Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

γλάστρες. Η γυναίκα του; Γάμος από συμφέρον, σίγουρα! Όσο έμενε εδώ η σαραντάχρονη, άκουγε από απέναντι, συνομιλίες, ενός γάμου όπου ο άντρας επέβαλε στη σύζυγο, με ..φωνές.. αυτή να συμβιβάζεται, ποιος φέρνει το χρήμα. Ποιος κανονίζει τα πως και τα γιατί, σε εξορμήσεις, σε εκδρομές. Μια ηλίθια, έκλεινε τα πατζούρια, για να χτυπά το παιδί της.

Χαζογειτονιά!


Αυτό το σπίτι που άφησε η σαραντάχρονη, -μετακομίζοντας σε ένα άλλο που αγόρασε- έπρεπε να καθαριστεί τέλεια, επίσης τα έπιπλα. Κοίτα να δεις, κούραση, να πηγαινοέρχεται κάθε τόσο, από την άλλη της κατοικία. Βάζοντας υποθήκη στη τράπεζα τούτο το σπίτι σκάνδαλο.

Άφησε τελευταίο προς καθαρισμό, το πολύ βαρύ, ορθογώνιο τραπέζι, με το τζάμι από πάνω, και τις περίεργες ενώσεις από κάτω, αφού άνοιγε για να γίνει μεγαλύτερο. Τώρα το θυμάται: αυτή του την ιδιότητα. Οι παλάμες της ψαχουλεύουν από τη μια πλευρά κατά μήκος, από κάτω, στις εσοχές. Τίποτα. Φυσικό είναι. Περίμενε να βρει μάλλον, κάτι: ίσως χρήματα που φύλαγε η μάνα τους για μια κακή ώρα. Απομακρύνει τη σκόνη. Χαμός. Πάει απ’ την άλλη, στο παράθυρο. Ανακαλύπτει κάτι τσίχλες κολλημένες.

Ά ρε αδελφή.

Ψαχουλεύει, ψαχουλεύει. Στη συνέχεια: τι είναι αυτό; Σκύβει καλύτερα. Χτυπά τη παλάμη σε μια εσωτερική γωνία: είναι ένα χαρτί. Δύο, κολλημένα; Το τζάμι από πάνω είναι βαρύ, φοβάται μη το σπάσει. Έλα, βγες ηλίθιο. Σηκώνεται όρθια. Ίδρωσε.

Είναι τελικά, ένα, χαρτί, από κάποιο τετράδιο, με γραμμές.

Μετακινείται, κάθεται στον άθλιο καναπέ, που ούτε μαξιλάρια δεν έχει. Άθλια έπιπλα. Τι κόσμο να έφερνες επίσκεψη, εδώ; (Η αδελφή της κληρονόμησε ένα σπίτι στο χωριό της μάνας της, το οποίο προτίμησε να πουλήσει σε μια εκεί, γειτόνισσα).


Είναι ένα γράμμα. Μιάμιση σελίδα. Πρέπει να φύγει όπου να ‘ναι. Να πάει να ξεκουραστεί στην κύρια κατοικία της. Διαβάζει πάραυτα: «Το ένστικτο, χρησιμοποιούσα, απέναντι σου, γιατί είσαι έξυπνη στη ζωή, δεν σου πήγαινε να μαντεύεις, τι κάνουν οι άλλοι. Μένα, τη μάνα σου, μ’ έλεγες ήσυχη, περισσότερο μάλλον με πνεύμα συνεργασίας για το χώρο που μοιραζόμαστε. Το φαγητό. Τούτα τα μη περιττά, που γενούν ασφάλεια. Μια αύρα πειθαρχίας απέναντι στους γύρω ακόμα, αν και κάθε τόσο, σούλεγα να προσέχεις. Γιατί ξέρω πως δεν σου αρέσει να ‘σαι μόνη σου. Όλο και κάποιον σύντροφο, έβρισκες. Απλά σου ‘δινα μια προτροπή κάθε τόσο, να βρεις τελικά κάποιον άντρα που φροντίζει τον εαυτό του και τον μεγαλώνει με αληθινή αγάπη και προσοχή προς τη χροιά της φωνής της γυναίκας-συντρόφου: κάτι τόσο ασήμαντο, μα χρήσιμο καθημερινά.

Κάνεις καλά που δεν παίρνεις στα σοβαρά, τις άσχημες δοκιμασίες, επειδή οι πιο πολλοί άντρες είναι καυχησιάρηδες. Σκέτα παγώνια. Κινούμενες μηχανές καταπίεσης. Εξάλλου, τα τυχερά μόνοι μας τα δημιουργούμε, τις ήρεμες περίπου σταθερές, καταστάσεις, κόρη μου.

Που τα έχουμε επιλογή, έστω και στους απρόβλεπτους παράγοντες, με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή. Αστάθμητους, τώρα θυμήθηκα, μου φαίνεται πιο καλά, να ηχεί στ’ αυτιά μου. Σπούδασες, είδες τις δυνάμεις σου, επέστρεψες στο μητρικό σπίτι. Προετοίμασες την “κουζίνα”, με όλες τις απολαύσεις, τις φυσιολογικές για μια γυναίκα. Κάθε τόσο, σου μιλούσα σχετικά. Στην αρχή άκουγες σοβαρή, με τον καιρό φαίνεται…

Γύρισες πιο σοφή από σχέσεις. Λίγο πολύ ήθελες να περνάς καλά. Κι εγώ βοηθούσα, το κατά δύναμιν. Δούλεψες, έφτασες σε αδιέξοδα. Δεν ήταν στο χαρακτήρα σου να το βάζεις κάτω. Αν και δεν ερχόσουν πια, να ζητάς τη γνώμη μου. Απλά παρατηρούσα τη τάση σου, να μη θες να είσαι μόνη σου. Όλο και κάποιον, τριγυρνούσες. Σε κάλυπτε, εκμεταλλευόταν ο ένας τον άλλο, όπως συνήθως γενικά, συμβαίνει. Έτσι κι αλλιώς οι βίοι των ανθρώπων είναι δύσκολοι. Στο έλεγα στο τηλέφωνο. Βάστα δυνάμεις, κάτι να ‘χεις στην άκρη. Λίγο πολύ μ’ άρεσε να μ’ έχουν ανάγκη. Έστω για ένα πιάτο φαί κάθε τόσο, το κατιτίς, ως επικοινωνία μεταξύ παιδιού και γονιού.

Άνθρωποι είμαστε, με “άκουγες” ενόσω με θυμόσουν. Προφανώς. Και το κακό που μπορεί να βγάλει κάποιος, ένας άντρας. Από το πουθενά. Δεν έρχονται ποτέ, σε κορεσμό. Καλοπερασάκηδες. Εξαντλητικοί, συνήθως ωραιοπαθείς. Συ σήκωσες τόσα βάρη, τέτοια βάρη. Με ελάχιστες παύσεις που μου εκμυστηρευόσουν (αρκούσε το αόριστο βλέμμα σου) για να καταλάβω. Πως δεν μπορούσες να μένεις μόνη σου. Λίγο ανησυχούσα, πίστευα στη καλή μοίρα. Να σε φροντίζει. Σαφώς μια ενήλικη και καλή κόρη, ποτέ δεν χάνεται.

Να χαμογελάς, να σταματάς πότε πότε να ξαναλές καλημέρα όσο είναι όμορφο ένα βουνό, πάντα εμπρός στους ανθρώπους».


Η σαραντάχρονη, αποστομωμένη. Σα να σταμάτησε ο χρόνος, να κατέβασε κάποιος το διακόπτη: επιβάλλοντας σιωπή. Τι σοκ!

Κάθεται ακίνητη. Οι οφθαλμοί της, προσηλωμένοι στο ορθογώνιο, βαρύ τραπέζι, λίγο πιο μπροστά της.

Κοίτα να δεις τι έκρυβε!

Αλήθεια σε ποιο σπίτι ζούσε η ίδια, και σε ποιο, η μάνα με τη μικρότερη αδελφή; Ένας βίος μες σε μια άγνοια, όσον αφορά τη σχέση της με το αντρικό φύλο, λείποντας στη πρωτότοκη οποιαδήποτε συμβουλή. Συζήτηση. Μια ωραιοποιημένη αίσθηση, ως διαπαιδαγώγηση, ρατσιστικά εναντίον της, για το τι σημαίνει ενηλικίωση, κυρίως αγάπη στην πράξη, για τον εαυτό της. Το σώμα της.

Όμως δεν της έρχεται να θυμώσει.

Είναι αργά πια.

Η μάνα της πέθανε, τα χρόνια πέρασαν γοργά.

Άραγε γεννήθηκε ως αξιοθέατο, για να τη περιφέρουν ως παράγωγο επιβεβαίωσης της γονιμότητας του πατέρα και της μητέρας: επιτυχημένοι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο!

Κρατά το φύλλο χαρτί, σα πράσινο φανάρι στο δρόμο.

Ακόμη ζηλεύει την κατά 5 χρόνια, μικρότερη αδελφή της: για τον γάμο της: το δίπλωμα δηλαδή, της επιτυχίας… ως κοινωνικό ον. Όπως ζηλεύει και φορές εχθρεύεται όσους κάνουν σεξ. Επειδή θεωρούν εαυτό και υπόλοιπα υποψήφια..θύματα, ως σώμα: ο ελεύθερος ενήλικος που αγοράζεται και πωλείται, θεωρώντας εύκολο, να αγγίζουν, να αγγίζονται ως αντικείμενο! Του πάθους. Δες μόρφωση που έλαβε η αδελφή της από τη μάνα! Αποκλειστικά προς εκείνη, η οποία θα παντρευόταν, θα γεννούσε τρία παιδιά. Την έβλεπε: είχε τη δική της ζωή, πια, κι από πάντα. Μια στάση ζωής, μια τελικά, απαξίωση, προς την πρωτότοκη. Να συζητήσει μαζί της, να της δείξει το δρόμο, τα πως και τα γιατί, να μην αφήσει ένα πλάσμα, μια γυναίκα στην άγνοια.

Τα γράμματα στο χαρτί, της φαίνονται τόσο ζωντανά.

Καμία όμως αναφορά, για αγάπη. Συνωμοσία μεταξύ μάνας και κόρης, υποκρίτριες και οι δύο, άψυχες, συμπεραίνει το παρών σοκαρισμένο άτομο. Τίποτα περί ευγνωμοσύνης, να μοιράζεις τις γνώσεις σου, περί διαβίωσης εν τέλει. Η μικρότερη φαίνεται, θεωρούσε το να αλλάζει συντρόφους, ως υποκατάστατο κάποιου είδους μοναξιάς απ’ το οποίο δεν έβγαινε; Δεν μπορούσε λέει, να είναι μόνη. Τι σοκ! Πρώτη φορά το ακούει αυτό. Παρατηρώντας την, από σχέση σε σχέση, γιατί ήταν ανίκανη να δει την αγάπη, τι είναι. Άραγε αυτόν που παντρεύτηκε τον είδε ως συμβόλαιο;

Ασφάλειας!!


Αυτή η ιδιαίτερη σχέση της αδελφής της, με τη μάνα, η τόσο απρόσωπη, που όμως, της δημιουργείται η εντύπωση, πως απλά προετοίμαζε μια νέα γυναίκα, να διδαχτεί τη ρουτίνα του ν’ αναπνέεις, να υπάρχεις. Ανιαρά, αλλάζοντας ερωτικές επαφές, όπως η δίχως αίσθηση είσπραξης, αμαρτιών: συμβαίνει σε μια ..δήθεν.. αναπαράσταση σε σειρά ή ταινία, ως σκηνή, συμβάντος σεξ.

Αυτοί που βλέπουν τα χρώματα, κι αυτοί που τα λερώνουνε.

Ώστε δεν της ήταν δυνατό, να είναι μόνη.

Απίστευτο!


Η ιδιοκτήτρια του κουτιού θέλει να βγει, να επιστρέψει στο κυρίως, διαμέρισμα. Μα της είναι, σχεδόν αδύνατο.

Η παρούσα ησυχία, σα να επουλώνει τα τραύματα της, παρομοίως το σημερινό, με τις ειδήσεις που έφερε το γράμμα.

Όχι. Δεν θυμώνει.

Αυτή ήταν πάντα ήσυχη. Η ..ήσυχη μάνα, ήταν μια υποκρίτρια μάνα, που παρήγαγε τελικά, μια υποκριτική προσωπικότητα, στην μικρότερη αδελφή. Η οποία τελευταία θεωρούσε ωριμότητα: να της αγγίζουν το δέρμα.


Προσπερνά κάπου το σκεπτικό, της προσωπικής της διαπαιδαγώγησης, μες την άγνοια για οτιδήποτε, ώστε να είναι μια εξαίρετη γηροκόμος. Μπα, δεν το πιστεύει.

Δεν παρατήρησε καν, ότι τα συζητούσαν αυτές, όσο ζούσε η μάνα. Η σαραντάχρονη θεωρεί πως είναι πολύ αργά, για να μετανιώνει που η ζωή, επέλεξε ρατσιστικά, εναντίον της, να μείνει μόνη (είχε συνεργούς: μάνα και αδελφή). Κι ας πουν οι ανόητοι, πως εμείς επιλέγουμε.

Αυτοί έχουν το δέρμα.


Σηκώνεται τελικά.

Θα βρίσκεται σύντομα σε ότι θεωρεί, σπίτι.

Μακριά από τα βλέμματα των ώριμων ….δερμάτων.

Στην ησυχία, λήγοντας οι απογευματινές στιγμές, αλλάζοντας το ωράριο σε βραδινούς ρυθμούς. Αύριο κυριακή. Κάνει μπάνιο, αλλάζει σεντόνια, αναζωογονείται. Δυο τρία κατσαρολικά για πλύσιμο, κάτι ρούχα στο πλυντήριο, που τ’ απλώνει και αύριο.

Μια αίσθηση απόλαυσης της ηρεμίας στο σπίτι, δίχως κανέναν ήχο, εδώ μέσα ή ως κινούμενη εικόνα –να αποσπάσαι. Αισθάνεται ξαφνικά, ευλογημένη, να ‘ναι δυνατή, στη σιωπή. Να το φχαριστιέται. Τη παύση.

Τώρα μπορώ, ίσα που ακούγεται η φωνή.

Συλλογίζεται: ο Θεός, άκουσε προχθές: είναι εκεί που τον αφήνουμε.

Όχι. Δεν θεωρεί τον εαυτό της, αναμάρτητο. Απλά κουρνιάζει στην ήσυχη ατμόσφαιρα. Αύγουστος μήνας. Δεν έγινε μάνα, κυριαρχεί τώρα όμως, στοργικά, απέναντι στο είναι της. Δεν είναι καιρός;

Η ζωή είναι ένα θαύμα (να είσαι ζωντανός) ακόμη και για τους ανέραστους: τους οποίους, απεχθάνονται, τα χωρίς νου, δέρματα: Ανόητα λογικοί: υπεράνθρωποι.

(Από δευτέρα, δουλειά ξανά).

Η ίδια η σαραντάχρονη, δεν μοιράζεται με κανέναν ένα θαύμα Θεού, πάνω της. Κάτι πολύ μικρό, όμως σημαντικό. Μια αληθινή επιβεβαίωση αυτού που υπάρχει. Με Θεό, όμως. Την ώρα που Εκείνος, Προσφέρει κάτι σ’ ένα πρόσωπο, που επίσης δεν το αξίζει. Αν ετούτο βοηθήσει το άτομο να πει: τώρα μπορώ. Όχι από μόνο ή βοηθώντας, άνθρωποι, αδιάφοροι τελικά.

Ψήγματα ασφάλειας σε σχέση με το γιατί γεννιέσαι, στη γη.

Δεν της λείπει τίποτα.

Μόλις, το καταλαβαίνει.

Ας τους αφήσει στη ταχύτητα τους.

Είναι τόσο ζεστή η ησυχία. Συναισθηματική.

Σε ξεκουράζει.

Ότι κοιτά, είναι απλά η προηγούμενη ιδιότητα της: ήταν τυφλή. Ως αισθητήρια για να της εξηγούν, χρώματα, υφές, σημαντικότητα, χρησιμοποιούσε μια μη συναίσθηση περί διάκρισης: τι είναι θαύμα.

Τώρα μπορώ, επανέλαβε –από μέσα της.


Αλήθεια πως είναι να μην αντιλαμβάνεσαι το θέατρο-πόλη. Σα να παίζεται εμπρός της, ανάγλυφα. Το πάρτυ μεταμφιεσμένων:


Είναι ένα σύμπλεγμα κτισμάτων, με μόνο ασφάλτους, ενδιάμεσα. Το μόνο ακλόνητο δικτυωμένο, σαν ιστός, σημείο της τάδε πόλης. Οι πολυκατοικίες έχουν χτιστεί σε κινούμενη άμμο (συμπεριφορών αν το σκέπτεσαι έτσι), όμως κανείς δεν το αντιλαμβάνεται. Μυρμηγκοφωλιές, πολυκατοικίες. Κει χώνονται διαρκώς. (Αν είναι δυνατόν το ν’ αγγίζει το δέρμα σου, ξένος εκπρόσωπος, αντίθετου, συνομήλικου σου φύλου, κι εσύ να μην ερωτεύεσαι). Μάσκες αρχαίες θεατρικές. Γραμμές τρόλεϊ οι άνθρωποι. Ρεύμα οι νόμοι του κράτους. Τα δίποδα βγαίνουν στον πλαϊνό τοίχο, να τα κοιτάξεις με τ’ αυτιά, να σε πειράξουν με την κοινωνικότητα τους. Αν όμοιες φάτσες, συνταιριάζονται. Άλλοι πεινούν, ορισμένοι χορταίνουν. Η μάσκα του φιλικού που σε κάνει παρέα, γιατί μεγάλωσε πια. Ολοκληρώθηκε. Όχι μόνοι. Μόνοι. Έννοιες που διχάζονται ανάμεσα στο τώρα και τη θρησκεία. Ευκολίες, καλώδια εικόνων, εύκαιρες συναντήσεις που πραγματοποιούνται με μέικαπ ή ορμονικές ανάγκες. Τάσεις επίδειξης. Οι καθαροί με μπάνιο κι οι καθαροί στη ψυχή. Βγαίνουν, μπαίνουν. Όλοι βλέπουν όλους. Εγρήγορση σε τακτικές από προσωπικού. Στον ίδιο χώρο μα χωριστά. Χρόνος με λεπτοδείκτες, ευρώ. Οι σκέψεις που βλέπουν σκέψεις. Τα βλέμματα μόνο πίσω, από τη μάσκα του δυνατού: Αν μείνει μόνο του, αναγκαστικά σιωπηλό, μη έχοντας κάτι να κάνει, βάζει το χέρι μες το σώβρακο. Το πρότυπο του χαμογελαστού. Τα παγώνια που δεν έχουν προβλήματα. Οι καλοί κακοί, όσοι τα καταφέρνουν παρασυρμένοι από το να στέκονται δυό λεπτά, ακίνητοι. Πωλητές στολών: η ποιότητα ποικίλει κι αναλόγως η τιμή. Να τους αντέχουν, να τους λένε μπράβο. Η ώρα περνά. Να προλάβω. Γέμισε το ρεζερβουάρ. Πάει να αποδείξει κάτι.

Η γυναίκα είναι λιγότερη –το παραδέχεται μόνο- όταν συναγωνίζεται αθλήτριες, κι όχι αρσενικά αθλητές, για ένα μετάλλιο. Η πόλη πάντα επιβραβεύει τον διαχωρισμό των φύλων, μα δεν καταναλώνουν κι οι δύο, το ίδιο. Μην είσαι κότα. Εγώ το τάδε θα έκανα, αν ήμουν εσύ (όπως αυτοί που πιστεύουν, πως δεν θα πάνε στην κόλαση, αν κολάζουν με την όψη τους, τους γύρω, λερώνοντας ξένη τους, ψυχή). Παντού καρέκλες στα μπαλκόνια. Δωμάτια πάντα τυπωμένα με ολοκλήρωση. Εαυτού, ανατύπωση. Ο άνθρωπος τοίχος, που επιλέγει τι αφίσες καρφώνονται, πάνω. Οι φανταχτεροί καλεσμένοι. Πάρτυ μεταμφιεσμένων. Οι πιστοί λύκοι, όμοιος ομοίω. Η φιλία που αναρριχάται ως το μπαλκόνι, ως πρόβατο ή λαγός: ως υποχείριο, ως σίγουρη επένδυση. Αυτός που ακούει μόνο. Ο σκύλος που φορά μάσκα αρκούδας. Αυτός στο μπαλκόνι, η διπλανή άδεια καρέκλα. Το ψεύτικο. Το αληθινό.

Όσοι σκέφτονται μες το σπίτι τους.

Όποιο άτομο συγκρατεί. Πατά στο χώμα. Έχει πρόσωπο. Το παντρεύονται για μια ζωή. Ο άνθρωπος που παίρνει ρεύμα από τον εαυτό του. Ως να το συνηθίσει. Το κενό. Λόγω διπλώματος ανεξαρτησίας. Οι μυρμηγκοφωλιές που ‘χουν εισόδους. Αυτιά, μυαλών που δέχονται τον γείτονα, γιατί έβαλε το χέρι σε ξένο βρακί. Ο άνθρωπος επίθετο, που υπαγορεύει συμπεριφορές στους δικούς του. Το άτομο που δεν διαβάζει καλούπια ανθρώπων, που στα σαράντα τους: δεν βάλανε χέρι στο γλυκό…

Ο άνθρωπος πτυχίο ζωής. Μες το σπίτι: Παραβάν τοίχοι, δηλαδή, πότε πότε, ανά σημεία ανοιχτοί, να δείχνουμε κοινωνικοί, ή γιατί, μας αρέσει το φυσικό φως, σε όλες του τις εκδοχές –όταν. Οι τοίχοι δεν χωρίζουν τίποτε –κρύβουν μόνο. Η ατμόσφαιρα, μία. Μεταφέρει σκόνη, ως σωματίδια ή δίποδα. Πας να σφουγγαρίσεις το πάτωμα, τον αέρα ακόμα ακόμα, μες το εσωτερικό. Έχοντας σε κάθε ορθή γωνία, έναν ανάλογο τύπου, κάδο, απόρριψης προσωπικοτήτων. Πάντα ακούγεται κάτι: αυτός που ανανεώνει με μολυσμένο φίλτρο, το οξυγόνο –πάντα κάποιον άλλο. Αυτή, που ‘ναι πανέξυπνη, διαθέτοντας πολλά συρτάρια, μα αν ψάξεις, θα γευτείς μια κακή μυρωδιά. Αυτοί που ‘ναι εμπρός στους γείτονες, σπινθηροβλεμματάδες, διαφημίζοντας, πως είναι άνθρωποι κρεβάτι. Ικανοί. Αυτός που είναι, ο διπλανός. Το άγνωστο μυρμήγκι, που μένει νέο.. πάντα. Δίχως ν’ αλλάζει: από πού έρχεται ο αέρας και πως εξαφανίζεται. Τι γεννά αξιοπρέπεια. Δύσκολο να είσαι άντρας σήμερα: με τιμή.

Ήδη από πέμπτη βράδυ, οργώνονται οι άσφαλτοι (ενόσω οι πολυκατοικίες βυθίζονται στην κινούμενη άμμο των αμαρτιών –ακόμη κι οι παντρεμένοι). Στολίζουν τα πολλά χέρια, δάκτυλα, πόδια, μέρη τους, κάθε μυρμήγκι. Πηδάνε πάνω από το χώμα, στην άσφαλτο μετακινούμενοι, χάνονται στη στροφή. Με θόρυβο. Και σε θόρυβο καταλήγουν. Κρατώντας ένα ποτό, έχοντας βλέμμα μόνο και επιθυμία.

Η ομίχλη των αλαζόνων πολιτικών, κι οι φαβέλες των άστεγων από σταθερότητα, δίποδων: ανίκανων να βρουν λεφτά, να χωθούν στον θόρυβο της νύχτας. Να επιστρέψουν στα σερβιρισμένα. Θα πατήσουν το κουμπί, θα ελέγξουν τι διατηρεί την ύπνωση τους, ξανά ..εμπρός.. σε ξένες ζωές, ξεχνώντας τι είναι αγάπη. Μόνο αυτό.

Όλες οι σκέψεις της σαραντάχρονης. Πόλη οργανωμένη. Σαν κάμερα στοργής, για άτομα…συναδέλφους. Δεν τους κρεμά καν, στη ντουλάπα: βρίσκονται συνεχώς στα φιλιστρίνια της κεφαλής. Συνάδελφοι στην ανθρωπιά. Σα διαθέσιμος χρόνος, να ‘χεις καρδιά που μεταφέρει κατανόηση, χρόνο να είσαι, να δίνεις, να ελευθερώνεσαι.

Μιλά με δικά της λόγια, την ώρα που η ίδια τα γεννά: η σαραντάχρονη παρθένα. Όχι, να της τα βάλουν στο στόμα, για να επιβεβαιωθούν οι εχθροί, πως ακόμα επηρεάζουν.

Επέστρεψε σ’ ότι θεωρεί σπίτι της.

Τα πράγματα δω μέσα, που χρησιμοποιεί μόνο.

Τη ζωή μόνο, δεν νοίκιασε.

Κάνει ησυχία. Η γειτονιά.

Ότι μαγνητίζει.

Όλα αυτά τα αντικείμενα, που δεν είδαν, ποτέ, γιατρό.

Γιατρός είναι μόνο ο Θεός. Ένα σημείο αιώνιας αγάπης. Που κανείς άνθρωπος δεν μολύνει. Αυτός ο Θεός εμπρός σε τυφλά δίποδα που δεν διακρίνουν, πόσο, τους Εκπλήσσει.

Το φυσικό φως.

Τα δέντρα.

Η ενεργειακή αύρα καθενός, ως “αντιδραστήρας”, προσφέροντας ώθηση μόνο (όχι εντολές. Η ψυχή δεν κάνει τέτοια πράγματα).


Είναι ένα ήσυχο βράδυ.

Δεν ακούγονται διαφημίσεις. Δεν διακόπτει κανείς.

Δεν είναι διαμέρισμα. Είναι ένα σημείο στο σύμπαν. Όχι σαν άστρο, πιότερο φάρος. Μια ήρεμη γωνιά στο αχανές διάστημα. Ένα τόσο δα μέρος, του οποίου τις συντεταγμένες γνωρίζει μόνο ο Θεός. Είναι μια προσευχή: «όλα τα μικρά παιδάκια, που πονάνε, που τους λείπουν μέρες, να μεγαλώσουν. Τα παιδιά, άχ τα παιδιά, που τους αρκούσε απλά, λίγη τρυφερότητα και στοργή. Τόσος πόνος. Γιατί;


Φύλαγε τα, Κύριε, Ουράνιε Πατέρα, από άλλο πόνο. Η στοργική Σου, Παλάμη, στις όποιες πληγές. Όλα τα δάκρυα, όλο το φως των καλών ανθρώπων, των οποίων έστω, τούτη την ύστατη στιγμή, δεν συλλογίζονται παράπονα ανούσια. Θρέψε Κύριε, με την Αγάπη Σου, τούτα τα πλάσματα. Όλους τους πονεμένους. Τους ολιγόπιστους. Τους απαθείς, ως προς το προσωπικό τους καλό: απάλλαξε τους από φόβο θανάτου: λύτρωσε τους. Μια μικρή ευκαιρία. Τόσο δα, όσο η σημαντικότητα όποιου και ότι, διαφυλάσσει τη ζωή. Μια τόσο δα στάλα μεταμέλειας.

Ένα ακόμα, θαύμα».


Το άλλο πρωί, πλένοντας η σαραντάχρονη τα πιάτα –κυριακή είναι- στον νεροχύτη που κοιτούσε το παράθυρο, ήρθαν για πρώτη φορά και κάθισαν στα κάγκελα του μπαλκονιού, δυό περιστέρια.

Το ένα την κοίταζε συνεχώς, ενόσω αυτή, του μιλούσε γλυκά.

Ήταν η απάντηση του Θεού, στην ειλικρινή προσευχή. Από καρδιάς.

Αλληλούια.


20






Κύκλοι από καράτια


Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν, οι ολυμπιακοί αγώνες: ανάμεσα στις δύο καταστροφικές σελίδες της ιστορίας ενόσω σα φάντασμα, εκρήγνυται ακόμη κάθε ατομική βόμβα, σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι.

- Γιατί το κάνανε αυτό, μπαμπά; Να μη πούνε τίποτα.

- Είναι όπως όταν τρως, θέλεις να βλέπεις τηλεόραση, πάντα.

- Νόμιζα μπαμπά, πως η φλόγα έμενε πάντα σβηστή μετά την ολυμπιάδα του χίτλερ.

- Είσαι εντάξει στα μαθήματα, παρομοίως στη διάκριση. Σβηστή έμεινε, ως τα τώρα.

- Οπότε τι ανάβουν.

- Υποκρισία, παιδί μου. λαβαίνοντας σπίρτο κακίας π’ ανάβει σύμφωνα με πόσο πετρέλαιο, του δίνεις.

- Από πετρέλαιο, φτιάχτηκαν οι κύκλοι;

- Κι οι κύκλοι έσβησαν, γιατί σμικρύνθηκαν: δύο τουλάχιστον, από την ευκολία να ξυπνούν όπου θέλουνε.

- Από πάνω είναι αυτοί;

- Από πάνω βρίσκονται, όσοι καταλαβαίνουν, μόνο τον εαυτό τους.

- Το τι λένε στον εαυτό τους, μπαμπά.

- Κι ακούνε ότι λένε, δυστυχώς ξέρουν τι κάνουν κιόλας. Για κακό πάντα.

- Αυτοί που ‘ναι πιο πολλοί;

- Πιο συχνά, όσοι ξεκινάνε πολέμους.

- Με τι;

- Με φακούς, γιατί μισούν το φυσικό φως.

- Κι οι πρώτοι που δώσανε τη φλόγα, τι απογίνανε, μπαμπά;

- Τους έκαψε.

Γελά το παιδί.

- Μπαμπά, αυτοί πολεμάγανε;

- Όχι. Αυτοί ήταν σύμμαχοι.

- Στα κέρδη;

- Όχι.

- Σε τι;

- Στην άγνοια.

- Δηλαδή;

- Τα όρια.

- Μπαμπά, δεν ακούω τι λες.

- Μόνο που μεταξύ τους ακούνε.

- Τι;

- Πως μετράνε.

- Τους ολυμπιακούς κύκλους;

- Μπράβο.



Τα πόδια διανύουν όλες τις αποστάσεις.

Σε ξηρά.

Αρκεί όταν ξεκινούν, να τελειώνουν το ταξίδι, στην αφετηρία.

Απλά οι τρεις ήπειροι-κύκλοι, από πάνω, ως κάτοικοι, αεροβατούν, δήθεν ανώτεροι, κυβερνοτρισδιάστατοι, εν τέλει μη πραγματικοί: παράθυρα, απ’ όπου πετιούνται εύκολα στους από κάτω: τοξικά σκουπίδια, ρατσιστικά κατάλοιπα. Δυνάμεις απόδοσης, υποβοηθούμενες από κάθε είδους αναβολικά. Κόσμοι, οι τρεις καλύτεροι, από πάνω, στο να δικαιολογούν τις ψευδείς τους αναρριχήσεις στα μετάλλια, στην αφθονία προσφορά ευκολιών, ανάλογης τροφικής αρμονίας.

Κοίταξαν απ’ τον όροφο τους, οι εθισμένοι σε κάθε τους απασχόληση, ως υπερδιεγερτικοί, άρα κατέχοντες “αυτοπεποίθηση”, τους από κάτω, δύο κύκλους: των υγιώς εθισμένων στην τέχνη και την αθλητική άμιλλα, λαούς-ηπείρους (τους κοίταξαν οι … προνομιούχοι, με περιφρόνηση).

Μάλλον γιατί ανόητος πρέπει –σκέφτηκαν οι ανώτεροι- λαός, όποιος δεν “χρυσώνει το χάπι” του βίου των κατοίκων, με χρήμα ως χορηγό ή επιβράβευση…

Σα ν’ ανταγωνίζεται ένας ώριμος, έναν έφηβο που δεν απαντούσε λόγω ήθους, στις επιθέσεις των νευρασθενικών για επιτυχία: μόνο ως επιβεβαίωση, σαθρή, -δίχως “σκιές” από κάθε τι φυσικό, γύρω, το οποίο απλά αφήνεις να υφίσταται.


Είναι όπως αυτοί, που δημιουργούν τέχνη, το φωτισμένο δευτερόλεπτο, κι αυτοί –οι τρεις από πάνω: που γίνονται κάτι, ώστε να ακολουθήσουν τους ρυθμούς: καρπόμενοι συντρόφους, χρήματα, δόξα εν προκειμένω: αθλητικού περιεχομένου: τονωμένη από ουσίες, οι οποίες προκαλούν είδη καρκίνων.

Είναι αυτός που πίνει για να διαλύσει την υπερκατανάλωση “ζαχαρωμένου” βίου, κι αυτός που επιλέγει τις στιγμές: να σημαίνουν κάτι: ως ανάμνηση: αφού τα πάντα ως τέτοια, ακολουθούν.

Είναι αυτοί που εξηγούν –μες την άγνοια τους περί καλού και κακού- προϊστορικές τοιχογραφίες, ως αναπαράσταση καθημερινών καταστάσεων. Είναι –καλύτερα- κι αυτοί, που ‘χουν όρια, στο τι αγγίζουν, επίσης στο τι σέβονται.

Αν είναι δυνατόν να εκτιμήσεις αθλητές χ ψ χώρας, που σε κάθε υψηλού εύρους, αθλητική εκδήλωση, ως Έθνος, βγαίνουν πάντα πρώτοι.

Αυτοί παίρνουν το χρυσό στη ντόπα.



Το μωρό παιδί στο καροτσάκι. Στη λαϊκή.

Θυμίζει στους ανθρώπους να αγαπούν. Να επιστρέφουν στο αγαθό τούτο. Δεν θα πω, πως είναι δωρεάν. Δεν συγχωρούνται τα πάντα. Π.χ. το κράτος να κρατά χρόνια και χρόνια, κλειδωμένες τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Πως να το εξηγήσεις αυτό, στα παιδιά.

Αγάπη: επιθυμητή η γονική συναίνεση.

Μετάφρασε το όπως σου αρέσει: οι καταπιεστικοί γονείς. Οι γονείς που μεταφέρουν στα παιδιά το σκεπτικό, να είναι πρακτικά, σε όσες ελευθερίες επιτρέπει το κράτος. Αν τούτο θεωρείται ζωή.


Το παιδί μου στάθηκε εμπρός στο μωρό-τέκνο, στο καρότσι. Του ‘πιασε τα δάχτυλα. Χαμογέλασε.

Δες τι κάνει η αγάπη των περιορισμένων.


Ο σεβασμός κερδίζεται.

Όποιοι επιμένουν να ‘χει μέτρο η προπόνηση. Πειθαρχία.

Μη ξεχνώντας αρχικά να θυσιάζεσαι για τον συνάνθρωπο.

Δεν μοιράζει κανείς, μετάλλια ανθρωπιάς (πέρα, προς τις συζύγους μεγαλοπαραγόντων ή κατόχων ομάδων ποδοσφαίρων, οι οποίες, με δωρεές και …πράξεις φιλανθρωπίας… εξιλεώνουν την ανυπαρξία τους!!). Κάπως έτσι καθορίζεται η διαδικασία αντίληψης. Κάπου εκεί καθαρίζει. Φοράς τ’ αθλητικά σου παπούτσια. Με θάρρος βγαίνεις. Καταλήγεις στο χώρο και τον τρόπο, γύμνασης. Μ’ επιμονή. Με αξιοπρέπεια. Χωρίς ουσίες.

Τι έχεις να πεις για τους αθλητές που κάμανε τατουάζ; Βάζει το παιδί σε δοκιμασία, το έλεος.

Αυτός που γνωρίζει πως κέρδισε, από μόνος. Με ότι παρείχαν οι φυσικοί μύες. Πρώτος, ίσως, μόνο τη στιγμή που αγωνίζεται. Τα τατουάζ είναι όπως τα σφουγγάρια τεστοστερόνης που εμφυτεύουν στους πενηντάρηδες, ώστε μόνο ντοπαρισμένο το μυαλό τους, να θυμηθεί, τα αχαλίνωτα της ενήλικης νεότητας. Μη ησυχάζοντας ποτέ. Ασυμβίβαστοι στην κύρια ιδέα, πως κάθε ένας είναι ανίκανος να αριστεύει στα πάντα.


Μόλις προσπέρασε μια νέα γυναίκα, -λευκής φυλής- κατάμαυρη από καλοκαιρινά μπάνια. Κάπου εδώ θα έλεγε ξανά ο πατέρας μου: υποψήφια για καρκίνο.



- Με λατινικούς χαρακτήρες δεν γράφονται όλες οι λέξεις, σ’ όλες τις 5000 ζωντανές γλώσσες, στον πλανήτη; Ρώτησε το παιδί.

Τι να απαντήσεις.

Συντέλεσε σε μια ορισμένου είδους, αρμονία, τούτη η αλληλούπαρξη;

Οι δήθεν πολιτισμένοι, από πάνω, προσπαθούν να είναι τα αγγλικά, η κυρίαρχη αποδεκτή θυσία, στον βωμό της ανυπόφορης υποκρισίας τους. Έτοιμες τροφές, βραβευμένες φάτσες με τατουάζ χορηγού –επίσης υποδερμικά. Ενόσω η φαντασία αποκτά αριθμούς σε πίνακες ανακοινώσεων.

Για δες πως σπάνε τα παγκόσμια ρεκόρ!

Πως οι χελώνες, κατάφεραν να περάσουν τον λαγό.

Περηφανεύονται οι γονείς για την ψευδώς καταξιωμένη κοινωνικότητα.



Κοιτώντας έξω, θυμήθηκα ένα είδος, νομίζω αετού, που ‘ταν ικανό να αναπτύξει ταχύτητα, πραγματική, περισσότερη, πέφτοντας κατακόρυφα, από χιλιάδες πόδια ύψος, κυνηγώντας τη τροφή που έριξαν από αεροπλάνο. Σε μερικά δευτερόλεπτα, σχεδόν είδα ένα είδος όρκας φάλαινας, σε ενυδρείο, να διασκεδάζει τους μπουκωμένους κύκλους-λαούς. Τρέχοντας αφύσικα γρήγορα –κόντρα σε παραδόσεις ή στην jazz αύρα-διάθεση του ήλιου, να επιφέρει το φυσικό, στις κανονικές του διαστάσεις.

Αμέσως θυμήθηκα τις μπολντιμπινταρούδες αθλήτριες ως θέαμα αφύσικο, σχεδόν αντρικό –αντιπαθητικό άρα. Αυτές που σήκωναν βάρη, σαν εκστασιασμένες σε κάποιο μη πνευματικό όραμα. Όσους νιώθουν προτιμότερο να αγωνίζονται σε τσιμέντο, παρά προσπερνώντας λουλούδια.

Το παιδί έσκυψε, χαμήλωσε ο κορμός. Παρατηρεί τα φυτά –περίπατος, νωρίς το πρωί. Γύρω μας δέντρα. Φθάνουμε στην όψη μιας εκκλησίας, ν’ αντλήσουμε δυνάμεις ελπίδας. Μη περιορισμένοι.

Οι άνθρωποι δεν είναι διαφανείς φιγούρες, μες τις ράγες της ταχύτητας, καθηλωμένοι.

Σε λίγο συναντούμε ένα γήπεδο μπάσκετ με γειτονιάς χαρακτήρα. Μια ψηλή περίφραξη σαν τεντωμένα δίχτυα. Το σπλάχνο θέλει να δοκιμάσει. Πέσαμε σε καλά παιδιά –παρέα μεγαλύτερης ηλικίας. Αστοχεί. Δεν πειράζει. Πέφτοντας η μπάλα, εξοστρακίζεται δυνατά σε μια γωνία, κλωτσώντας την το παιδί. Έκπληξη! Επιστρέφει η στρογγυλή θεά, τη χτυπά σα βόλεϊ, φεύγει στο σίδερο της μπασκέτας, γυρίζει: βραχίονας του χεριού σαν ρακέτα τένις. Τρεχαλητό. Το γήπεδο είναι ένα τεράστιο σκάμμα. Όχι, η άμμος είναι πισίνα, όχι, είναι αέρας: αιωρείσαι στα κύματα. Ωκεανός. Είναι η πατρίδα της αγάπης, εδώ.

Όταν δίνανε στα αρχαία χρόνια, στεφάνι από κλαδιά ελιάς στους αθλητές που τα καταφέρνανε, το πράττανε από αγάπη για τον ίδιο τον συνάνθρωπο, σα να ήταν μέλος καθενός, ανά οικογένεια. Πλέον οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχτούν κάτι τέτοιο, επειδή δεν ξαφνιάζονται όμορφα, για μέρες πολλές, όταν λαβαίνουν δωρεάν δείγματα, ανθρώπινης αγάπης: π.χ. το ανιψάκι σου να φέρει σ’ εσένα ως δώρο, ένα φύλλο.

Οι περισσότεροι είναι ήδη θυμωμένοι, όταν τους λένε, το παραμικρό, κι οι οποίοι το εκλαμβάνουν ως έλεγχο στη ζωή τους. Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε, πια.

21















Η γυναίκα που φοβότανε τους άντρες


Υπάρχει άντρας, χωρίς νόσο καταδίωξης ή χάσιμο χρόνου

Να ρωτήσει η νέα, ή να το αφήσει στη τύχη; Αν είναι δυνατόν, παρόν χρονικό διάστημα, που μπορεί πρακτικά να ερωτευτεί, να περάσει ανεκμετάλλευτο. Τελευταία εβδομάδα, τυπικά, του αυγούστου. Ανάλογα του καλοκαιριού –που λέει ο λόγος, έτσι, που βιάσανε το περιβάλλον.

Κυρίως το ακουστικό –συλλογίζεται, ως προβολή θέσεων, μυαλού, ορισμένων αντρών, οι οποίοι π.χ. παίρνουν τηλέφωνο σ’ όσα κανάλια δίνουν βήμα στο λαό, και λένε, λένε. Λένε. Η φωνή ενός, ιδίως. Δεν κοιτάνε τ’ αρσενικά, τα χάλια τους. Το επίκτητο τους νόσημα, της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Λένε, λένε. Αυτοπαραμυθιάζονται.



Από τις 6 το απόγευμα, παρασκευή σήμερα, ως τις 7:30 περίπου, ασχολήθηκε με τα οικιακά «αύριο, μεθαύριο, το σφουγγάρισμα». Μετά το ντους, τυλίγει το γυμνό της, θηλυκό σώμα, μ’ ένα μικρό σεντόνι. Ένα V, άναρχο, στην πλάτη: ελεύθερη. Παίρνει πόζες στον καθρέφτη. Η μια της παλάμη χρησιμοποιείται δήθεν ως μάσκα.

«Τον άντρα τον θέλω παρθένο», μιλά ξαφνικά. Εμπρός στο είδωλο της. Ακούει μουσική από διάφορους ξένους καλλιτέχνες που ο ήχος τους μοιάζει στα ηλεκτρονικά του Moby, των Massive Attack κλπ. Νυχτώνει. Νωρίτερα. Το κρίμα τούτο, εξομαλύνουν οι μελωδίες –ατμοσφαιρικές. Δυο τρία φώτα, χαμηλής έντασης. Αύρα μυστηρίου διάχυτη. Ένα γυναικείο καλούπι, ψηλαφεί τη σημαντικότητα της.

Οι αισθήσεις του καθένα, δεν συμπληρώνονται, από τρίτους ή δεύτερους, ενόσω ο νους εκστασιάζεται ονειρικά, σ’ ετούτο το είδος αυτοκάθαρσης της πραγματικότητας. Εξάλλου η νέα για τίποτα δεν ντρέπεται. Όσο για τη φυσική αποδοχή του αρσενικού μορίου που πρέπει να δεχθεί, για να γονιμοποιηθεί η μήτρα, είναι για κείνη, κάτι άγνωστο. Τη φοβίζει λίγο ή ανεκτά πολύ, η επαφή, όμως ήδη “όρθιοι” περπατούν αρκετοί άντρες, εκεί έξω.

Μα κανείς δεν έχει ανάγκη, για φαντασία στην αγάπη;

«Να αγαπάς, είναι έμφυτο».

«Το μόνο σίγουρο, στο οποίο δεν συμμετέχει ο παράγοντας τύχη».


Ντύθηκε.

Μετά τις οκτώ.

Τρώει καρπούζι στο μπαλκόνι. Ωραία δροσιά.

Μακάρι να ‘ταν η πτώση της θερμοκρασίας, στ’ αλήθεια, προοίμιο του φθινοπώρου.

«Πουφ!!». Μπόχα από καυσαέριο.


«Παρθένος».

«Χρήσιμο στον καιρό μας, έτσι κινούμενα σχέδια που κατάντησαν οι άντρες» (συλλογισμοί στην τουαλέτα. Μετά τις 9). «όπως κάθε καρικατούρα που δεν μεγαλώνει ποτέ. Μια ηλίθια, σχεδόν άτρωτη ηλίθια, φιγούρα. Φιγούρες. Άντρες!!».

«Ποιο ωραία η “τηλεόραση” της γειτονιάς». 9:31. Ακόμη στο μπαλκόνι.

Η νέα.

Έχει ένα πανέμορφο προσωπάκι –όποιος κι αν τη κοιτούσε που μπορεί να πει φωναχτά πως σέβεται τις γυναίκες

Επιμονή σήμερα να μην λήγουν οι προτάσεις της.

Τίποτα δεν κολακεύει ότι βρίσκεται στη γη.

«ούτε εμένα;», μονολογεί.

Κοντεύει 11 παρά. Δεν είναι ώρα ακόμα, κοινής ησυχίας.

Έχει το cd στο μπαλκόνι. Ακούει ατμοσφαιρικά tango, περίπου. «Ας ακούσουν και κάτι ποιοτικό», συλλογιέται. Αντρέα Μποτσέλι.

«Θεός!».

«Έχω ένα τέταρτο ακόμα ως τις 11». «Κάπως έτσι χτίζονται οι αναμνήσεις». Αισθάνεται πλήρης. Ευτυχισμένη.




Ξημέρωσε όταν αυτή ξύπνησε.

«Αφαίρεσε τις τσίμπλες απ’ τα ματάκια σου».

Τι ώρα είναι;

10 παρά. Σάββατο. Shall we dance. Τι ταινία!

«Εσένα έχουν πέσει ήδη, οι τίτλοι εισαγωγής σε μια νέα ζωή. Φοιτητική ζωή». Τεντώνονται στο κρεβάτι, 17 Μαΐων, μύες, άκρα και λοιπά φυσιολογικά.

Πατά το κουμπί στο ραδιόφωνο, πετυχαίνει το soundtrack από την ταινία mama mia. Ενθουσιάζεται! Χορεύει στο στρώμα. Ξαπλωμένη. Λυγισμένα γόνατα. Κοπανά τις πατούσες στα σεντόνια, με ρυθμό. Πετάγεται όρθια, πανέτοιμη για το νέο τύπο βίου, μες τη κατάκτηση κάθε γνώσης.

«Αυτό είναι μωρό μου!».

Με χορευτικές κινήσεις, εξαφανίζεται μες το μπάνιο.



Τα καφέ, ξερά, φύλλα στο δέντρο, αναμεταξύ στις πράσινες βέργες, σα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Η αύρα, πως τίποτα δεν συμβαίνει –μα το απολαμβάνεις.

Ακόμα δεν τελείται. Σπουδές από Σεπτέμβριο.

Η συνοικία, ήσυχη, γιατί λείπουν οι βάρβαροι, σε διακοπές.

Ά πόσο τις απόλαυσε η νέα, αναμένοντας τα αποτελέσματα, που, θα πετύχει. Λίγο από βουνό, λίγο σε νησί, η επιβεβαίωση να γεύεσαι τους καρπούς της ελευθερίας. Ξέγνοιαστα. Ως πνευματικό δικαίωμα. Ατομικό και με βούλα.

Η σχολή στον τόπο που γεννήθηκε. Μεγάλωσε.

Χτυπά το κινητό. Mama mia!

Ως ringtone.


Είναι μια φίλη της, η Μαρίλια . 12 παρά. Συμφωνούν να πάνε για μπάνιο. Θα περάσει να την πάρει με το αυτοκίνητο: 18 ετών, εκείνη. Με δίπλωμα.

Η νέα ψάχνει στο συρτάρι, για τύπο μαγιό. Λεπτούλα και όμορφη.

«αλήθεια πως αντέχουν οι άντρες, τον εαυτό τους».

Αναγουγουλιάζει, ενόσω τη φέρνει ο νους, στο θέαμα: τι μαζεύει το εσώρουχο τους, αλλάζοντας το. Κάθε πότε!

Πλένει μια μικρή στοίβα από πιάτα, καρτερώντας τη φίλη.

Όλα ξεκινάνε απ’ το να αγαπάς τον εαυτό σου.

12 παρά 17 δευτερόλεπτα: δυό διπλά, κορναρίσματα. Αυτή είναι.

Αρπάζει το σακίδιο. Καλπάζει χαμογελώντας στα σκαλιά.

Αν είναι δυνατόν, να κλειστεί μέσα.

(Η νέα δεν μαζεύει πράγματα. Μόνο χαρά. Οι γονείς της ζουν στην παρούσα πόλη, σε άλλο σημείο όμως, μακρύτερα. Τους ανήκουν κι οι δύο κατοικίες).

Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος. Η διάθεση ποιοτικά υψηλή. Τα λόγια ελάχιστα. Οι κόρες των οφθαλμών, απορροφούν το φως, του να ζεις.

«θα ‘χει καρτούν στην παραλία;», ρωτά τη Μαρίλια.

(έτσι ονομάζουν τους άντρες).

«ήταν δυνατό το αντίθετο;», γελούν ταυτόχρονα.

«χαζά όντα».

(«οι άνθρωποι απλά, τρώνε ο ένας τον άλλο»). («σα πόσιμο νερό που σπαταλιέται»).

«θα φάμε μακαρόνια μετά το μπάνιο», προτείνει η οδηγός.

«θα δούμε», χαμογελά, χρησιμοποιώντας πλαγίως τα χείλη, η νέα.

Φυσά κιόλας.


Στη διαδρομή πιο κάτω (12 παρά), μετά από ‘να φανάρι, οι φίλες παρατηρούν μια κοπέλα σε στάση λεωφορείου, με περιβολή που προβάλλει προετοιμασία για παραλία.

Μ’ ένα βλέμμα, συναινούν.

Σταματά το αμάξι εμπρός στην άγνωστη.

«πας στη θάλασσα;», την ρωτά η Μαρίλια.

«έ», ξαφνιάζεται εκείνη. «ναι». «πως το καταλάβατε;».

«να σε πάμε; Για παρέα», εξακολουθεί να μιλά για λογαριασμό και των δύο στο αυτοκίνητο.

Η άγνωστη το σκέφτεται.

«μην περιμένεις. Για σένα το λέμε», ακούγεται η συνοδηγός.

«εντάξει», γεννιέται πρόσχαρη η έκφραση της όρθιας στη στάση.


Ελάχιστα πιο κάτω.

«Εδώ μένεις;». Στιγμιαία ματιά στο μεσαίο καθρεφτάκι. Η άγνωστη κάθεται πίσω.

«Ας πούμε», μιλά διστακτικά.

«μπορείς να είσαι ειλικρινής. Δεν πειράζουμε κανέναν», εκφράζεται η οδηγός.

«φυσικά». «ναι εδώ γύρω μένω».

«στην ερημιά», της ξεφεύγει της 17χρονης. Η οδηγός χαμογελά με σφαλιστά χείλη.

«Καλά είναι», ψιλοενοχλείται η άγνωστη.

«Βγήκες κι εσύ, αργά, έ;», ρωτά η Μαρίλια.

«είχαμε κάτι δουλειές, σπίτι».

Η όπου να ‘ναι σπουδάστρια, παρατηρεί από το εξωτερικό καθρεφτάκι, τη νεοφερμένη στον ιδιωτικό τους χώρο.

«Πεινάω», μιλά η νέα.

«Μετά το μπάνιο, δεσποινίς».

«Το νου σου στην οδήγηση!».

Σαν αλογάκια της θάλασσας που γυροφέρνουν, γραπωμένες οι ουρές τους, το “πλοκάμι” από ένα φύκι, η όμορφη παρουσία των κοριτσιών. Στον χώρο. Στο τώρα. Σα να ακούνε ήδη, τα κύματα.

«Εσύ έφαγες τίποτα;», απευθύνεται στην άγνωστη, η συνοδηγός.

«όχι. Τίποτα».

«Πως σε λένε;», την ρωτά η Μαρίλια.

«Τζένη».

«Τζένη!», ενθουσιάζεται η προηγούμενη. «Πρωτότυπο».

«ευχαριστώ».

«Δουλεύεις;»

«ναι».

«μπράβο».


(οι άντρες πάντα ζήλευαν τις εγκύους). (να χρησιμοποιείται ο άνθρωπος. Χρήσιμα).

Σχεδόν 1 και 20. φτάνουν. Στη παρουσία των λουόμενων. Οι δυό φίλες πείθουν την Τζένη να μείνει μαζί.

Το θέμα ήταν πάντα, πως η νέα αντιμετώπιζε τ’ αρσενικά. Ένας όγκος από απροσδιόριστους μύες και ανακατεμένες πραγματικότητες. Η παρουσία των αντρών: σα να ζωγραφίζουν στην ατμόσφαιρα: μια μουτζούρα!

Έτσι είναι και ο πατέρας της, οι καθηγητές της, όλοι όσοι γνωρίζει. Σαν καρτούν, που για να ‘χει σημασία, πρέπει να κάνει τους άλλους, χαζά, να γελάνε. (Μα δεν κλείνει ποτέ, αυτός ο φούρνος;). (ένα μάτσο μηχανή, ιδρώτα). Η νέα αναγουγουλιάζει, όρθια, ρουφώντας ήλιο.

«Τι έχεις εσύ;», ρωτά η Μαρίλια.

«Τίποτα. Σα να κρυώνω».

Η φίλη της, γελά. Η Τζένη είναι ξαπλωμένη μπρούμυτα. Αμέσως όμως, σηκώνεται. Ξαναπέφτει στη θάλασσα.

Είναι ένας γλάρος που τον έβλεπες ν’ αφήνει λευκά κλικ, στον γαλάζιο ορίζοντα. Τόσος χώρος ανεκμετάλλευτος. Ένα χρώμα για μια επιφάνεια! Είναι κάτι αχνό στον ορίζοντα ή είναι διάφανο, γιατί κανείς δεν του δίνει σημασία. Πίσω ακριβώς, σχηματίζεται κάτι τεράστιο, κίτρινο, μια χοντρή γραμμή, μ’ ένα κεφάλι, που εκσπερματώνει σε πυρηνική έκρηξη.

Είναι ότι κατάφεραν οι άντρες, πάνω στη γη.

Είναι ένα φύλλο ντουλάπας, θαρρείς: οι μεντεσέδες που κρατούν μαζί, τούτη τη ξεχασμένη εικόνα, έχουν φθαρεί, μάλλον από την εγωιστική εκρηκτικότητα του αντρικού πληθυσμού. Είναι μια παραλία που μόλις φαίνεται, κάτω από την χοντρή, κίτρινη, διαρκώς σε στύση, κατακόρυφη. Κατά μήκος της άμμου, παρατηρείς ένα μονοπάτι που συνεχίζει στο φύλλο ντουλάπας: τον κλειστό, οικογενειακό χώρο, όπου αναθρέφονται οι νέες ζωές (που ελπίζουν να τις αφήσουν, να επιζήσουν). Στο φύλλο της ντουλάπας, το ιδιαίτερα φροντισμένο, παρατηρείς σκαλιστές μορφές, ένα καθρεφτάκι. Σχισμές απ’ όπου αναπνέεις καθαρό αέρα –ότι μη ρατσιστικό εναντίον της θηλυκής υφής και πραγματικότητας. Είναι ένα παράθυρο –τώρα- απ’ την άλλη πλευρά, της μανιασμένης κυριαρχίας. Από τ’ ανοιχτό παράθυρο, κοιτούνε τ’ αρσενικά, ότι περιμένουν μια ζωή, ανίκανοι όμως να το εκτιμήσουν.

Άραγε τούτο το άνοιγμα, είναι από σπίτι ή από εργοστάσιο; Είναι ο χώρος των ρόλων, ποιος άντρας θα φανεί φανταχτερότερος: μνημείο εσωτερικότητας, γητευτή των πάντων, ανά πάσα στιγμή. Σαν το καρτούν που τα καταφέρνει πάντα.

Αν είναι δυνατόν το ένα φύλο να ‘ναι το μόνο τατουάζ που επιτρέπεται, να παρατηρείς στη γη: τι καλό έπραξε;

Τίποτα.

Αν είναι δυνατόν ένα τατουάζ, να ‘χει φωνή. Οπότε παίζει το ρόλο του μόνου που εντυπωσιάζει: κοίτα πως κινείται στη παραλία της κοινής παρουσίας, έτσι όπως μολύνθηκαν οι συμπεριφορές. Σχηματίζει τ’ αρσενικό, ιδίου φύλου παρέες, περπατούν, κορδώνουν τα γυμνασμένα τους σώματα. Παρενοχλούν τις καλές κοπέλες. Κοιτάνε. Εκτονώνονται οι ακροβάτες: ο ένας πιο βλάκας από τον άλλο (ωραίος βλάκας όμως…). Δώστου να καταλάβει, προέτρεπαν το ένα ζωντανό τ’ άλλο. Όλο στα παράθυρα κάθονταν: κορόιδευαν, ειρωνευόντουσαν, προκαλούσαν θόρυβο. Μισητοί ως γείτονες, ως υπάρξεις. Κάτι ζωντανό που μολύνει, σαν χοντρή, κίτρινη, κατακόρυφη.

«Έχουν δίκιο όσοι λένε, πως τα σερνικά» (εννοείται που το κάνουν με γυναίκες μόνο) «λειτουργούν με το κάτω κεφάλι. Σε διαρκή ανάγκη για ακόρεστη εκτόνωση. Διασκεδάζουν, όπως πάντα, τα κινούμενα σχέδια. Ότι άλλο, προκύπτει σε βαρετά θέματα».

«ηλίθιοι είσαστε».

Η δημιουργία είναι για τις γυναίκες, γι’ αυτό και η γη είναι γένους θηλυκού. Γέννησε, ναι! Ηπείρους, καρπό, τον ίδιο τον αέρα!

Ένα καρτούν είναι ένα ανόητο τατουάζ, που μόνο πεθαίνοντας, αποσυντίθεται: η καταστροφική όμως, διάθεση, μεταδίδεται στον επόμενο.


Οι τοίχοι γύρω από το φύλλο ντουλάπας, παρουσιάζονται μόνο όταν αναπνέει κει κοντά, θηλυκό.

Οι τοίχοι κει, έχουν φωνή. Σε εικόνες, διαρκώς σε κίνηση. Ναι, σε κίνηση. Σα κάτι που ρέει στις φλέβες του σπιτιού.

Είναι μια οριζόντια κολόνα, κει δίπλα, μπαίνοντας στο σπίτι, το σημείο όπου συνήθως δεν κοιτάς: η γνώμη της γυναίκας για την κατάντια μιας κοινωνίας-βυζί, όπου θηλάζει τους κακούς, ή τοποθετούν ανάμεσα, την κίτρινη κατακόρυφη. Επειδή μόνο τ’ ανώμαλο, χωρίς σεβασμό προς τις γυναίκες, κατά 99,9% επιβιώνει σήμερα. Μόνο που είναι τεχνητό το ζευγάρι βυζιά, για να μπορούν να το ελέγχουν. Ψεύτικο, «όπως η προοπτική του βλέμματος των αντρών: κοιτούν το καλό και την γυναίκα, στο ένα μάτι».

Η νέα βρίσκεται στο διαμέρισμα της.

Κοιτά απ’ το σαλόνι, κείνη την οριζόντια κολόνα. Σχηματίζει με το νου, ζωγραφίζει δηλαδή, μια γραμμή, που ούτε η ίδια δεν γνωρίζει τι είναι. Τι θέλει. Ευτυχώς η νέα δεν ομοίασε στα θηλυκά που κόλλησαν απ’ το αντίθετο τους φύλο: νόσο να γελάς μόνο, να φοράς ..κολάν. να ‘σαι ένα ασυγκράτητο ον. Απ’ το ένα μάτι.

Τ’ άλλο είναι τυφλό.

Πιθανόν από τη σπατάλη γεννητικού υλικού. Άσκοπα.

Ζωγραφίζει κει πάνω, λουλούδια, παιδιά που τρέχουν χαρούμενα. Που δεν τα εκβιάζουν οι ανέραστες μανάδες και γιαγιάδες, πως θα τα δείρουν. Απ’ το ταβάνι πλησιάζουν χαρταετοί με ειρηνικά συνθήματα. Πρόσωπα γυναικεία, σχεδόν πλεγμένα στο χέρι. Τώρα πιτσιλά με αόριστες αποχρώσεις τον κοντινό της τοίχο, απέναντι. Σα κάτι θολό, φευγαλέο. Μια επιθυμία, σάμπως να τα φωτίζει ο ήλιος ο υγιής, θρεπτικός, γνώριμος. Επιθυμητός. Όλη της η ύπαρξη, ως είσοδος σ’ έναν κόσμο που δεν αυτοκαταστράφηκε ακόμα. Εξάλλου ποια γυναίκα θέλει να συζητά μαζί τους. Ποια γη.

Μόνο η γυναίκα φοβάται τους άντρες. Η γη μπορεί και να θυμώσει. Δεν δέχεται χαλινάρι. Η γυναίκα κοιτά τι αφήσανε στο δέρμα της γης, οι άντρες. Τα ακάρια από δόλο, πόνο, θρασύτητα. Τι να πει μαζί τους.

Σώθηκε άραγε κάποιος κι από ποια γενιά –νέος ακόμα: με απαλό δέρμα πίσω, χαμηλά στη μέση και κάτω από τις μασχάλες. Ο οποίος δεν παθαίνει πονοκέφαλο, μετά το σεξ, κι ούτε βγάζει αίμα το τέτοιο του, αν το κάνουν περισσότερες από δυό φορές την ημέρα. Είναι ψηλός. Την αγαπά. Τη φροντίζει, ως συνύπαρξη. Τατουάζ έχει την ίδια στο νου, μαζί για πάντα, όπως πάντα. Τώρα που είναι έτοιμη να αγαπήσει, μη μισήσει κι αυτή, το να ερωτεύεται, να το μπορεί. Να της το επιτρέπουν.

Να είναι ελεύθερη στη μόνη σταθερά του σέβομαι. Που αλλάζει τη γνώμη, πρακτικά, για ότι φοβάσαι.

Τον άντρα δεν τον βλέπει.

Τον ακούει όμως, να ρεύεται.


22




















χαρακτήρας


Είναι η πρώτη δροσιά του Φθινοπώρου (τέλη Αυγούστου) για τους ρομαντικούς. Βράδυ. Χαμηλός φωτισμός. Είσαι στην αύρα της ώρας, της στιγμής, ξέρεις εσύ, ποια είσαι. Σε φροντίζω ως φίλη, αγαπώντας κι οι δύο την ποίηση, κάποιου ανθρώπου, του οποίου, κάπου, εμπρός, χτίζεται ένα διώροφο.

οραματίζομαι το προσωπάκι σου, εμπρός στο τζάκι των συναισθημάτων που φροντίζουν σαν όμορφα γράμματα στο χαρτί, ποτισμένο στη θερμοκρασία της ευωδίας του χώματος, μετά τη βροχή. Κι ας μην άκουσα το νερό να ‘ναι τόσο τρυφερό με τη γη. Δεν το σκέπτεσαι κι εσύ, έτσι;

Τούτη την ώρα, που αποκαλώ φίλη, χαμηλώνοντας δροσερό, το φως. Δυό μάτια που κοιτούν ένα ήρεμο παρόν, πλήρες από προσοχή, αναπαυμένο μες σε κάτι λίγο και καλό. Σαν τις επιστολές που έστελνα, εμπιστευτικά ανθρώπινες, σε μερικές θηλυκές ψυχές, νεότερος. Λεπτά αφοσίωσης, με ζεστά ψωμάκια για συντροφιά, πιθανόν βαστώντας παγωτό. Καταπίνοντας ζεστή κοτόσουπα. Μου λείπει η γεύση της. Εσένα;

Μίλα μου.

Σαν αποκούμπι, ώρες που αγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου. Το δεύτερο. Υφίσταται πάντα το όνειρο, να σκέπτεται ένας, άλλο πρόσωπο. Εκτιμώντας το αόρατο που συνοδεύει ένα όνομα. Σα συναναστροφή μ’ ότι ζεσταίνει τη καρδιά. Ξέρεις, ας πούμε κοιτώντας πως οργανώθηκαν χαριτωμένα, τα χρώματα, σε σχήματα, πάνω σε αντικείμενα. Σαν επίσκεψη στο αγαπημένο βιβλιοπωλείο. Ψάχνοντας ακόμη, την αγνή γραφή: πηγαία, με πνεύμα προσφοράς. Οι εμπνευσμένες σελίδες που σε κρατούν, φορές, αγκαλιά. Όπως τώρα. Προσωπάκι.

Κάτι από ανθρωπιά, να φροντίσουμε. Γράφοντας έστω. Χαμηλός φωτισμός, σα δέρμα ανθρώπου, φωτεινό σα κτύποι καρδιάς, μια ζωή. Λουλούδια φράσεις. Μάτια δροσερά. Χαρακτήρες, όμορφα γράμματα. Ότι υπάρχει, τα μαζεμένα δευτερόλεπτα –σαν εργάτες- απασχολούμενοι να χαρίζουν μερίδια που δεν κοστίζουν, τίποτα: απλά μια επίσκεψη σε τόπους και φιλικές αύρες.

Πες πως είναι ένα είδος άνθους, εισερχόμενο, αναμένοντας μια οικεία γωνιά, να το θυμούνται. Αλλάζοντας οι ημερομηνίες, ο τόνος της εσωτερικής δύναμης, να λες, μπορώ. Με χιούμορ, αντεπεξέρχομαι. Σε κάτι άξιο, προσηλώνομαι. Ένας φίλος θέλει να ‘ναι και τρυφερός. Τι λες κι εσύ;

Ακούγοντας σε, γάργαρα, να γελάς.

Αν στο προκαλώ αυτό, αγνά κι ευγενικά, δεν είναι ένα είδος φροντίδας;

Σ’ ότι είναι πραγματικό.

Όχι να περιμένεις να περάσει τη γωνία που στρίβει προς ένα γνωστό χώρο.

Αγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου;

Χαμογελάς ξανά. Ζεστά έτσι όμορφα που αλλάζουν τα καιρικά φαινόμενα. Ποτίζοντας, παρτέρια, την όψη ήδη γνώριμων εικόνων. Μια περιπέτεια τούτο δω, γελάκια τρυφερά, γουργουρίζουν, σα το πιο γλυκό ευχαριστώ να ‘σαι ζωντανό πλάσμα. Αγγίζω τον δείκτη της παλάμης σου, με τον δικό μου. μια στιγμή. Για συντροφιά. Προσωπάκι. Καλή μέρα.


»Φίλε μου, γλυκέ μου φίλε, σου γράφω σχεδόν στα όρθια, έντρομη. Δεν ξέρω αν βρέχει τόσο έντονα, κει που είσαι, όμως εδώ τα αστραπόβροντα είναι αδιάκοπα, πέφτουν γύρω γύρω. Μαζί! Σαν πυροβολισμοί από όπλο γίγαντα. Δεν κοιτώ έξω, όμως οι αντανακλάσεις με προλαβαίνουν. Φορές συνταράζονται τα πάντα στο σπίτι. Έκλεισα και τον γενικό –έπεσε το ρεύμα, μια φορά. Ευτυχώς είναι μέρα, μα τούτη η απομίμηση πολέμου, με τρομάζει. Σύγκορμη, φεύγω στο υπνοδωμάτιο, κουκουλώνομαι με το σεντόνι, ανήμπορη, θέλω να γελάσω, να ξορκίσω την κακοκαιρία, μα δεν το μπορώ. Άχ ας ήσουν εδώ.

1 παρά έντεκα, βγαίνει ο ήλιος, κι εγώ ηρεμώ. Γαληνεύω. Θα μαγειρέψω όπου να ‘ναι. Κυριακή έτσι κι αλλιώς.

Πεινώ, καλέ μου.

Υπήρξε, καλοκαίρι;

Δεν πήγα πουθενά. Εσύ; Ντρέπομαι να σου πω, ότι δεν κολύμπησα. Μη με παρεξηγήσεις. Χαμογελάς, ούφ, επιβίωσα! Φτιάχνω γι’ αρχή, καφέ. Χαμογελώ. Αρχίζει να κάνει ζέστη, πάλι. Έτσι είναι αν κάθεσαι σ’ ένα σημείο, πολύ ώρα.

Φορές, είναι κρίμα να ‘μαι μόνη.

Μιλώ στο τηλέφωνο, για να περνά η ώρα. Να ξεχνιέμαι. Δικιά μου μέθοδος.

Προχτές η όσφρηση μου με κορόιδευε: νόμιζα πως ήμουν επισκέπτρια στο σπίτι μου: το οποίο ήταν πολύ απλό, σα να ‘χα δω μέσα, μόνο τα απαραίτητα. Πρόχειρα ράφια, σειρές από αποθηκευτικούς χώρους, για τα πολύτιμα. Που είτε καθαρίζονται, είτε αντικαθιστώνται μες τη βδομάδα. Δεν ξέρω αν το εξηγώ καλά, αν το βλέπεις με την φαντασία σου.

Σ’ αφήνω τώρα. Πρόλαβα πριν νευριάσουν τα φυσικά στοιχεία, να σφουγγαρίσω. Τώρα πρέπει να σκεφτώ, τι θα μαγειρέψω.

Ήρεμη«





Γειά σου φίλη μου.

Εύχομαι να είσαι καλά.

Το πέρασες κι αυτό. Τη καταιγίδα.

Κι εγώ καλά είμαι. Ναι. Βρέχει κι εδώ. Απλά στη μεγαλούπολη δεν θεωρούν τις αστραπές, οργή Θεού, γι’ αυτό και γρήγορα αφήνουν τον έξω χαλασμό, να κάνει τα δικά του, όπως λένε. Είναι πολυτιμότερες οι τεχνολογίες τους από το να χτίσουν μια κοινωνία, σα φυλή, όπου κοινωνικότητα θα σημαίνει: π.χ. να γιορτάζουν όλοι μαζί, την ενηλικίωση κάποιου. Σε συγκεκριμένη βαθμίδα, ηλικίας.

Αν είχες ένα παιδί δικό σου, να ‘στε αγκαλιασμένοι, κοιτώντας, φίλη μου, κείνο, με τα μεγάλα μάτια, θα ‘χες περισσότερες πιθανότητες ν’ αντέξεις –όπως όλοι μας- μια μπόρα.

Ούτε γω κολύμπησα. Ναι, καλοκαίρι, ναι, υπήρξε. Με λιγότερους καύσωνες, μάτια μου. θα προτιμούσα την ..υπερβολική.. θερμοκρασία, ως πόλη: όπου ο ένας αγαπά να βρίσκεται κοντά με άλλο άτομο. Βοηθά, εξυπηρετεί επίσης αφιλοκερδώς, ως διπλανός ένοικος. Δεν μ’ αρέσει πια, η λέξη γείτονας. Μολύνθηκε. Θαρρώ θα θαύμαζα μια κοινωνία τόσο απλά αγαπησιάρικη, όπως η φυλή Καλάς –οι πρόγονοι μας- κει ψηλά στα βουνά. Οσφραινόμενοι τη φύση, βαθιά ως τα πνευμόνια.

Εδώ έχει πολύ θόρυβο. Επίτηδες αποξένωση. Αχαριστία απ’ όλους.

Σε φιλώ.


»Άλλο ένα γράμμα. Κατάθεση ψυχής.

Καλά είμαι. Ευχαριστώ.

Λίγα μου ‘γραψες. Όλα καλά;

Αγαπώ τον καθαρό αέρα. Μια αγκαλιά.

Ένα παιδί. Γιατί όχι;

Σίγουρα. Θα βοηθούσε. Όσο κι αν ένας νέος άνθρωπος, οπωσδήποτε δεν χαρακτηρίζεται ως παιχνίδι.

Σε πειράζω.

Ναι, σίγουρα, όλοι θα θέλαμε, τα ρομαντικά όντα, να πλένουμε τη συνείδηση μας, με πράξεις ελέους. Απλής συναδέλφωσης, ως καθημερινή συνύπαρξη. Η ίδια, δεν με πειράζει η λέξη, γείτονας. Έτσι κατανοώ τι είμαι: έτσι θέλω να σέβομαι. Για μένα. Αυτό είναι η ανεξαρτησία. Τι θα έλυνε, αν το φώναζες.

Ο μόνος πιστευτός ενθουσιασμός είναι η επιθυμία να βοηθάς, ως τα μόνα, σήμερα, πιστευτά θαύματα, αναμεταξύ των ανθρώπινων οργανισμών.

Προσωπικά λυπήθηκα, μ’ ένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας για την τελευταία αρκούδα που πέθανε, κάπου στην ελληνική επικράτεια.

Σίγουρα ούτε συ δεν θα ‘θελες να μάθει κάτι τέτοιο, ένα παιδί. Όσοι ενήλικοι συγκινούνται ακόμη, με ιστορίες πόνου, οικογενειών, να προφυλάξουν τη έννοια αγάπη: αφού ως πολιτισμός, φτάσαμε σε αυτό το ακραίο σημείο. Ναι. Παντού, σε πόλεις, βοά ο θόρυβος. Είναι ότι μοναδικό, φυτρώνει.

Πιο πριν σκεφτόμουνα, κάτι που πιθανόν, να το ‘λεγες κι εσύ, φίλε: ένα τακτοποιημένο σπίτι, δεν είναι απαραίτητα κι ευτυχισμένο.

Ένα παιδί που μπορεί να περπατά, δεν το διατηρεί σε τάξη. όμως είναι ένας ωραίος συμβιβασμός. Κοίτα να δεις. Μελαγχόλησα. Εμπρός στα πράγματα, τη φύση. όταν όλα πάνε καλά.

Ναι. Θα ‘θελα να ‘χα κολυμπήσει.

Τουλάχιστον μπορώ να αισθάνομαι τρυφερή, για μένα, μέσα μου, αν και δεν το προκαλώ η ίδια.

Απλά δεν τα ‘χουμε όλα, αν τ’ αφήνουμε να προσπερνούν. Γιατί κι οι γυναίκες έχουν ανάγκες. Να θυμούνται, μεγαλώνοντας, το κουκλόσπιτο, αν ήταν τόσο προσβάσιμες κι οι ψυχές. Να εννοήσεις τον πόνο των άλλων. Ως κάτι σημαντικότερο. όχι δεδομένο να νοιάζεσαι. Οι σταγόνες μιας βροχής εξ ουρανού, ως δείγμα συγκίνησης, που διαρκεί. Για τον συνάνθρωπο. Επειδή κάθε στιγμή είναι ένας ενθουσιασμός: να αγαπάς.





Η αλληλογραφία,

δεν έλυσε τίποτα


τελικά. Μεταξύ των δύο φύλων. Ειδικά εξ αποστάσεως επικοινωνία. Ειδικά, αν θεωρητικά, είναι εύκολο στο ένα από τα δύο πρόσωπα ν’ ανοίγεται ή γεμίζει σελίδες. Φορτώνεται σταδιακά πικρία όταν δεν λαβαίνει ισόποσα λόγια. Λεπτομέρειες περί προσωπικού βίου ή αντίληψης. Σταδιακά χάνονται τα ίχνη της ίδιας της αλληλογραφίας: διακόπτεται μόνη της. Ξεχνάς τι είπες, γιατί έδωσες σημασία. Το μόνο.. που δεν σου διαφεύγει, ιδίως μετά από χρόνια, είναι κείνη η μία φορά, συνάντησης, που προδόθηκε οπτικά, η γραπτή εμπιστοσύνη. Είτε λόγω δειλίας, λόγω σχέσης του ενός μέλους με τοπικό αντιπρόσωπο, αντίθετου φύλου. Προδόθηκε η φιλία, η όρεξη για ανθρωπιά.

Αν συνέβαινε να συμφωνήσουν εκτός γραμμάτων, μια κοινή συμβίωση, ποιος τόπος και χώρος, θα επιλεγόταν; Αν ήταν δυνατόν να περιμένεις, επειδή θα μείνετε μαζί, πως θα αλλάξει κείνο το εμπόδιο: ν’ ανοίγεται ο ένας από τους δύο. Τι σόι σχέση είναι αυτή.



Έπειτα, όταν απελευθερώθηκα από φαιδρές σκέψεις, σκέφτηκα τρυφερά, μια ανάλογης επικοινωνίας, φίλη, από τα Κύθηρα, στο ζαχαροπλαστείο της, κάποιο καλοκαίρι, νεότερο: να μπαίνω, να της συστήνομαι απ’ την αρχή, επίσης τη συντρόφισσα μου στο πλευρό μου. εκδηλώνοντας τούτη η επίσκεψη μου στο νησί, πως όταν είσαι αγνός δια βίου, έχεις στη σκέψη σου άξια πρόσωπα: πως η φιλία δεν στερεύει. Αλλάζουν τα πράγματα. Ο πόνος, μιας πληγωμένης αλληλογραφίας.

Είναι το ιδίωμα του έλληνα, να ξεπερνά, να χαράζει μια νέα αυγή, με χαρά.

23





ο άνθρωπος που του άρεσε να είναι άσχημος


Την απογευματινή βόλτα, Παρασκευή, 5 Σεπτέμβρη, έτσι που νυχτώνει νωρίτερα, πρέπει να βγω: για να αναπνεύσω. Παρομοίως για να επικοινωνήσει η ψυχή μου, λες και είναι ξένο σώμα, μιλώ, χρειάζεται να ενδιαφερθώ.

Αφού το αρχικό έχει την τάση τακτοποιημένα οικογενειακού φαγητού: που δεν μοιράζομαι, τουλάχιστον, έχοντας πλανεμένη άποψη, πως έμαθα τη σημασία, τι είναι συνάνθρωπος (όχι στη πράξη), οπότε είπα να ασχοληθώ. Εξηγώντας πολύ καιρό μετά, μόνος, κάτι όνειρα ύπνου που έβλεπα: να τρέχω σε άνετη λεωφόρο, ή να ‘μαι σε άλλες σκηνές, ανίδεος μαθήσεως. Τι είναι ζωή, μες την οποία εμπεριέχεται το Θείο στοιχείο. Να έχω τα προς το ζειν (καθαριότητα, λιτό φαγητό, σπίτι). Την προστασία Του, την ανεκτικότητα περαιτέρω, του Θεού, σ’ όσα κάνω. Κυρίως ομιλώ, σαν ανήλικο αγόρι που του ξεφεύγουν διάφορες φράσεις: του στυλ, φαντάσου να τρακάρανε αυτοί στην εθνική οδό, ή να ανατινασσόταν το δείνα και το δείξε.

Έτσι κι εγώ αναβάλλω, “από δευτέρα”, το να προσπαθήσω να ξεφύγω από τη “λαϊκή” της αδιαφορίας, απλά επιβιώνοντας: ξεκινώντας να φοιτώ στη ψυχική οικογένεια, όσων ο Θεός από έλεος, γεννά σε δίποδα, την οικειότητα απέναντι Του –αφαιρώντας το θυμό μου. Να το κάνω πράξη, αν είναι το μόνο που μου Έμαθε, εννοώ να το αποδεκτώ. Μαθαίνοντας μου, να είμαι ελεύθερος. Απ’ ότι ο ίδιος εννοήσω ως μόνο επαναλήψεις, οι οποίες με απασχολούν: Γιατί απλά δεν δέχομαι πως ο άνθρωπος, δηλαδή εγώ, δεν δέχομαι ένα τέλος τους, “από αύριο”. Με τη ζυγή του σημασία. Ως απώλεια, “από δευτέρα”. Στηρίζομαι στο επιχείρημα πως δεν γνωρίζω το αύριο: άρα κάτι τέτοιο, είναι μια μυσταγωγία, από μόνο. Ή έκπληξη. Παραμερίζω τις συμπτώσεις που με φροντίζουν, ως κάτι που δεν αξίζει να εξηγήσω: στην πράξη. Ο Θεός έτσι, Λέει, Είμαι εδώ. Ενώ εγώ γενικά αναβάλλω, χρησιμοποιώντας τη φράση: ποιος περνά τις εμπειρίες της εφηβείας, είκοσι χρόνια μετά; Κάπως έτσι παρεξηγώ τους άλλους, που φορές μιλάμε την ίδια γλώσσα. Κάθε τι δωρεάν.

Η συγκυρία να εξηγείς γιατί ο τάδε συγγενής, σου μιλούσε ανοιχτά, χωρίς να γνωρίζει, την μορφή ιδιωτικών σου κλειδιών (χρησιμοποιώντας το στόμα του, ο Θεός, για να αναφερθούν τα ανήλικα φερσίματα, που κανείς δεν παραδέχεται). Επίσης εγώ. Γι’ αυτό και δεν έβαλα το: μου, πριν τη λέξη φερσίματα. Πιστεύω πως τα πράγματα πάνε καλύτερα ή πως τα γενικά, κακά, που γράφει στην Αποκάλυψη, δεν είναι ώρα να ξεσπάσουν. Όχι, όχι. Κείνη η αναφορά είδηση για το τσιπάκι (χάραγμα), δεν κατασκευάζεται σε γραμμή παραγωγής. Όχι ακόμα. Όχι. Αρνούμαι. Οπότε άργησα να ξεκινήσω τούτο, σε πρώτο πρόσωπο. Απολαμβάνοντας, μόνο, όχι κοπιώντας. Είναι τόσα που…

Εκείνος ήδη μ’ έχει δει στο άμεσο, μέλλον. Άκουσε τι θα πω στο επόμενο δευτερόλεπτο, στη συνέχεια. Αυτά που εξαπολύω στο χαρτί, χαρακτηρίζοντας τα γραφή, ως το δυνατότερο όπλο, αρνούμενος να σταματήσω. Να συμμορφωθώ περί της σωτηρίας της ψυχής μου. Όχι. Θα τρώγανε ψητό αυτοί που βάζουνε κοριούς στα τηλέφωνα. Ξυπνώντας κάτι μπανιστηρτζήδες, με …καθαρή συνείδηση.

Όλα τούτα που κανείς δεν διαβάζει, παρά ο ίδιος μόνο.

Μες τη ευρύτερη πλάνη, κατευθυνόμενος, πως είναι προσβάσιμες οι ευκαιρίες, να μην είμαι αποτυχημένος: δουλεύοντας, έχοντας μια σύντροφο. (αφού αυτά θεωρούνται επιτυχία, κι όχι τη σωτηρία της ψυχής). Ενόσω συμβαίνουν τόσα που με αφορούν, που μόνο ο Κύριος Γνωρίζει, αν είναι αληθινά. Καθαρίζει το μυαλό μου, μήπως αποφασίσω για μένα, να εργαστώ ή να σκεφτώ πως υφίστανται καταστάσεις στη φύση.

Για το σήμερα που θα ‘πρεπε να δημιουργεί έναν εγκέφαλο, συνειδησιακά καθαρό, απέναντι στον Θεό. Εννοείς στο κάθε επόμενο λεπτό να μην σκέφτεσαι κακό, για κανέναν. Άλλο ο νόμιμος απέναντι στο κράτος, κι άλλο, τίμιος, απέναντι στον Ύψιστο. Μη τα συγχέουμε επειδή πετύχαμε…..

Αν υποστηρίξω, πως οι άνθρωποι δεν είναι τόσο τρελοί για να αλληλοσκοτωθούν. Μήπως βγει το άχτι, του νόμιμου… ή του γείτονα που βαρέθηκε τον δίπλα. Εξοντωθούν γενικότερα, όντας ανόητοι οι άνθρωποι, έχοντας τους κάνει, φαίνεται, ένεση, κάποιος, τουρκικών επεκτατικών τάσεων.

Λογικός είναι αυτός που δουλεύει κάθε μέρα με ευχαρίστηση. Ευγενικοί κάθε μέρα. Εντελώς. Διερωτώμαι φυσικά, αυτού του είδους η ασφάλεια, αν θα υπάρχει μετά θάνατον, όσο κι αν βαστάμε στο μπρελόκ μια σκέψη: πως δεν ξέρουμε ποιους θα σώσει, ο Θεός. Εμένα φούσκα μου ακούγεται πως θα σωθούν όσοι δεν τηρούν τα μυστήρια του Θεού. Το ότι ζουν ακόμα, -χωρίς Θεό.

Ότι πιστεύει καθένας, πως είναι: εγώ ας πούμε, άνθρωπος των γραμμάτων.

Άλλο αν αδιαφορώ, που συζητά ο Δυνατός, μέσω της Γραφής, με τον καθένα. Από …κάποια δευτέρα, ακούγομαι μέσα μου. Είναι τόσο σημαντικές –λέω- οι ώρες με όλες τις επαναλήψεις που δεν θυμίζουν ζωή. Απλά.. κάτι σαν γεννήτρια, διαρκώς συνδεδεμένο σε ρεύμα, ορθολογιστικά. Μαθαίνοντας μόνο νέες λέξεις.

Παρομοίως οι διεθνιστές πολιτικοί τούτης της χώρας, οι οποίοι πάσχουν από σύνδρομο διπολικής διαταραχής, σκορπώντας χρήματα που δεν τους ανήκουν. Ζώντας προφανώς στη φανταστική χώρα της καλοπέρασης. Όπου φαίνεται το τείχος είναι τόσο ψηλό, που διακόπτει ακόμη και το πηχτό καυσαέριο.

Η καλημέρα, η πίστη στους ανθρώπους, το να ερωτευτώ στη πράξη, πάνε περίπατο. Όποιες παρέες απέρριψα ως ανήθικες ή καταχρηστικές του ελεύθερου χρόνου μου. Όσες φορές γελώ με τις αναπαραστάσεις των ρεαλιστών, στο χαζοκούτι. Βέβαια από τα γύρω τουβλόσπιτα παρατηρώ: πως εν τέλει πρέπει να προσπερνώ ασύμφορους θυμούς μου. Ελπίζω να προλάβω προτού μπω στον κόσμο των ενηλίκων, να φανώ.

Πάει το προηγούμενο τρίμηνο. Άδειο το άλμπουμ. Η φάση: μπορώ να γίνω τα πάντα. Εκτός από το να εννοήσω πως είναι: κάποιος άλλος: υπάρχω. Όλα τα ανήλικα που ‘χω ξεστομίσει. Πως τα διώχνω. Αφού τα γραπτά μένουν. Παράλληλα οι τυπωμένες από εκδοτικό οίκο –με βούλα- παραινέσεων: πως η γραφή, ελευθερώνει όποιον επιθυμήσει να μιλήσει. Μήπως τον φυλακίζει;

Ξανά, αποφεύγω να μιλώ μόνο για μένα. Βλέπεις, κάποιοι θα τα διαβάσουν αυτά ή ο ίδιος αργότερα, οπότε πρέπει να εκδηλώνουν καλύτερη μορφή γραψίματος. Τρομάρα μου, θίγω την αυτοπεποίθηση μου –και ποια ερωτεύεται έναν μη δυνατό… άντρα. Δυνατός, αρκεί να μη ξέρει τι ψηφίζει ή να αποδέχεται πως τον ψεκάζουν από τον ουρανό. Παρακάτω: θίγω την καλή….υπερηφάνια. Η μόνη εξουσία –ευτυχώς- που έχω, είναι στον εαυτό μου, πραγματικά ελεύθερος, αφήνοντας τους μονάρχες κάθε είδους, στα καταδικασμένα αιωνίως, πόστα της νόμιμης… εξουσίας τους. Όντας δημοκράτης, περιμένω βοήθεια, χωρίς να προσπαθώ να είμαι άξιος της Οικειότητας.

Συνάμα παραβλέπω να μη θεωρώ αμαρτία, όσους το ..κάνουν, στην ξένη ταινία ή σε ελληνική σειρά, στην τηλεόραση ή χειρότερα στο θεατρικό σανίδι. Η προβολή ιδιωτικών στιγμών. Κι ας δικαιολογούμαι: είναι εκδήλωση ηθοποιών. Σαφώς θα μου καταμαρτυρούσαν: να ένας που θεωρεί βρώμικο το ανθρώπινο σώμα. Θέλω, να μη θεωρώ το σώμα, οίκο Θεού. Κάποιος να ‘χει λόγο στην ανεξαρτησία μου. Περί αυτού δεν πρόκειται;

Βάλε κι αυτή την ευθύνη, γραφιά, στα έξοδα.

Όχι εγώ. Είμαι ρεαλιστής! Αυτοί που την πατάνε πρώτοι: γιατί το κακό, πέφτει –χωρίς φίλτρο- πάνω και μέσα τους. Ζαλίζοντας τους σε διάφορες συχνότητες. Αυτός που έχει το ίδιο το κακό, μέσα του, ώστε να κόβει από ζωντανό καρχαρία τα πτερύγια, κι αφότου, του αφήσει μια παλάμη σάρκα, να συγκρατεί το χωρισμένο κάθετα σώμα του –κόψιμο από λεπίδα- τον ξαναρίχνει στον ωκεανό. Δαιμονισμένοι είναι όποιοι παράγουν ή προγραμματίζουν όπλα. Οι θερμοκέφαλοι. Οι τεμπέληδες που χτυπάνε με λοστό, πισώπλατα, πολιτικούς. Αυτός που νοθεύει τρόφιμα και προϊόντα. Αυτοί που κρύψανε την τεχνολογία του δωρεάν ρεύματος. Όσοι μου λένε: ανάπνεε καυσαέριο. Μην έχεις όνειρα, μου λένε. Συμβιβάσου με 10ωρα που πληρώνουν 600 ευρώ όλο το μήνα. Οι τίμιοι, που σέβονται την εξουσία των ανθρώπων, όχι όμως του Θεού, επειδή τότε θα ‘πρεπε να αποδεχτούν πως είναι ένα τίποτα!

Και ποιος φέρεται σήμερα –κατ’ αυτούς- ανώριμα;

Ψυχή. Τι είναι αυτό;

Επίσης εγώ που επιθυμώ να κάνω ότι μου καπνίσει, κοροϊδεύω πως συγκεκριμένες πράξεις μόνο, είναι αμαρτία. Εγώ επίσης, που θα ζήσω ως τα βαθιά γεράματα! Βρίσκω χρόνο για ετούτο εδώ, όχι όμως να θυμηθώ, πως όλες οι πράξεις αντιπαλότητας μου, δεν ήταν μόνο άμυνα. ..αθώες. πώς να επιτεθείς στο κακό, που υπηρετεί το κράτος, ή οι γείτονες που κάνουν φασαρία στα μπαλκόνια ως τις 2 και 3, το πρωί; Κανείς δεν νίκησε, ως άνθρωπος, ποτέ, το κακό.

Δεν λείπουν φυσικά, αυτοί και αυτές, που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό ή την εξουσία τους. Ή όσοι συνεργάζονται με το κακό, για να τους λύσει –πιστεύουν- τα προβλήματα: ΜΕΓΑΛΗ ανοησία.

Όσοι κατέστρεψαν το περιβάλλον της γης, αποδεκάτισαν τις “γελάδες” που παράγουν μόνο, ή είχαν λόγο ύπαρξης, ως θύματα νέων πολέμων.

Βέβαια, άλλοι καταστρέφουν το περιβάλλον των αξιών. Μέσα στο σπίτι τους, που δεν, τους βλέπει ο δίπλα, έχοντας κλειστές τις ηχομονωτικές θύρες. Ξυλοκοπώντας παιδιά, ας πούμε.



Οι φορές που έχω πει, καλημέρα, στον Θεό, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι ανθρώπινες παλάμες, αντί η μία να δίνει κι η άλλη να παίρνει, συνηθίζει σύμφωνα με την μη αρεστή απ’ τους ώριμους –προς τους ίδιους- λέξη: αχαριστία, μόνο να παίρνει. Να ζητά. Αν και ορισμένοι από εμάς –παρομοίως ο ίδιος- λαβαίνω χωρίς να το αξίζω. Μου φαίνεται αυτό κάνει κακό στην αυτοπεποίθηση μου –γελώ- να το παραδέχομαι. Πως θα επιβιώσω αν εκδηλώνομαι, έτσι; Απέναντι στα δυνατά γονίδια, του κοινωνικού μόνο, καθωσπρεπισμού. Τελευταία, έμαθα αυτές τις δύο λέξεις. Και λέω να τις χρησιμοποιώ. Θαρρώ ζούμε σε ένα κλειστό ζωολογικό κήπο, κι ας σαρώνει, τόση διασκέδαση, την υγεία μας.

Φυσικά, όσα παραδέχτηκα ως τώρα ή θα αναφέρω παρακάτω, δεν θα λύσουν όποια δεσμά μου. Δεν θα μου ανοίξουν τις πύλες του Παραδείσου. Έχοντας ένα τόνο: φόβο Θεού. Αν κι ετούτη η …προθυμία να αναλύω τι μου εντυπώνει η ζωή –στη γη- δεν μου εξασφαλίζει τίποτα, σύμφωνα με την ανθρώπινη μου νόηση. Το ότι έχω σωθεί από ατυχήματα ή έχω –πιστεύω- την υγεία μου, το αποχαρακτηρίζω: ως άνετη ζωή! Δεν επιδέχονται όμως, τα πάντα, χιούμορ.

Η αλήθεια θα με ελευθερώσει κυρίως από την επανάληψη, από το να μην μπαίνω, ολόκληρος, στο ίντερνετ, από το σπίτι μου. (Υπάρχει και εκείνος ο μαλάκας: εμείς λέμε ναι, στο ίντερνετ. Δεν είμαστε μπαμπούλες. Απλά, δεν παραδέχεται αυτός, πως έχει εθιστεί στον εικονικό κόσμο. Ο μπανιστηρτζής. Όλη μέρα εμπρός σε μια οθόνη, να παρακολουθεί τι λέει ο ένας και ο άλλος. Α ρε μαλάκα, πότε θα καταλάβεις την ίδια σου τη διαστροφή. Μαλακοπούτσο).

Όλοι υποτιμάμε όλους, δικαιολογούμαι. Επειδή κατέχω έναν φυσικό εγωισμό, όντας εξίσου ρεαλιστής.

Όσες φορές κι αν δω, επόμενες εκπομπές, από τη σειρά: extreme make over, home edition, πως ευλογήθηκαν, όντως, οικογένειες, με νέα σπίτια, γιατί το ‘χαν αληθινή ανάγκη: θα μάθω κάτι από το είδος αγάπης, που ενώνει στα δύσκολα και στην καλυτέρευση, ως βίο, εκείνους;

Όλα τούτα, για τη δόξα του Κυρίου, λόγω αγάπης, πως το καλό θριαμβεύει.

Μοναδικά.

Η αιώνια Παρουσία, που ευτυχώς υφίσταται.


Συλλογίζομαι τόσα και τόσα, εκτός απ’ το να πω ευχαριστώ στον Παντοδύναμο, που μου αφαιρεί το θυμό –όταν είμαι έτοιμος για μια ακόμη καυτή πατάτα ή για το μεγάλο ξέσπασμα. Εξίσου όλο και κάτι μαζεύω, μήπως αντικαταστήσουν οι ασχολίες μου, τη δύναμη της φύσης ή την εσωτερική ανάγκη, να ζήσω αιώνια. Μες τη δυναμικότητα όσων βιώνουν μια τυπολατρεία κινήσεων και φερσιμάτων. Μες την άγνοια, της παρουσίας όλων εκείνων των πισωγλέντηδων, που παίρνουν από απόρρητα τηλέφωνα, ενοχλώντας πολίτες στα σπίτια τους. Επειδή βρίσκονται αυτού του είδους οι πολίτες, στα σπίτια τους, που έχουν το θάρρος να λένε την αλήθεια, οπότε το δολοφονικό κράτος, τους παρενοχλεί. Όχι που δεν θα το ‘λεγα. Ευτυχώς, το επαναλαμβάνω, που ο Θεός, καθάρισε την εσωτερική μου επιθυμία, να …. τους παρακρατικούς. (Άστους –παιδί μου- στην αιώνια καταδίκη τους).

Φυσικά.

Κόντρα στον πολιτισμό του έξυπνου δέρματος-βίου.

Συνειδητοποιώ –για μένα- τον χαμένο χρόνο: χωρίς εμπειρίες, θα πω πλέον, τηρώντας τα μυστήρια της εκκλησίας. Του ενός Θεού. Ο καλός Θεός. Όχι όπως ακούστηκε: ο θεός, είπε στον τάδε πλανητάρχη, να πάει να σκοτώσει άλλους ανθρώπους, ώστε να …καταπολεμήσει την τρομοκρατία. (να ζήσουν και τα εργοστάσια παραγωγής όπλων).

Ας μη πλαταίνω όμως.

Πρέπει να εναρμονιστώ με τους εκδιδόμενους..

Επέζησα.

«η ντροπή της οικογένειας». Ελπίζω κείνο το βιβλίο, να έχει ανάλογο περιεχόμενο: ηρώων που δεν τους αποδέχτηκαν ποτέ, οι δικοί τους. Παρομοίως συνέβη σ’ εμένα. Επαναλαμβάνω: ότι παραδέχομαι δεν λύνει τίποτα απολύτως. Απλά αποδίδω επίγεια δικαιοσύνη, αφού εξακολουθούν οι κοριοί.

Ο Θεός, είναι πάντα, κοντά μου. έτσι όπως τα ‘χω οργανώσει…

Χαμογελώ. Επειδή δεν έχω μπει πρακτικά στη στέρηση: να έπρεπε μόνος να θρέψω εμένα. Ευτυχώς Εκείνος είναι φιλάνθρωπος.

Ούφ. Έχω κι άλλα, λογοτεχνικά, να αναλύσω!

Από ..δευτέρα, η μελέτη της Αγίας Γραφής;

Η μετάνοια.

Αδιαφορώ από τώρα για τον διαρκή πόνο, στα καζάνια;

Ναι. Θα επιβληθεί Δικαιοσύνη.

Ιδιαίτερα προς όσους ξυπνάνε με ήσυχη…συνείδηση.

Το ρίχνω στο αστείο.

Έξω από τον χορό των κοινωνικών (από την επιθυμία να συγγράφει άντρας, για να τον ερωτεύονται οι αναγνώστριες: αφού ότι δεν ζω, δεν υπάρχει, άρα και η φύση! Έξω από το κλίμα των εκδιδόμενων που χαρακτηρίζουν εαυτούς, συγγραφείς, μη αναφέροντας ποτέ περί πολιτικής ή τα στραβά του ίδιου τους, του εαυτού. Τσάμπα συγγραφείς).

Όντας λοιπόν, ελεύθερος να συζητώ στο τηλεφωνικό ακουστικό, και να μιλάω σε ένα έστω πρόσωπο, συγγενικό, για ότι θέλω, συνεχίζω παρομοίως, τούτο εδώ. Αποτοξινωμένος πλέον, από ληγμένα ξένα βασίλεια, ο υπολογιστής μου, φτιάχνει όλα τα παρακάτω. Με κέφι.

Κάνω την πλάκα μου.

Το ρίχνω στο χιούμορ. Αισθανόμενος παιδί. Αθώος, όχι αγνός: μη φορτωμένος με αμαρτίες. Ξέρω όμως –νομίζω- πως στα δικά μου παιδιά θα ‘μαι ανεκτικός. Αφήνοντας τα να έχουν δική τους προσωπικότητα: έτσι θα αναπτύσσονται με αγάπη (άλλο λογική, άλλο αγάπη). Άλλο φυσικά, να προσπερνάς μικροπρέπειες, που κοίτα να δεις, σε στιγμάτισαν για μια ζωή. Τόσος χαμένος χρόνος.

Με άδολη φροντίδα, παιδιών, δικών σου. Γονιός όποιος διαθέτει κοινό d.n.a. με αυτά. Όλη τους η χαριτωμένη εκφραστικότητα, παρατηρώντας άνθρωπο –όχι κατοικίδιο ζώο, που προσπαθείς να το εκπαιδεύσεις. Όλα τα εξαρχής μωρά, που δε τα ράπισε το ίδιο το κακό (ελεύθερος άνθρωπος, είναι μόνο αυτός που τον έσωσε, κατά χάρη και Έλεος, ο Θεός. Μόνο όταν αισθάνεσαι ένα τίποτα. Η ανθρώπινη εξουσία θα λήξει έτσι κι αλλιώς, όταν η γη κλείσει σαν βιβλίο. Με όλα τα…άχρηστα).

Λόγο δίνω μόνο στον Καλό, και δεν πρόκειται να το παίξω καλό παιδί, για καμιά ανθρώπινη εξουσία. Καλό παιδί, εξάλλου, ήμουν, πάντοτε. Γιατί να χαλάω φαιά ουσία, δίνοντας αξία σε απόβλητα. Γεμίζοντας σελίδες για δαύτους; Άστους να πιστεύουν ότι νίκησαν, ακούω… μια φωνή. Στα καζάνια, να δούμε, που θα ασκούν εξουσία.

Αν δεν έχεις ψυχή παιδιού, δεν αγάπησες ποτέ. Τα παιδιά πρέπει να είναι τα μόνα που δεν κολλάνε ένσημα κοινωνικού καθωσπρεπισμού: επίσης… καλοσύνης. Δεν τα χρειάζονται, κι ετούτη η ελευθερία, φαίνεται.

Όπως τραγουδά και ο Robbie Williams: πάντα ήμουν ευλογημένος με αγάπη. Το στυλ: δεν επιβιώνω απλά. Το έλεος Του, παρουσιάζεται στην αλλαγή συμπεριφοράς στον άνθρωπο που δεν ασχολείται με αιωνίως χαμένους (loser γράφεται, αμαθή). Εκδηλώνεται στη συμπεριφορά ακόμη και άγνωστων απέναντι μου, που περιέργως διαισθάνονται τον καλό μου χαρακτήρα, αρχίζοντας αμέσως να μου φέρονται ευγενικά. Ενόσω ο Θεός, καθαρίζει επίσης, τη νόηση μου, για να το πάρω απόφαση να ανεξαρτητοποιηθώ: για μένα. Η φροντίδα Του, επεκτείνεται π.χ. στην έκπληξη, μου, ας πούμε, μαθαίνοντας ο ίδιος, για τρόφιμα που χαρίζει ο δείνα σε οικονομικά ασθενέστερους, απ’ τον ίδιο, πολίτες. Τώρα, για όσα κακά παθαίνει ο άνθρωπος, φταίει ο ίδιος, γιατί δεν ήθελε, ο ίδιος, τον Παντοδύναμο. Τα αιώνια… κόκαλα και ιστοί; εμείς, τα δίποδα, είμαστε χαλαρά ή αρκετά εγωιστές. Ρατσιστές. Μη αφήνοντας τον δίπλα να μεγαλώνει στην ώρα του.

Κι η ψυχή νοσεί.

Ούτε ξεκούραστος, δεν νοιάζομαι. Από ζήλια.

Που καταντά άτοπο να ασχολούμαι, έτσι κι αλλιώς.

Τούτη η ψυχή, δεν είναι αλλουνού.


Ο εαυτός είναι το μόνο δωρεάν, σ’ ετούτο τον κόσμο. Άλλο αν χρησιμοποιούμε εαυτό ως προϊόν –είναι δυνατόν ένα πράγμα να ζητά συγνώμη για την ανθρωπίνως, κατασκευαστικά, ατέλεια του; Θα δώσω επίσης λόγο, κάποτε: εκεί πάνω. Ενώπιον όλων, αιωνίως αγίων και μη. Δεν λέω πως εγώ θα σωθώ. Εξάλλου αν ίσχυε τούτο, δεν θα ‘βλεπα το πρόσφατο όνειρο, πως έτρεχα στην οδό της απωλείας. Οπότε την ημέρα της Κρίσεως, θα πέσουν οι μάσκες των νομίμων…τίμιων. Μπαμπούλων.

(α ρε μαλάκα κρητικέ).

Ο έχων ψυχή, μες το καλό και το στρεβλό –που αντιστεκόμενος, δυναμώνει πνευματικά- εκπαιδεύεται. Αρκεί να λέω, πρακτικά, όχι, στην αμαρτία: στην πονηριά της τηλεόρασης, και σε όλα όσα προσωπικά αντιμετωπίζω, τα οποία παραδέχονται μόνο όσοι από εμπειρία και μόνο, γνώρισαν ως αληθινά: τα οποία κοροϊδεύουν οι άθεοι. Οι υπογαστριοικανοποιημένοι…..

Αν ήταν μουσικό όργανο οι ψυχές, σε άλλους θα σφύριζε ο αέρας –μπες βγες, βγες μπες- όπως τα δυνατά μποφόρ, “ζωντανεύουν” π.χ. τη ροή του αέρα, ανάμεσα σε επιφάνειες. Όπως σκεπές από αλουμίνιο, σίδερα, κλπ. Τέτοιου είδους ουρλιαχτό, αν το ουρλιαχτό σήμαινε: βοήθεια.

Πρώτα όμως πρέπει να παραδεχτείς την …παραίσθηση… πως διαθέτεις, ψυχή.

Εμένα;

Κοιμάται..

Ενόσω ο Θεός, δίπλα μου, “λέει”, Είμαι εδώ. Το παρόν δίποδο: από δευτέρα. Γιατί..

θα ζήσω ως τα βαθιά γεράματα (έως τότε δεν θα……).

Χρειάζομαι αρκετό σκύψιμο κορμού σκέψης και ματιών, για να γίνω πιστός. Οι όμορφοι δεν σκύβουν!

Οι άνεργοι ιδίως. Αυτοί κι αν είναι…εγωίσταροι.

Όσοι δεν αισθάνονται άσχημοι, μέσα τους. Εγώ. Για μένα μιλάω τόσην ώρα! Δεν ακούς τη φωνή μου;

Ας πρόσεχες.

Τουλάχιστον δεν είσαι εδώ, όταν προσεύχομαι.

Δεν φτάνει ως εδώ, η εξουσία σου η ανθρώπινη: εμπρός στον Θεό, κανείς άνθρωπος δεν νικά κανέναν άνθρωπο. Ότι κι αν έζησε ή αποκόμισε ως μόρφωση.

Καταλαβαίνω πως όλα τούτα τα εμπιστευτικά, να υπάρχεις, δεν θα λύσει τίποτα ψυχικό. Οραματίζομαι διάφορα. Δεν έχω χρόνο να αφηγούμαι.

Την ημέρα της Κρίσεως, να δεις.

Μόνο που τα θέματα θρησκείας, δεν σηκώνουν αστεία ή αναβολές. Όποιος αισθάνεται παιδί, νηστεύει από εκδηλώσεις ενηλίκων. Προσωπικά, αυτό χρειάζομαι. Κι ας με καταδικάζουν, δεν έζησες, δεν γνωρίζεις. Καθένας, μόνος, θα δώσει λόγο, σ’ Εκείνον.

Βρίσκομαι πολύ έξω, για να αισθάνομαι παιδί Σου.


Ήδη έχω ένα φόβο, που μιλώ για Εσένα. Ποιος είμαι εγώ, για να μιλώ, για Σένα.

Στην πράξη, μετανοημένος. Για μένα μιλάω.

Καίγοντας επι γης, δυστυχώς, ότι έγραψα (αφού ήδη έχουν γραφτεί στο Βιβλίο όσο 7 βουνά, ψηλό: περιέχοντας ανθρώπινες αδικίες). Ο εγωισμός μου, δεν μου επιτρέπει να εκφράσω, τι και τι. Οπότε δεν ασχολούμαι με προσωπικές, ψυχικές ανάγκες.

Σα να περιφρονώ κάποιον διακριτικό, φιλόξενο, Σωτήρα. Το δίποδο, λέω όχι.

Υποτιμώ.

Τι;

Τον Θεό;

Πόσο ακόμα, θα το τραβήξω;



Έχω γράψει τόσα για ελευθερία –τι χαρακτήρα έχουν οι αναφορές μου, αφού έχω προσβάλλει συμπολίτες μου. Χαρακτηρίζοντας τους ελαφρόμυαλους. Επειδή ευλογήθηκαν να επιβιώνουν.

Πάραυτα δεν χρησιμοποιώ το “νόμισμα” της ελευθερίας.

Παράδοξο μου ακούγεται, εδώ και κάποια ώρα. Σήμερα. Όποιον τον έχει πειράξει το κακό, πρέπει να συνεχίσει να θυμάται; Αυτός που προσεύχεται αενάως, ν’ αλλάξει για τον ίδιο μόνο, αφήνει τις καταστάσεις που δεν ελέγχει, στη θέση τους; Μήπως πρέπει να πούμε: ο κόσμος ναι, ας καταστραφεί; Αφού το άμεσο μέλλον, ήδη μυρίζει..

Αφού το λέει η Γραφή. Μήπως είναι η ώρα να αδειάσω τη μνήμη μου, ξεφορτώνοντας ενδιαφέρον, αφού ετούτη η ψυχή δεν είναι αλλουνού: η κινητήριος δύναμη, ώστε να πλησιάσω τον Θεό. Αποβλέποντας φυσικά στα ουράνια, τα αιώνια. Αφού η γη γεννά αδυναμίες χωρίς λόγο. Το παίρνω απόφαση; Να πω: δεν ξέρω να αγαπήσω, είτε δεν διακρίνω τι και πως, λαβαίνω κάτι χρήσιμο. Είτε το αφήνω είτε ήδη το απορρίπτω. Ιδίως τα δωρεάν, της αιώνιας σωτηρίας. Αντικρουόμενα λόγια.

Όποιος αγαπά, αγαπά κάθε έμβιο ον. Ευγενής, σχεδόν υπερπροστατευτικός.

Προτιμώ να παρεξηγώ πως με βλέπουν οι δικοί μου. Δεν ξεφορτώνομαι τις καυτές πατάτες του χαρακτήρα μου.

Είναι σχεδόν σωματικά επώδυνο, να ζεις πνευματικά.

Θα ‘χει αναλυθεί για άλλη μια φορά, να ζεις σε έναν άσχημο κόσμο, που φορτώνεις με προσωπικά μειονεκτήματα.

Είναι ο χαρακτήρας του παρών πολιτισμού, πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί έξω. Φυλές, παραδόσεις, φτώχεια, πείνα, καταστροφή του περιβάλλοντος (μας αρέσει να βλέπουμε στην πραγματικότητα, ως καρέ στην τηλεόραση από ειδήσεις: για κύματα 10, 15, μέτρων, ύψους, για πλημμύρες. Ότι είδαμε ως εφέ σε ταινίες καταστροφής). Δεν φοράμε ωτασπίδες νοητικές, να μην ακούμε τα άγρια θηρία ή να, μας αποσπούν τα πρότυπα του: σκανδαλίζω. Μόνο ένα είναι αρεστό: η απόχη κυνηγά το χρήμα. Όχι την καλοσύνη. Θα ‘λεγα αγιοσύνη, αλλά θα κηρυσσόταν ως μη μοντέρνο –μια ακόμη παραίσθηση (από τις υπερφυσικές που παρουσιάζονται με όμορφο τρόπο σε ταινίες, λες και έχει όρια το κακό).

Οι αληθινά ταπεινοί άνθρωποι, κάμουνε ησυχία, γιατί η τάδε στη γειτονιά, πενθεί ακόμα, τον άντρα της. Ότι ήταν για την ίδια, όχι τι χαρακτηρίζανε οι γύρω. Ησυχία, γιατί η χ ψ μόλις γέννησε. Ναι, όλες τις ώρες, ησυχία. Θέλεις να σ’ αγαπούν. Αφού δεν προσπαθείς για τα..άλλα.

Έμεινε τίποτα παρθένο, 20 χρόνια, μετά;

Μετανιώνω για τη στασιμότητα μου; δήθεν καλύτερος.

Στον εαυτό μου τα λέω (ούτε όμως τούτο, θα μου κόψει εισιτήριο για τον Παράδεισο). ((η αληθινή μετάνοια, σου αλλάζει εξαρχής, τη ζωή)(αφήνοντας χώρο για την αιώνια)).


Όταν και εάν, αλλάξω, δεν θα ‘χει μείνει τίποτα, κοσμικό, για να πω: έχω ανάγκη να το βιώσω. Όλα θα τα καταργήσω και θα ελπίζω μόνον, οι ωτασπίδες που θα φορώ, να με διατηρούν στον ίδιο δρόμο: ελπίζοντας μόνο, να μπω στο λαμπερό φως, μες το αιώνιο κάστρο. Τηρώντας κάπου, τα μυστήρια της εκκλησίας των χριστιανών. Μήπως πιο πολύ από τυπικά; Η φύση θα πέσει πάνω μου, αγνά όπως το ήθελα πάντα (έστω και τόσο αργά, ορθολογιστικά συμπεραίνοντας). Ότι κι αν λένε οι άλλοι πως γίνομαι ρεζίλι μιλώντας για τον εαυτό μου. Τουλάχιστον προσωπικά, το πράττω. Σ’ ετούτη την κοινωνία της άποψης του ενός δευτερολέπτου.




Πίσω, σε λογοτεχνικούς ατραπούς:

Σπάζοντας τελικά, οι πλέξεις των ευκαιριών, για τέλεια αγνότητα.



Είναι ένας γέρος, 8:38, βράδυ, 6 Σεπτέμβρη. Δεν θα δει τηλεόραση απόψε. Έχει ξαπλώσει ανάσκελα, τελείως οριζοντιωμένος. Στο ηχοσύστημα παίζει μια κασσέτα: η φωνή του: κατά πολύ νεότερος εαυτός, ως ενήλικας. Επιθυμεί απλά ν’ ακούσει τη ψυχή του, να του μιλά. Είναι μια προσευχή στο σήμερα, το..τότε, αφού σε αυτό λειτουργούσε η ψυχή του. Σ’ ένα είδος πολιτισμού-νοσοκομείου, το οποίο έδινε εξιτήριο, μόνο αν συμφωνούσες με το αρεστό πόρισμα.

Η φωνή του στην κασσέτα, περιγράφει την τρομερή εντύπωση που του ‘χε αφήσει μια νεότερη του: ένα μπουμπούκι στα 19, με το λαμπερό της δέρμα, όπου το ανοιχτό μπούστο παρουσίαζε το φλοιό του οργανισμού της, μονοκόμματο, υπερβολικά θελκτικό, μια λεία όψη, κάτι, σχεδόν αθάνατο. Τη ζήλεψε γιατί είχε όλη της τη ζωή, εμπρός της να την απολαύσουν ολόκληρη. Λαμπερή, λεπτή, ικανή να ζήσει προφανώς άνετα, χάρη στο παρουσιαστικό της. Τι μέλλον την περίμενε: αυτή αλήθεια, όλα τα μπορούσε, συνέχιζε η ψυχή: που θεωρούσε μοναδικό στόχο, πια, να κατακτήσει μια τέτοια “κορυφή”. Εξάλλου…τότε, τα πάντα ήταν σεξ, στα βιντεοκλίπ, τις σειρές, τα πρωινάδικα, στο ρουχισμό των γυναικών, περιφερόμενες σε κλειστούς και ανοιχτούς χώρους. Ναι, ανέλυε πια, η φωνή, μόνο αν το έκανε θα…..



Στοπ καρέ: ντοκιμαντέρ ανθρώπινα, μετρημένου χρόνου.

Εσύ λοιπόν, που δεν θέλεις να έχει άλλος, τον έλεγχο, στην υπερπολύτιμη ζωή σου. Έτσι όπως πλήθυνε το κακό και η αδικία. Το ξεζούμισμα του έλληνα πολίτη, με φόρους. Απλά ανέχεσαι την ίδια σου την κοινωνικότητα.

Έχει γεμίσει ο τόπος. Κοίτα τους και κοίτα τες.

Παπούτσια, τακούνια, ανεβοκατεβαίνουν τα πεζοδρόμια, γλείφοντας κατουρημένες ποδιές, για μια θέση. Στη χειρότερη, συνήθως: δουλειά. Περπατούν σαν χαμένοι. Δεν τελειώνουν το σχολείο πια –διαφορετικά θα πεινάσει κάποιος. Είναι και τ’ άλλα παιδιά, που ολοκληρώνουν μόνο, τις σπουδές, μεταφέροντας ήδη ένα τουπέ στο ύφος. Όλοι σίγουροι για την αυτοπεποίθηση τους, προνομιούχοι και μη. Τριγυρνούν μες τη μασέλα του θηρίου. Όχι, δεν θα πάρεις άλλος, τον έλεγχο (μήπως αγαπήσουν και αγαπηθούν). Όχι. Η ελπίδα της πιστωτικής. Παρέα – παρηγοριά. Υποκριτικά χαμόγελα. Προβολή μιας φρόνιμης ζωής: λευκά δόντια. Λύνουν μόνοι, τα προβλήματα. Δεν είναι τόσο τρελοί οι άνθρωποι –η πιπίλα του ώριμου- (άραγε σε τι: τζιτζίκια, που τους ρουφά το αίμα, ήδη, η αιώνια απώλεια).

Νομίζω ότι ο Θεός , καταπατά τους κανόνες Του!

Ποιο νόημα, ποια ουσία. Τ’ ανθρώπινα.

Οι ώριμοι, πάντοτε είρωνες: να φύγουμε απ’ τη μιζέρια.

Αδαείς από φροντίδα Θεού. Σαν αγκαλιά, που ποτέ δεν θα γνωρίσουν.


24


Λίγη τρομοκρατία, παρακαλώ


Τους τα λέει, λοιπόν, τώρα: για να μην νομίζουν οι σκατιάρηδες της εκάστοτε κυβέρνησης, πως είναι ικανοί, να φοβίσουν έναν πολίτη. Τους λέει έξω από τα δόντια. Αυτή τη στιγμή που με απόρρητο τρόπο, τον παρακολουθούν, τώρα θα τους τα πει, δεν τους φοβάται. Έχει πολλά μαχαίρια στο σπίτι. Ένα σφυρί, μια τσάπα. Διασκεδάζει. Τώρα θα τους τα πει, τώρα πρέπει. Τώρα επιφέρει τιμωρία στους διεστραμμένους κάθε είδους. Τώρα. Τώρα! (Θα του δει να καίγονται στην κόλαση, ή μες το ολοπύρινο, υδρογονικό μανιτάρι. Ά, τι αγαλίαση, να νικάς ως πολίτης, το σύστημα).

Δεν μπορείτε να με επηρεάσετε, σκατοαρχίδια της εξουσίας. Τον παίρνετε απ’ όλες τις τρύπες. Χαμογελώ. Έλα να σου δώσω το τηλέφωνο του χαμόγελου μου. μπατσομαλάκα.

Αυτό που θέλει, είναι να δει μες το αίμα τους, όλους αυτούς τους κοριοπουσταράδες, τη πουτάνα που πήρε τηλέφωνο τη μάνα του: δήθεν πως αυτός έδωσε σε μια άγνωστη, το τηλέφωνο. Να δει νεκρούς, όλους τους μαλάκες που τον παρενοχλούσαν στο ίντερνετ. Όλα τα καθίκια, που του προκαλούσαν νεύρα. Τι ατυχία, που δεν πήρε όπλο, δεν το έμαθε, στο ναυτικό. Τι ατυχία να μην πάρει ένα γκαζάκι, να ανατινάξει το βαν, στη γειτονιά του, με τους πισωγλέντηδες που είναι έτοιμοι να…επιβάλλουν την διεστραμμένη τους, δικαιοσύνη… Τι κρίμα να μην μπορεί να τα πράξει όλα αυτά, αφού αυτοί που υποσχέθηκαν είναι κότες, και δεν άρχισαν ποτέ, τον πόλεμο. Δεν εξόντωσαν τις οικογένειες, ακόμα ακόμα, όσων παρενοχλούν τους πολίτες που λένε την άποψη τους. Τι κρίμα, η λεγόμενη τρομοκρατία, να μην τρομοκρατεί τους κοριοπουσταράδες, έως και τους ανώτερους που δίνουν διαταγές. Τι κρίμα αλήθεια.

Κάθεται που λες, αυτός ο πισωγλέντης, που δίνει διαταγές, σε άλλους, ματάκηδες και ρουφιάνες και ρουφιάνους στο δρόμο, και σκέπτεται: τι να κάμω σήμερα, πως θα φανεί η λογική μου! Ας δώσω εντολή σ’ έναν μαλάκα του σώματος, -λαϊκισμός- να παίρνει από απόρρητο τηλέφωνο, κάθε μέρα, αυτόν τον πολίτη που λέει τη γνώμη του στο ίντερνετ. Να τον καλείς, δίνει οδηγίες η πουστρομαρία: όταν βγαίνει από το σπίτι, όταν ανοίγει τα πατζούρια: τι την έχουμε την κάμερα στο στύλο της ΔΕΗ! Να τον καλείς για να πιστεύουμε πως τον επηρεάζουμε! Εμείς οι λογικοί! Τα τοπικά άτομα που φυλάνε τη γειτονιά, οι ρουφιάνοι της γειτονιάς! Που τα ξύνουν όλη μέρα, καθισμένοι στο βαν, στο …ταξί… Κάτι όρθιες ρουφιάνες που κρύβονται στο μετρό. (και μετά απορείτε που τα παίρνει ο άλλος, και σας καίει. Έ ρε βρωμόξυλο…) (ά η απόδοση της δικαιοσύνης, έστω και γραπτώς).

Έπειτα ήταν όλοι αυτοί, που τρίβανε ότι είχαν μέσα στο παντελόνι τους, σε άλλα απόκρυφα, κι έπειτα έβγαιναν, λάμποντας τα πρόσωπα τους, από υπογαστριοικανοποίηση: Αυτό που ήθελε, ήταν να τους κάνει να το βουλώσουνε. Να κλείσει καθέναν τους, σε ένα δωμάτιο: όπου οι υπόλοιποι για τον ένα, θα είναι αόρατοι. Να μην μπορεί να τους κάνει κακό. Αυτό που θέλει: να τους δει μια φορά, να ζητάνε αυτοί, συγνώμη, να τους δει, να υποφέρουν. Λίγη τρέλα χρειάζεται πότε πότε: όπως χτυπά ο γιατρός, ένεση στη καρδιά, για να πάψει να χτυπά, επικίνδυνα τεμπέλικα. Καμία σχέση όλα τούτα, 7 χρόνια μετά –όπου να ‘ναι- από την στημένη 11 Σεπτέμβρη. Εξάλλου ο κόσμος φαίνεται για ορισμένους, είναι μια ζωντανή προσομοίωση, όπου δοκιμάζονται ήδη, βιολογικά, τουλάχιστον…, όπλα. Τώρα για υπόλοιπες πληροφορίες, αρκεί να το έψαχνες, βλέποντας…. Τηλεόραση. Άλλωστε τρελός χαρακτηρίζεται, εύκολα, όταν δέκα θεωρούν πως περιφρονούνται από έναν, επειδή δεν τους κάνει παρέα. Φορές πίστευε πως οι άνθρωποι, πρέπει να τρομοκρατούνται από τα φυσικά στοιχεία, συχνότατα –σεισμοί, αέρηδες, χιόνια, καταιγίδες- για να το βουλώνουν!!

Θα ‘ρθει αυτή η ώρα. Κοντοζυγώνει. Μετά, ας τους αναλάβουν κι οι έσωέξωτερατόμορφοι. Αρκεί να σωπάσουν. Μόνον αυτό. να αδειάσουν οι δρόμοι, να στερέψουν τα πάθη κι η διαιώνιση. Του είδους και κάθε είδους. Μήπως οι τελευταίοι απ’ όλες τις ηπείρους, μη μιλώντας, γίνουνε φίλοι. Τι ωραία που θα ‘τανε.

Το πάλεψε μέσα του ο κατ’ άλλους, μυθομανής, να αφήσει καθέναν από τους υπόλοιπους, ακόμη και τα παιδιά, αποξενωμένους. Δίχως συγγενείς, φίλους, γνωστούς. Κανέναν. Έτσι, από …πείσμα. Όχι φυσικά για να σταματήσει καθένας να πετά στον άλλο μπηχτές: ως λόγια ή υποτιμώντας. Όχι βέβαια. Απλά θέλει να κλειστούν καθένας, σ’ ένα δωμάτιο, όπου αρχικά θα ‘ναι κλειδωμένη η πόρτα ή είδος άλλης εξόδου. Μετά θα εξαφανιστεί η πόρτα, του μπαλκονιού ή ως θύρα παράθυρο. Θα πάψει το ρεύμα να παρέχει πρόσβαση σε πόθους και θεάματα. Απέραντη ησυχία. Τα έπιπλα θα εξατμιστούν. Θα μείνει μόνο η ρουτίνα ενός κρεβατιού. Μες τη σιγή: να δούμε τότε, ποιος είναι στ’ αλήθεια, τρελός, και ποιος όχι.

(ο άνθρωπος ο ίδιος, τρομοκρατεί τον εαυτό του).


ΜΠΑΜ. Μπαμ…. μπαμ μπαμ……μπα…… μπαμ…..μπαμ μπαμ!

Μπαμ μπαμ!! …..μπαμ!

- Κάτσε ρε μαλάκα.

- Δώσε και σ’ εμένα.

- Περίμενε.

- Τι να περιμένω;

- Μαλάκα. Δεν έχει άλλα φυσίγγια.

- Μαλάκα θα τις φας!! (θυμός).

- Δεν έχει άλλα ρε (γελάει το άλλο νεαρόπαιδο: αυτό που ο μπαμπάκας του, του ‘κανε δώρο όπλο, για να σκοτώνει τα περιστέρια της γειτονιάς!).

Αλήθεια ποιοι κοινωνικοί καθωσπρεπισμοί, πρέπει να ενεργοποιηθούν, για να αναστατωθούν στ’ αλήθεια τα ζώα, ανά πολυκατοικία;



Πρωτοσέλιδο εφημερίδας: Νέα μέτρα παίρνει η κυβέρνηση, για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Σχόλιο τυχαίου αναγνώστη: Ποιους πάνε να κοροϊδέψουν;

( - Σε βαρεθήκαμε! –τηλέφωνο- πήρε ένας –χωρίς μυαλό, μόνο πέος- υπάλληλος του παρακράτους της νέας δημοκρατίας, κι αμέσως έκλεισε το ακουστικό: στην τηλεοπτική εκπομπή ενός τίμιου, ηθικού και ευπρεπή δημοσιογράφου, στον σταθμό blue sky).

(Ξέρεις, όταν ακούς κάτι τέτοια, ιδίως όταν αυτοί οι κλώνοι της βλακείας, κρητικοί –κρήτη- του παρακράτους, αποφασίσουν να σε παίρνουν κάθε μέρα τηλέφωνο –από απόρρητο νούμερο φυσικά!- σπίτι σου, ενόσω ψάχνεις για δουλειά: αρχίζεις, το επόμενο που μπορείς ως πολίτης να συμπεράνεις: πως όντως, αυτοί οι κλώνοι της βλακείας ευθύνονται, έχουν σκοτώσει τυχαίους και τυχαίους. Διδαχτήκανε από την γκαγκεμπέ. Αυτοί δεν θεωρούνται: εγκληματικότητα: έχει από δαύτους, χωρίς μυαλό, μόνο πέος, και αιδοίο, δυστυχώς, αρκετά άτομα).



Πλέον τα κέντρα εξυπηρέτησης πολιτών έχουν ένα νέο γραφείο. Ως συνέχεια θα λέγαμε του έξυπνου σλόγκαν: όλα πάνε καλά. Δεν τίθεται θέμα! επιβίωσης.

Το κάθισμα της καρέκλας ζεσταίνεται από τον πισινό, ενός συμβούλου, μετατραυματικού άγχους. Προς θεού, όχι, να ενημερώνεται η πολιτεία, αν ένας δρόμος έχει λακούβες, αν η μια στάση από την άλλη είναι μακριά. Αν το φανάρι βρίσκεται πολύ μακριά, άρα πώς να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα ο πεζός, τόσο πήχτρα που είναι η κίνηση. Όχι δα, όχι τέτοια εδώ. Στον υπάλληλο. Του κράτους των κλώνων ((και των κοριών αιωνίως, εις τους αιώνας των αιώνων)). Όχι τέτοια εδώ: που ακούστηκε να είναι τόσο βλάκες ορισμένοι κρητικοί, που να ‘χουν δώσει εντολή, να τοποθετείται μόνιμα, έξω από το σπίτι σου, βαν με μαύρα φιμέ, τζάμια, για να υποκλέπτει τι κάνεις εσύ στο ίντερνετ, χρησιμοποιώντας σύνδεση που παρέχει ένα δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Αν είναι δυνατόν να σπαταλούνται έτσι! τα κρατικά κονδύλια. Μη λες τέτοια πράγματα. Μη ενημερώνεις τον κόσμο, για τις μεθόδους τους. Έχουμε δημοκρατία… αν είναι δυνατόν να πάψεις να μπαίνεις στον κυβερνοχώρο επειδή π.χ. σου φρενάρουν την σύνδεση, επίτηδες, χάρη στο βαν, απέξω. Ποιος βλάκας σπαταλά τέτοια τεχνολογία; Κι όμως. Οι κλώνοι της βλακείας. Μια χούφτα μαλάκες κρητικοί, βρωμίζουν το όνομα του μεγαλύτερου νησιού που ανήκει στην ελληνική επικράτεια.

Από αυτούς τους θερμόαιμους…αγωνιστές…. που πάνε να ελευθερώσουν κάτι καινούριο, πρέπει να είναι αυτός ο υπάλληλος μετατραυματικού άγχους.

Ο σύμβουλος δέχεται παράπονα από πολίτες, που ούτως ή άλλως, είναι φυσιολογικά αποκυήματα της ελευθερίας. Π.χ. παραπονιέται η γιαγιά, γιατί τρόμαξε από τις τουφεκιές του αεροβόλου. Κοίτα τον: δέχεται με χαμόγελο ανωτερότητας, όσους γκρινιάζουν γιατί οι χ, στο μπαλκόνι, απέναντι, μετά τις 11 το βράδυ, καλοπερνάνε.

Μην είσαι μίζερος.

Ο άνθρωπος είναι ζωντανός.

Ναι, ρε μαλάκα.


Πίνει το καφεδάκι του ο σύμβουλος.

Δέχεται πρωί πρωί, δευτέρα 8 σεπτέμβρη 2008, μια επίσκεψη. Μιας πολίτη: ενδεδυμένη με φόρμα γυμναστικής –μαύρου χρώματος που αναδεικνύει απ’ το πλάι δύο κολλημένα, καταπληκτικά, πισωφέγγαρα. Λευκό t-shirt. Στήθος στητό, σχήμα αχλάδι: μέγεθος ικανό να το κοιτάς με τις ώρες. Είναι μια νέα κοπέλα.

Κοίτα το μυαλό της: θα πάει να τρέξει στον διάδρομο, μετά από εδώ.

Μα τι μπορεί να θέλει;

Έχει κομμένα τα μαλλιά της ως το ξεκίνημα των ώμων. Γαλάζια μάτια –τι έφτιαξες πάλι, φύση.


- Παρακαλώ καθίστε –προτρέπει ο κορτάκιας.

- Καλημέρα –του αποκρίνεται.

- Ναι, φυσικά. Καλημέρα (μάζεψε τα σάλια, μεγάλε).

- Ήθελα να αναφέρω κάτι (άλλαξε πόδι, γλυκιά μου).

- Ναι (σταλιά σταλιά, ρουφώ τον καφέ). Όλα καλά;

- Ζέστη πολύ.

- Έ, αργεί ο χειμώνας –τονίζει αυτός.

Εκείνη τον κοιτά, σα να τον ψυχολογεί (μα θα αλλάξουμε τους ρόλους;).

- Δεν δουλεύετε; Του ξεφεύγει.

- Αργότερα, το μεσημέρι περίπου.

- Σας αρέσει εδώ; Την ρωτά.

- Καλός χώρος είναι –στρέφει το βλέμμα της βιαστικά ένα γύρω.

- Σχεδόν οικογενειακός –θέλει να την κάνει να αισθανθεί πιο άνετα.

- Τι θα θέλατε να συζητήσουμε; Προσθέτει.

- Δεν ξέρω αν το γραφείο είναι γι’ αυτά τα θέματα –εξωτερικεύει μια ένταση η φωνή της.

- Αισθανθείτε άνετα. Γι’ αυτό είμαστε εδώ;

- Να κεράσω κάτι; Ρωτά στη συνέχεια (ο διαθέσιμος εκπρόσωπος).

- Δεν ξέρω. Όχι ευχαριστώ.

- Μιλήστε ελεύθερα –τη διακόπτει.

- Θα ήθελα να συνεχίσω να αισθάνομαι, όμορφα, μετά το καλοκαίρι.

(Αυτός βρίσκει ενδιαφέρον, ότι ακούει).

- Θαρρώ όμως, πως υπ…, πως ήταν ξαφνική για μένα, η επιστροφή στη δουλειά. Η ρουτίνα. Καταλαβαίνετε.

- Εξηγήστε μου.

- Δεν λέω πως δεν αγαπώ να βγαίνω κάθε μέρα. Άνετη. Πρόθυμη να είμαι υπεύθυνη.

- Αισθάνεστε άνετα με το χρόνο.

- Το έτος;

- Κάθε μέρα, προς το τέλος της.

- Δεν ξέρω. Πιστεύω πως το έχω αυτό.

- Ποιο; (απορεί μαζί της).

- Να μπορώ να πλησιάζω έναν άνθρωπο.

- Ως σώμα; (σάλια. Προσοχή! Σάλια).

- Και αυτό, αλλά προτιμώ να μη σκέφτομαι.

- Τότε, γιατί σε πειράζει η ρουτίνα; (μπήκε αναμεταξύ τους, ο ενικός; Εύκαιρος φίλος;).

(reboot, γλυκιά μου).

- Έχετε ησυχία στο σπίτι σας;

- Τι σχέση έχει αυτό; Σα να ταράζεται η νέα.

- Διαστέλλονται οι κόρες των οφθαλμών σας, όπου και να βρίσκεστε;

- Δεν μπορώ να ξέρω.

- Έχετε απορροφήσει όλα τα καλά της ζωής.

- Ά αυτό εννοείτε. Φαντάζομαι.

- Αισθάνεστε ότι το σύστημα, σας εξυπηρετεί (την ανακρίνει πια, ο υπάλληλος της νέας Στάζι. Απλά δεν την βάζει στο συλλογισμό, πως το σύστημα δεν την εξυπηρετεί, από τη στιγμή που την απειλεί πως αν διαδηλώσει, ενδέχεται.. να την συλλάβουν προληπτικά. Γιατί η ίδια δεν εξυπηρετεί το σύστημα με τη γκρίνια της!).

- Με αγχώνει όμως –του αποκρίνεται.

- Όλα έχουν το ρόλο τους. Αυτό, σας ενοχλεί;

- Καθένας κάτι πρέπει να κάνει.

- Ωραία –χαμογελά αυτός. Το όνομα σας.

Του συστήνεται. Αισθάνεται υποχρεωμένη.

- Άρα καλύπτετε τις ανάγκες σας –κάπου το πάει ο άντρας.

- Ναι, αλλά εγώ…

- Ωραίο πράγμα οι νόμοι; Έ; Της χαμογελάς συνεχώς.

- Όσο έχει δουλειά κανείς, του λέει.

- Η μόνη σας φιλοδοξία –που, την παρασέρνει;

- Είναι ωραίο να ζεις.

(όντως λίγο ελαφρόμυαλη, μοιάζεις).

- Βλέπετε, πως δεν χρειάζεται, ν’ αγχώνεστε –επικοινωνεί μαζί της, ξανά στον πληθυντικό.

- Ναι, έχετε δίκιο –χαμογελά η νέα, άγαρμπα.

- Αθλείστε;

- Λίγη γυμναστική. Πριν τη δουλειά.

- Γραφείου;

- Πως το μαντέψατε; -σχεδόν “πετάγεται” από τη θέση της.

- Όποιος αξίζει, βρίσκει καλές δουλειές.

- Φυσικά!! Δείχνει όλα τα δόντια της.

- Είδατε που προσαρμόζεστε. Της χαμογελά, σαν φιλικό χτύπημα στη πλάτη.

- Ναι. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ενώ περνάω καλά.

- Όλα μια ιδέα είναι: την αποχαιρετά μ’ ετούτη τη φράση.


(άλλη μια χαμένη ψήφος).



«Να ασχολείσαι με τους πολίτες, μόνο αν σε ενοχλούν φανερά. Αν ξεχνούν πως: κι αυτό θα περάσει. Μη τους αφήνεις να μιλάνε περί πολλού. Δημόσια. Και προ πάντων, να μη θεωρούν πως ο δήμος που ανήκουν είναι ένα βήμα, με εξουσία».


Έχε πάντα το νου σου όχι σε όσους πολίτες, τρομοκρατούν ο ένας τον άλλο, αφού απορρίπτονται επαξάπαντος. Έχε το νου σου σε όσους επανέρχεται η μνήμη ως κοινό συμπέρασμα.

«Τρομοκράτησε τους με φόρους, για το καλό της πατρίδας. Το αξίζουν. Το αισθάνονται από μόνοι. Απέφευγε τις αναφορές τις αναλυτικές, τα πως και τα γιατί των κρατικών οργανώσεων. Άφηνε τους να γιγαντώνουν τη προσωπική –καθένας- αυτοπάλη, αφού τα χρήματα που λείπουν, πνίγουν την ιδέα του καλού: Αφού δεν τα κατάφεραν αυτοί, γιατί να τα καταφέρουν τα κόμματα, ισχνής ισχύος;».

Η φύση είναι κάτι που δεν ελέγχεται.

«Μη χτυπάς το ..κουκουλοφόρο..ιδίωμα στη ρίζα του. Απλά κούρευε ότι σέρνεται».


Μετά ο τρελός (αυτός που τον φτιάξανε οι κλώνοι της βλακείας), θεωρεί δικαίωμα του να πυρπολεί τις εξατμίσεις της εξουσίας. Όσοι δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από την εκδίκηση: του στυλ ληστεύω με άλλους, σούπερ μάρκετ, κι ύστερα μοιράζω την ανοησία που με ποτίσανε: δημιουργώντας νέους συνεργούς: πολίτες που πεινάνε.




Ευτυχώς το Καλό –που εξυμνούμε μόνο όταν, μας εξυπηρέτησε- απομακρύνει μέσα από μια πολύτιμη ψυχή, την ιδέα, να μη σταματά να χάνει χρόνο με αμετανόητους: απέναντι στον Θεό, κι όχι αναμεταξύ των ανθρώπων.

Έτσι τον ελευθερώνει.

Από τις αληθινές παραισθήσεις του.


Τρελό να μιλάς από μέσα σου, έ;

Φαντάσου τι μεγάλο θαύμα που είναι.


Και κάτι τελευταίο, σα το κερασάκι στη τούρτα του να υπάρχεις: όλοι… μιλάνε, πως για ν’ αποκτήσεις πνεύμα αγάπης (δεν είναι δυνατόν, ως άθεοι, να εννοήσουν: από κείνο το είδος, όπου θα σου μάθει τον εαυτό σου, τον ελεύθερο και αγαπητό από τον Θεό), πως χρειάζεται να έχεις επικοινωνία με άλλα δίποδα. Γιατί αυτό είναι η ζωή, να αποδέχεσαι πως μπορείς να πιάσεις συζήτηση, να ανήκεις σε φιλίες, να βγαίνεις, να ‘χεις πιθανότητες να κάνεις μια σχέση. Αν η ζωή ήταν τόσο δίκαιη, ώστε ότι δίνεις να σου προσφέρει πίσω, το σύμπαν –κατά τα κοινώς λεγόμενα. Ετούτη την κύρια ιδέα, περί πραγματικότητας, την λαμβάνω, από αρχές Σεπτέμβρη 2008. Κοίτα όμως να δεις, που το παλεύει ακόμα μέσα μου, το ναι με το όχι. Επειδή οι άνθρωποι ασχολούνται περισσότερο ο ένας με τον άλλο, παρά ατομικά, να σώσουν την ψυχή τους. Δεν ξέρω, μιλώ με αγάπη κατανόησης: γιατί ορισμένοι κουβαλούν την ιδέα, πως είναι ικανοί να ξεπερνούν τους προσωπικούς τους σκόλοπες, μέσω νέων εμπειριών. Αν είναι δυνατόν, να αποκτά κάποιος, αίσθηση της δυναμικότητας του είναι, άρα και αυτοπεποίθηση, τόσο αργά στη ζωή. Διανύοντας την τρίτη δεκαετία του: υπάρχω.

Καλώς ή κακώς… η θρησκεία είναι κάτι αληθινό, είναι το μόνο, που σε τοποθετεί να διαλέξεις: αν θα ‘χεις εμπειρίες στη ζωή, ή θα κοιτάξεις μέσα σου, να επιλέξεις να σε καθαρίσει ο Θεός, κατά χάρη κι από έλεος, μόνο, αφού έτσι είναι τα πράγματα. Σου λένε: ζήσε. Στον αιώνα ας πούμε ένα παράδειγμα: της εύκολης πρόσβασης στην γνώση, άρα και στην μεταγλώττιση του Λόγου του Θεού, παγκόσμια. Όσοι έχουν αληθινή συνείδηση, η φράση τους: ήξερα, αλλά δεν το έψαξα, να σωθώ αιώνια, πως έπιασε τόπο…..

Δεν υπάρχουν σχόλια: