

Συναντώ εκείνο το παγκάκι, που ευτυχώς δεν ομοιάζει με εσωτερικό τραμ, όπου συνωστίζονται οι ανήθικες με τα μαγιό τους, γεννώντας νέους βιαστές. Συναντώ τούτο το παγκάκι που ως παρουσία θυμάμαι, και αγαπώ. Γιατί κοιτά τη θάλασσα, έτσι απλά, χωρίς να την αναλύεις, λογοτεχνικά. Έτσι. Ένα κύτταρο κοσμικής ύλης.

Εδώ, σε ένα κομμάτι ξηράς, που ανήκει στα Κης, γιατί τούτο σημαίνει: βιώνω την παγκοσμιοποίηση.

Χαλαρός βάδιζα ως τα τώρα.

Άραγε πόσες ημέρες δύναται να παραμείνεις ζωντανός, δίχως τροφή, πόσιμο νερό;

Απλά, είμαι μια γραμμή σε κάποια σελίδα, σε κάποιου είδους, εγκυκλοπαίδεια. Εκεί είμαι. Μια σελίδα, τι φοβάται;

Μόνο αν θα σκιστεί.

Θέλω ξανά να τεμπελιάσω, ξαπλωμένος στο βολικό παγκάκι, έτσι καλός που είναι ο καιρός, όμως κάτι, μου λέει να σηκωθώ. Πρέπει να ‘χω δρόμο ακόμη, αν και, πατώντας σε νησί, δεν μπορείς να πας μακριά. Δεν ξέρω.

Θα δείξει.

Η ζωή συνεχίζεται (οι άνθρωποι πίσω στη μεγαλούπολη, που τους τρέλανε η μοναξιά, αρχίσανε να γράφουν τέτοιου είδους συνθήματα, σε επιφάνειες που τους βόλευαν).


Η ομορφιά να μην ξέρεις τι θα πεις, τι θα συναντήσεις. Εδώ, στους τυχερούς, της παράφρονης λογικής, πως οι τεχνολογικά ανεπτυγμένοι λαοί, είναι ανώτεροι. Παράφρονες όμως, από άγχος, γιατί όλα ακριβαίνουν. Μια μανία των λογικών, να αυτοδιαφημιστούν.

Μόνο η φύση δεν αγοράζεται, ως κύκλος ζωής.

Ζωντανή, πράσινη κυρίως. Δημοκρατική.

Ο ήλιος βρίσκεται ψηλά ακόμη. Η μέρα μεγάλωσε. Ενηλικιώθηκε..

Σε ορισμένα μέρη, που δεν περιορίζει η κακοτράχηλη ιδιομορφία, τους λουόμενους –ανά σημεία με κομμάτι άμμου- παρατηρώ τολμηρούς που σκέφτηκαν ν’ αφήσουν –μ’ ότι κιλά κι αν διαθέτουν- τις άκρες του ωκεανού, να τους γλύψει το σώμα. Αφήσανε τον καινούριο τάπητα της χαριτωμένης ασφάλτου, με τις λευκές διαχωριστικές γραμμές. Περάσανε στην ερωτική πλευρά, ως παραθεριστές, στην Ελλάδα. Ά το να σε αγγίζει το νερό. Κάποτε το ‘χα περάσει. Η χαρά του κολυμβητή, μες τις ενεργοποιημένες αισθήσεις της φύσης. Σαν να γράφεις χωρίς να αναλύεις.

Βαδίζω. Εξακολουθώ.

Προσπερνώ μια οικία, που ένας έξυπνος, μάλλον καταπάτησε, χώρο, χτίζοντας ελάχιστα από τη παραλία. Δες, έφτιαξε και δική του αποβάθρα!

Μόλις τώρα ακούω ήχους πουλιών.

Ως να πνιγούν από τα ηχεία μιας βάρβαρης παρέας, που πάνω σε ένα ανοιχτό σημείο, με πλούσια αμμουδιά, τι κάνουν εκεί; Σταματώ μακρύτερα, παρατηρώ μια εκδήλωση, βαβουριασμένη. Είναι μια φωτογράφηση μοντέλων γυναικών, με μαγιό. Ένας πανικός από πλάσματα και των δύο φύλων, βοηθητικοί και μη, που πηγαινοέρχονται. Φωτογράφοι, οργανωτές, άλλοι που στήνονται με επιφάνειες στα χέρια, ώστε να αντανακλούν τις ακτίνες του ήλιου, στα ερωτικά όντως, σώματα των μοντέλων. Τι καλλίγραμμες γάμπες, λεπτές υπάρξεις κατά πάντα.

Η μυρουδιά με ότι έχουν πασαλείψει αυτές τις γυναίκες-πρότυπο, είναι τόσο δυνατή, που φτάνει αρκετά μέτρα, μακριά, ως τα αισθητήρια της προσωπικής μου όσφρησης. Ωραίο συνήθειο να πληρώνεσαι γιατί είσαι όμορφο είδος, όπως αναφέρθηκε σε μια ρομαντική κομεντί. Τόσο ποθητές υπάρξεις, που υπερηφανεύονται εμπρός στα θαύματα της φύσης, που κάθε Άνοιξη ανανεώνονται εξ ολοκλήρου. Κι όμως, τα φύλλα εδώ, πλάι μου, μπορώ να τα αγγίξω.

Θέλω να φύγω από τη φασαρία. Των βολεμένων. Τι ξέρουν αυτοί, από εγκατάλειψη. Ανακάλυψαν πως κατέχουν κάτι που πουλάει. Τέτοια διαφήμιση ζωντάνιας. Νεότητας. Δραστήριοι φαύλα.

Το βάδισμα μου επιταχύνει. Επιθυμώ –έστω και νηστικός- να μάθω τα δικαιώματα της χλωρίδας και όποιας πανίδας.

Της δωρεάν παρουσίας.

Ούφ, λαχάνιασα.

Τώρα διανύω έναν πιο εσωτερικό δρόμο. Μόνο στο αριστερό μου χέρι, παρουσιάζονται, σε άνετα, ιδιόκτητα εκτάρια, σπίτια. Παραδοσιακά. Δεν τις λέω, ούτε βίλες, ούτε καν ως ξενώνες: δες, συνήθως κουβαλά στην πλάτη της οροφής, κάθε ισόγειο, ένα ακόμα πάτωμα. Κανείς άνθρωπος εδώ και ώρα, εκτός από περάσματα –κάθε τόσο, τροχοφόρων. Στην δεύτερη στροφή, αριστερότερα, σύντομα, μια παρουσία κινεί το ενδιαφέρον.

Μήπως; Λες; Μπα, δεν είναι δυνατόν!

Είναι εκείνη η κοπέλα με το λουλουδιασμένο φόρεμα, μόνο που τώρα, ανάμεσα στα δύο της βασίλεια –που θα ‘πρεπε να τρέφουν κάποιο μωρό- δεν κρέμεται πάραυτα, νεογέννητο. Έχει γραπώσει με τα χέρια, τα κάγκελα. Κοιτά προσηλωμένη ένα δίπατο σπίτι, που εκπέμπει: κατοικημένο: ελεύθερα βγαίνει κάποιος σε ένα μπαλκόνι. Ορισμένα παράθυρα αφήνουν τον εξουθενωμένο από θαλάσσια αύρα, αέρα, να εισχωρεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα. Δεν αποτελεί όραμα, αυτή, πια.

Μπορεί κανείς, να ‘ναι φίλος, με το βλέμμα; Μπορεί.

Ελάχιστοι άντρες όμως, καταφέρουν να εισχωρήσουν στο νοητικό ωράριο της παρουσίας: γυναίκα. Κατά κύματα, ενημερώνομαι, ως προς το ποιόν της ανησυχίας της: το θηλυκό που δεν δειλιάζει, να εκφράσει το συναισθηματικό της θέλω: Εκεί κατοικεί ο άντρας που αγαπά. Ο ήδη παντρεμένος. Μιλά μέσα της:

«Εσύ είσαι αυτός που με αγάπησες, ανάμεσα στα πεύκα. Δεν δείλιασα, να σε αγγίζω. Στις βόλτες, τις προσωπικές μας στιγμές, ενόσω οδηγούσες, κρατώντας τη παλάμη μου, πάνω στο στήθος σου, τα πλευρά, τους μηρούς, στα ποντίκια. Πίεσε, μου ‘λεγες, μάθε την ανατομία μου, ένα ζωντανό γλυπτό. Έπειτα ανέμενες ίση ανταπόδοση, μα το ‘πραττες φυσικά, με σεβασμό, παρατηρητικός και περίεργος, να με διδαχτείς, και, σωματικά. Εγώ είμαι αυτή εδώ έξω, στον ιστό της καλοκαιρινής σου αγάπης. Ποθώντας ότι όρισε η φύση στο κάθε της πλάσμα. Η καλή λογική, να χρειάζεσαι, να σε χρειάζονται. Να μοιράζεσαι τη ζωή σου. Να ‘χει σκοπό ο βίος, στόχος η ευτυχία. Το διαφορετικό στου νησιού τη μονότονη πλευρά.

Πως μπορείς και αγγίζεις αυτή. Ποια είναι; Με ποιο δικαίωμα;

Εγώ έριξα, για σένα, το μωρό μου. Το πίεσα, ασχημάτιστο ακόμα. Το απελευθέρωσα. Για να σε κρατήσω όπως με ξέρεις. Όπως με πόθησες. Δίχως υποχρεώσεις. Εσύ φταις που με ήθελες. Εσύ με είδες, ανάμεσα στους υπόλοιπους: λαμπερή.

Το δέρμα είναι σα το μελάνι που μένει στο στυλό, κοροϊδεύοντας μας, όταν στραγγίζει: το κολλημένο χρώμα, στο στρογγυλό φυσητήρα. Έτσι ήταν το θέλω σου; Η ίδια, ο έρωτας. Γιατί αν πω, αγάπη, θα με μισήσουν. Ως μη λογική. Αντροχωρίστρα.

Τι έκαναν τόσα χρόνια όλοι αυτοί, για μένα;

Με δέχτηκαν.

Να σου φωνάζω, να ουρλιάξω, να βγεις στο μπαλκόνι, να θυμηθείς τα γυμνά μας σώματα, στο σεντόνι. Να θυμηθείς το μέρος τούτης της αποδοχής. Τα κύτταρα μου. Τα ΚΥΤΤΑΡΑ ΜΟΥ. Σε ζητούν.

Βγες.

Βγες!

Εμπρός στα τρίτα, αδιάκριτα βλέμματα, των περαστικών.

ΒΓΕΣ.

Να πάμε για παγωτό.

Τα θηλυκά μου λουλούδια, θέλουν πότισμα».


Σαν αστέρι, έτοιμο να εκραγεί, η παρουσία της.

Διακριτικά, προσπερνώ. Σκέφτομαι: οι γυναίκες πλάστηκαν για να ‘ναι τρυφεροί οι άντρες. Διαφορετικά θα ‘τανε στείροι –εντέλει.

Με τάραξαν τόσες αποδείξεις, πραγματικότητας. Η εκδούλευση της συνείδησης.

Θέλω να απομακρυνθώ.



Μετά από λίγα λεπτά, συναντώ ένα σταυροδρόμι.

Επιμένω παραλιακά.

Δεξιά ξανά. Ξέρω, πως ο δρόμος αυτός, θα μ’ επιστρέψει στο θεραπευτικό ιώδιο. Μια διαδρομή, ένας απολογισμός, ποια θηλυκά φάνηκαν φιλικά, απέναντι μου. Διαισθάνθηκα –πίστεψα- τα βαθύτερα τους παρτέρια, σκέψης. Στα ενδιαφέροντα τους. Άλλο ένα επίπεδο δεκαετίας, στη πυραμίδα, τη προσωπική, όπου τα ανάγλυφα στον εξωτερικό τοίχο, συνήθως δεν ερμηνεύονται από τους περισσότερους.

Αισθάνομαι κουρασμένος.

Γρήγορα συναντώ ένα βενζινάδικο.

Θεωρώ δικαίωμα μου, να μπορώ να καθίσω, να ξαποστάσω σ’ ένα τσιμεντένιο υπερυψωμένο επίπεδο. Τραχύ που είναι, σκέτο μπετόν.

Κοντά και πίσω μου, ένα λιτό οίκημα, να πληρώνουν οι πελάτες. Άγονα είναι εδώ.

Και το άγονο, ωραίο είναι.

Μόνο που η σιωπή εκδηλώνεται έντονα. Ο ρεαλισμός, ενοχλητικός. Η αβεβαιότητα των υπόλοιπων ωρών, όχι αντικειμενική.

Κλανκ, κλινκ, κλανκ, κλονκ.

Τι ‘ναι αυτό που ακούγεται. Μήπως η ζέστη με κάνει ν’ ακούω διάφορα;

Κλινκ, κλονκ, κλιιιιινκ!

Στρέφω προς τα πίσω.

Είναι ένας νεαρός, που μάλλον θα βγήκε από το οίκημα, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της επιχείρησης. Μαζεύει ήλιο, αυτός, φαίνεται. Η σκιά, δεν του κάνει. Μια από τα ίδια, κι εγώ. Κοιτά προς τη θάλασσα.

Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, εμφανίζεται: μάλλον η μάνα. Κάτι ψάχνει στην αντλία. Μου ρίχνει μια ματιά. Πλησιάζει. Κάθεται στο ενάμισι μέτρο, διπλανά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: