Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

σ’ ένα ταξίδι, μπαλώνοντας εσώρουχα, σχέσεις

προσποιούμενοι πως γνωρίζουμε το αντίθετο

μας φύλο, ή υποφέροντας το. Τις ίδιες μας

τις σωματικές λειτουργίες

Ως κοινωνική κλίμακα.


Εγώ κι εσύ, στο εστιατόριο-bar

αυτού του είδους του μεγαλώματος

Όπου πάντα πρέπει να μας σερβίρουν τι είμαστε

Τι δεν γίναμε.

Που, ο κόσμος, οδεύει.


Μερικές ιστορίες. Υποκατάστατο ταλέντων:

Που μας μεγάλωσαν πίσω από το τείχος

του αίσχους τους.

Σπάνια ακούς: τώρα μπορώ. Δεν περιμένεις

να σε ανακαλύψουν

ή να μπει εξώφυλλο σ’ ετούτο τον αριθμό,

προλόγων,

και μόνο.

1


Ραντεβού στα τυφλά


Καθόταν στο γραφείο του, με το όμορφο λαμπατέρ, που απέπνεε ένα χρώμα, που ομοίαζε με την ευγένεια του χαμηλού φωτισμού, και την ιδιαίτερη χριστουγεννιάτικη, διακόσμηση: αντί για δέντρο, τα φωτάκια κρέμονταν στο καλώδιο τους, σαν στολισμός πλοίου, στο λιμάνι –εδώ, αλλάζοντας πλευρό-τοίχο, ως ένα τρίγωνο –στον αέρα- χωρίς βάση. Ο άντρας ακούει, μουσική, με αυξομειωμένη ένταση, ανά μέρη. Ευχαριστημένος για το μεγάλο του σπίτι, με τέσσερα υπνοδωμάτια, στα οποία διακτινίστηκαν τέσσερις τύποι, γυναικών.

Κοντεύει 10 και κάτι.

Κάνει να σηκωθεί, όμως τον πλησιάζει μια νέα γυναίκα, που το παρουσιαστικό της είναι το εξής: γύρω στο 1.72μ με ξανθοπορτοκαλί, μακριά κατσαρά, μαλλιά, υποτίθεται οπτικό αποτέλεσμα ως προς τα ρούχα, για έξοδο. Αν δεν είχε θυμωμένο ύφος, ίσως και να τη συμπαθούσες. Πλησίασε ξαφνικά, από τον στενό διάδρομο, που πιο μέσα, έστριβε δεξιά.

Με αιφνιδιάζει.

Πιστεύει πως αν είναι ξυπόλητη, θα με κάνει να τη συμπαθήσω.

Θα πρέπει να είναι από τους ανθρώπους που θεωρούν ζωντάνια, να μην έχουν για τίποτα, ενδοιασμούς. Πως ταιριάζουν οπουδήποτε. Εσύ πρέπει να τους ανεχτείς.

Είναι ένα ραντεβού στα τυφλά, που οι μοίρες, μου επιβάλλουν, γιατί άρχισε να μυρίζει η μοναξιά και η απαξίωση για ολοκλήρωση –όχι ουδέτερα πράγματα, όλο απάθεια.

Έχε χάρη που έχω καλή όρεξη, και σήμερα. Κάτι μου προσφέρει και μένα, πίσω, η ζωή. Δε γεράσαμε ακόμη. Το να ‘σαι χαρούμενος, δεν υποκύπτει σε ώρες μη κοινής ησυχίας. Η χαρά κείνη τη στιγμή, δεν κομπλεξάρεται. Έτσι είναι ο αιώνας μας. Το σπίτι μας είναι ολόκληρη η πόλη, όπου οι γείτονες είναι απλά, υπάλληλοι μας.

Οπότε λοιπόν κι εγώ, θ’ αρχίσω να θορυβώ. Ωραία που είναι σε βολεμένο βίο. Χαμός!

- Θα έκανες κάτι; Ρωτά.

- Με περίμενες; Αντιρωτώ.

(Γιατί είσαι μουτρωμένη; Που πήγε το θάρρος της γενιάς σου;)

- Τι σκέπτεσαι; Ρωτά.

- Πως για κάποιο λόγο, βρίσκεις ενδιαφέρον στην παρουσία σου εδώ, γι’ αυτό και έφτασες. Ή κάνω λάθος;

Ευτυχώς που διατηρείται η τονωμένη μου ενέργεια, χάρη στη κατανάλωση του φραπέ. Το διανοούμενο περιβάλλον,

- Τόση ησυχία. Την αντέχεις; (το ύφος της εμπεριέχει ένταση).

- Θα προτιμούσες περισσότερο κόσμο; Ρωτώ, και αμέσως προσθέτω: Δεν κάνουμε πάρτι εργασίας εδώ, όπου όλοι υποτίθεται, περνάνε καλά.

- Έτσι θα μίλαγες σε μια άγνωστη σου;

- Η ζωή για μένα δεν είναι γυαλιστερές σελίδες, περιοδικών, κι έχω περάσει δύσκολα χρόνια, για να απολαμβάνω τώρα, αυτή την ομορφιά.

Σα να κοκκίνισε, ή μου φάνηκε.

Δεν μιλώ γι’ αυτή αλλά για ένα περιποιημένο, στοιχειωδώς, διαμέρισμα.

- Τι πρόσωπα ήρθαν εδώ; Ακούγεται ξαφνικά.

- Δεν ξέρω ακόμα.

- Νομίζεις ότι είσαι διαφορετικός από τους άλλους άντρες;

- Απλά επιλέγω ποια άτομα μπαίνουν εδώ μέσα. Άρα αισθάνομαι φιλικά, μαζί σου.

- Αλήθεια; -εξακολουθεί όρθια.

- Αν χαμογελούσες λίγο –κάνω την αρχή.

- Εντάξει –αισθάνεται πιο άνετα.

Σηκώνομαι να κεράσω κάτι.

- Δική σου η ιδέα με τα φωτάκια;

- Ναι, ιδέα της στιγμής. Δεν κάθεσαι;

- Ευτυχώς δεν θυμίζει δωμάτιο αναμονής, μιλά.

- Τι εννοείς;

- Εκείνο το τυπικό, περιμένοντας στη σειρά, για γιατρό, αποκρίνεται.

- Ευτυχώς –χαμογελώ. Της ρίχνω μια ματιά, και προσθέτω: η ημίλευκη πολυθρόνα δίνει ένα τόνο.

- Ομορφιάς, συμπληρώνει τη σκέψη μου.

- Ησυχία, έ; ρωτά τώρα.

Φέρνω ένα χυμό, με κομμάτια κέϊκ στο πιατάκι τους. Δύο γεύσεις, ως μια ανάμεικτη προσφορά. Με ήρεμο βήμα, ξανά στη συνέχεια, πλησιάζω ένα σύγχρονο σύστημα ήχου, ξεκινώντας σε χαμηλή ένταση, μουσική. Εκείνη ξεφορτώνεται το καφέ ανοιχτό, παλτό της. Σιάζει τις μπούκλες στα μαλλιά. Επιλέγει να καθίσει στην αγαπημένη μου, ημίλευκη, πολυθρόνα.

(Μήπως θέλει να με επηρεάσει, αφού εκεί προτιμώ να τοποθετώ το σώμα μου, πάντα)

- Πως σε λένε; Κάθομαι περίπου κοντά της, στον διθέσιο καναπέ που εφάπτεται με τον εξωτερικό τοίχο.

- Οφηλία, απαντά, ανέκφραστη ίσως.

- Μοναδικό, αντιδρώ αυτόματα.

- Γλυκιά ηρεμία, ακούγεται.

- Μήπως θα ένοιωθες άνετα, αν υπήρχε κι άλλος κόσμος εδώ; Ρωτώ κάτι ίδιο.

- Εσύ θέλεις να καλέσουμε;

- Όχι τώρα –το βλέμμα μου είναι απλό. Ελάχιστα άνετο.

- Τι μαγείρεψες σήμερα; -φαίνεται δεν της μυρίζει φαγητό. Είναι περίεργη μήπως;

- Τίποτα. Είπα να μην έχω μια φορά, να πλύνω πιάτα –μερικώς είναι ψέματα, γιατί πεινώ. Περιεργάζομαι τη φιγούρα της.

- Μου φαίνεσαι δύσκολη ως άνθρωπος, και συγνώμη για το θάρρος.

- Γιατί το λες αυτό;

- Θαρρώ σα να -αλλάζω την αρχή της φράσης- σα σε πρωτοείδα, μου φάνηκες ενοχλημένη.

- Κι αυτό τι σου προκάλεσε;

- Να μείνω μακριά.

- Πίστεψες πως εσύ έφταιγες;

- Όχι, απλά δεν ήθελα προβλήματα.

- Εσύ δεν έχεις; -γέρνει εμπρός, συγκλίνοντας οι παλάμες, ακουμπώντας τα πόδια της.

- Έχω όπως όλοι, αποκρίνομαι.

- Φαντάζεσαι;

- Τι πράγμα;

- Το αυτονόητο.

- Είπα. Έχω όπως όλοι. Απλά, δεν θεωρώ σωστό, να βαρυστομαχιάζει και τον άλλο. Παρομοίως το ύφος που δεν καταλαβαίνεις, τι πρεσβεύει. Σκέφτεσαι, αλήθεια τώρα, έχεις συναισθήματα εσύ;

- Η εμπιστοσύνη είναι δύσκολη, σήμερα.

- Δεν δικαιολογείται όμως η παγωμάρα, να πρέπει να μαντέψεις το θέλω του άλλου.

- Πρέπει; Ρωτά.

- Αν είμαστε αφελείς, να μην διαθέτει, κανείς, ξεγνοιασιά, μια φορά στο τόσο, επικοινωνώντας με άλλο πρόσωπο.

- Ζωντάνια χρειάζεται -δηλώνει.

- Εξωτερικεύεται.

- Πιθανόν και χωρίς καφέ, υπολογίζω.

- Εσύ είσαι ευχαριστημένη;

- Απλά ευχαριστώ που είμαι ζωντανή. Εξάλλου, το πρέπον είναι να έχεις ατομική ζωή.

- Αρκεί να μην κουράζει να πρέπει να παίζεις με τους όρους του άλλου.

- Όπως τώρα μαζί σου –με καρφώνει με το βλέμμα.

- Με συγχωρείς για λίγο –σηκώνομαι. Αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω το χοντρό μου στον καμπινέ.

- Ευχαρίστως, χαμογελά.

Γιατί;


Βγαίνοντας από την τουαλέτα, προσπαθώ μόλις, ν’ αφουγκραστώ τι τύποι γυναικών, βρίσκονται πιθανόν, στις άλλες τρεις, κρεβατοκάμαρες. Χαμογελώ. Αυθόρμητα, εγκάρδια, ρίχνω μια ματιά στο σαλόνι, με τα φωτάκια που αναβοσβήνουν. Ακούγεται ένα όμορφο Χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Περίεργο να μ’ επισκέπτονται. Πρέπει να το συνηθίσω.

Πλησιάζω την Οφηλία. Αισθάνομαι αλήθεια, ευχάριστα. Της χαμογελώ, αγνά.

- Αισθάνεσαι άνετα μαζί μου; Ρωτά.

- Είναι θεμιτή η φιλική επίσκεψη σου. Εξάλλου,

- Είμαι κι εγώ άνθρωπος; Μαντεύει ξανά, -τι ήθελα να πω.

- Μπράβο, ενθουσιάζομαι. Έχω και μπισκότα αν θέλεις.

- Δεν πίνεις;

- Όχι.

- Μάλιστα –απλό το βλέμμα της. Αλήθεια έχεις φιλικά αισθήματα;

- Απ’ το να μην έχω καθόλου.

- Η παγωμάρα που ανέφερες, έ;

- Κακό πράγμα οι άνθρωποι που δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

- Παρομοίως η ευγνωμοσύνη, -συγκρατεί κάτι άλλο που ήθελε να ξεστομίσει.

- Όμορφο Σαββατόβραδο, έ;

- Καλό, ακούγεται φιλική, πια.

- Έτσι φλερτάρεις εσύ; Προσθέτει τούτη την απορία.

- Πως; ξαφνιάζομαι.

- Είναι δυνατά τα συναισθήματα της μουσικής. Εκτός, αν δεν σε αγγίζουν.

- Απλά, βαρυστομαχιασμένος.

- Απλά. Μάλιστα.

Ξεκινά ένα ζωηρό, Χριστουγεννιάτικο τραγούδι.

Αυτόματα στέκεται όρθια, χορεύοντας με ένταση, στριφογυρίζοντας με: «ξέρει αν ήσουν καλός». Ούπς. Ξεσάλωσε! «Ο Άγιος Βασίλης έρχεται στην πόλη». Γελά. Πλάκα έχει, τούτο της το παραδέχομαι. Ώπ!! με άρπαξε! Σηκώνομαι. Άαααα, ουρλιάζει χαρούμενα. Τρέχουμε πάνω κάτω. Λες να πηδήξουμε και από το μπαλκόνι; Διακοπή. Μου πιάνει τα χέρια, ώχ, πάμε ξανά. Γυρίζουμε σβούρα, για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Εκσφενδονίζεται στον καναπέ.

- Αυτό μου χρειαζόταν, χαμογελά.

- Εγώ δεν το περίμενα, γελώ μόλις.

- Κάψαμε θερμίδες, έ; σουλουπώνεται μόλις.

- Όσο γι’ αυτό.

- Θαρρώ έχω όρεξη για βραδινό περίπατο, ακούγεται.

- Μια άλλη φορά.

- Θα υπάρξει;

- Αν είσαι πιο χαρούμενη.

- Στο απέδειξα.

- Καλά, θα το σκεφτώ, αποκρίνομαι.

Ώχ, ένας ξαφνικός πόνος στην κοιλιά. Πορεία προς αφόδευση, πάλι.

- Λοιπόν γειά, μιλώ.

- Θα φύγω μαζί με τα φωτάκια, χαμογελά.

(Η στιγμή φορές, δεν καταφέρνει να σε δημιουργεί, έξυπνο)

Τέλεια είναι η εικόνα, γιατί η κάμερα έχει καθαρό φακό, μα εγώ, αμέσως, αδυνατώ σε μηδέν χρόνο, να ευχαριστήσω για την απλότητα της επικοινωνίας, ως φυσιογνωμία. Μια αύρα σιωπής με τυλίγει, σα να ξέχασα κάποιο φως, στο χώρο, σβηστό. Ικανό διαφορετικά να φωτίσει κείνο που ανέμενε μια τέτοια τόνωση.

Η στιγμή έφυγε.

Αφήνω τα κακά μου, στη στωικότητα των σωλήνων.

Πλένω τα χέρια –παρόλο που ποτέ, δεν αγγίζω τίποτα. Αγνοώ την ψυχική μετακίνηση, σε δρόμους και πεζοδρόμια. Θαρρώ, η Οφηλία ήταν ηλεκτρική ενέργεια, και πάει. Την κάλεσαν να φορτίσει αλλού, πινακίδες νέον ή περιβάλλοντα, φιλόξενων καφέ.

Είναι όπως η αύρα του ατόμου, που φεύγει από χώρο που προκαλεί κατάθλιψη. Απολαμβάνεις φορές, μόνο φωτιστικούς συνδυασμούς, ενόσω ο ρεαλισμός πλησιάζει απρόσκλητος. Μια σκέψη μου ‘ρχεται τώρα, μα θα τη φιλτράρω αργότερα.


Ενόσω απομακρύνομαι, μετά τη τέλεση μιας συνηθισμένης, φυσικής ανάγκης, μια μυρουδιά, ποτίζει τα ρουθούνια. Ανάμεικτη με καπνό;

Δεν ξέρω αν έφυγε η Οφηλία, γιατί δεν άκουσα πόρτα. Καπνίζει κιόλας;

Σκέπτομαι να επιστρέψω στο γραφείο-έπιπλο μου, προς συνέχιση μίας επιπλέον, βαρετής εργασίας. Δεν είναι όμως δυνατόν, να μην προσέξω στο σαλόνι, μια νέα θαρρώ, γυναικεία παρουσία!

Στέκεται όρθια, παρατηρώντας τον μοναδικό πίνακα που έχω κρεμάσει: Ποτάμι κατά μήκος, με μια βάρκα, με δυό άτομα, μέσα. Πιθανόν Ευρωπαϊκή πόλη. Κτίρια που δείχνουν ογκώδη, 5 ή 6 όλα κι όλα, στις όχθες. Αριστερά βρίσκεται μια εκκλησία, νομίζω, με τη μύτη του καμπαναριού, να θέλει ίσως, να φτάσει ή να ανοίξει, κι άλλο ουρανό: να φανεί το γαλάζιο. Ανάμεσα από λευκά, ως περισσότερα, άλλα σκούρα, γκρι επίσης, σύννεφα. Ο πίνακας απλώς, έδενε με το σύνολο ενός λιτά περιποιημένου, σαλονιού.

Παρόλη την αγάπη μου για τη τέχνη, μόνο ένα αντικείμενο.

Σαστίζω ένα μέτρο μακριά, εμπρός σε μια τόσο όμορφη, κοπέλα: Το πρόσωπο της είναι οβάλ, αν τούτο σημαίνει περίπου στρογγυλό. Μελαχρινή. Φορά ένα μακρύ φόρεμα, που είναι γυαλιστερό, ως ένα ακαθόριστο –εκ πρώτης- σημείο, πάνω από τα γόνατα. Γόβες στο ίδιο, σκούρο, χρώμα. Το παλτό, επενδυμένο με γούνα, σε τακτικές θέσεις. Κάνει τη διαφορά μια τέτοια παρουσία. Έρχομαι προ εκπλήξεως.

- Καλησπέρα, ακούγομαι εγκάρδιος.

- Καλησπέρα σου, αποκρίνεται –δεν έχει ανάγκη να χαμογελά, αφού το εκπέμπει το λαμπερό της πρόσωπο.

Αυτόματα κομπλάρω! (Εσύ με βραδινό, επίσημο ένδυμα, ο ίδιος με φόρμα, λες και θα πήγαινα για γυμναστική).

- Ωραίος πίνακας –πάλλονται οι φωνητικές της χορδές.

- Έ ναι -πραγματοποιώ αργά βήματα.

- Σα να κάθομαι σε κάποιο μπαλκόνι, κοιτώντας έξω, σ’ ένα χειμωνιάτικο πιθανόν, θέαμα. Αν είχα και κάτι να πιω.

- Μπορώ να πάω να πάρω! Αν θέλεις δηλαδή να περιμένεις. Λίγο δηλαδή, μιλώ με φυσικότητα, σχεδόν ..αδημονώντας, για τη συνέχεια τούτης της ξαφνικής έκπληξης;

- Αν δε σου κάνει κόπο.

- Κανένα. Με συγχωρείς.

Οπισθοχωρώ, με πλάγιο περίπου, βηματισμό.

- Άκουσε μουσική –τη προτρέπω. Αν αισθάνεσαι άνετα.

Πάνω που πάω ν’ απομακρυνθώ περισσότερο, την ακούω:

- Μπορείς;

Θέλει να τη βοηθήσω να βγάλει το παλτό της.

Πλησιάζω σχεδόν τρέχοντας, εξυπηρετώντας τη, με χαμόγελο.

- Ευχαριστώ που είσαι εδώ, λέω, χωρίς να το σκεφτώ.

Εκείνη κάθεται, κουνώντας καταφατικά, το κεφάλι, ανάβοντας τσιγάρο. Πατώ το play στο στερεοφωνικό. Πισωπατώ ξανά, με ευγένεια.

Στο διάδρομο, χάνομαι τάχιστα. Τι φοράνε τώρα;

Το λευκό παντελόνι, με ένα υπέροχο πλεκτό -ζεστό είναι- φεύγει λίγο χαμηλότερα από τη μέση αγκαλιάζοντας το σώμα, ανάγλυφα. Παρατηρείς κεντημένες παραστάσεις, λευκό όμως ως επί τω πλείστον. Διαλέγω, τα καφέ παπούτσια που με χτυπούν δυστυχώς στο περπάτημα μετά από μισή ώρα ή ένα απλό περίπατο.

- Δεν αργώ, μιλώ απλά, προλαβαίνοντας με στη πόρτα.

- Δεν ήταν ανάγκη να αλλάξεις για μένα.

- Θέλω να αισθάνομαι ότι ταιριάζω.

Είναι εκθαμβωτική,, όμως δε μου κάνει κλίκ.

Μη βιάζεσαι, συλλογίζομαι.

Πω πω ένα κρύο που κάνει απόψε. Ο χειμώνας έβαλε τις μπότες του, και παίζει με τη φύση, ταλαιπωρώντας.

Ελπίζω να μη φαίνομαι χλωμός. Σα να μου γεννιέται η επιθυμία να φάω δύο από εκείνα τα εύγεστα, κίτρινα μήλα, εποχής.

Αρχίζω να απολαμβάνω τη θέα των πάντων. Ο νυχτερινός ουρανός, Όσα αστέρια φαίνονται.

Επιστρέφω με ένα καλάθι με γλυκά και ποτά, σε σελοφάν. Τυλιγμένο εορταστικό στήσιμο: Μεταφορά από ράφι τοπικού σούπερ μάρκετ. Ξηροί καρποί. Ένα διαφορετικό είδος ποτού, είχα επιλέξει, που μου πρότεινε μια φίλη πωλήτρια.

Με παρατηρεί το όμορφο θηλυκό στο σαλόνι μου, που χαμογελώ με τα πράγματα στα χέρια. Στην ακοή μου φτάνουν ακούσματα τροπικών ρυθμών, σε σύγχρονη εκδοχή, όπως εκείνα στη ταινία: ακόμη 48 ώρες.

Τακτοποιώ σε σύντομο χρόνο, τα του καλαθιού, ερχόμενος εδώ πίσω από το ξύλινο εμπόδιο που μου έρχεται ως κάτω από το στήθος, το υψηλότερο του επίπεδο. Ο χώρος που αν και ανοιχτός, ενωμένος με το σαλόνι, εδώ πίσω, θεωρείται κουζίνα. Την κοιτώ συχνά.

- Δεν έχεις τηλεόραση εδώ.

- Όχι ακόμα, εξηγούμαι.

- Καλά κάνεις.

- Θαρρώ είναι πιο ωραίο να διατηρείς το ποιοτικό σενάριο, αγαπημένων ταινιών, πρακτικά στη ζωή, όμως -αποκαλύπτω.

- Να μη την υποτιμάμε. Ωραίο ακούγεται –τακτοποιεί μια φράντζα από τα μαλλιά.

- Τι πίνεις; Ρωτώ.

- Κάτι γλυκό.

Και που ξέρω εγώ, ποιο απ’ όλα αυτά τα μπουκάλια, διοχετεύει νοστιμάδα; Μια ζεστή ανατριχίλα με τυλίγει. Διαλέγω ένα στη τύχη. Αν, μήπως αυτό το … που θυμάμαι να είναι δημοφιλές στη γεύση: σε μαύρο μπουκάλι, σαν αμφορέας θαρρώ.

Λέω να δοκιμάσω δυο δάκτυλα. Έτσι για τη παρέα.

Κάθομαι πλάι της, απέναντι από τον πίνακα.

- Μήπως θέλεις να καθίσουμε εκεί, ή ντρέπεσαι μήπως, μας βλέπουν; (τα πατζούρια είναι ανοιχτά, με μόνη μια κουρτίνα να καλύπτει στο μέγιστο δυνατό, περί ενημέρωσης, του τι βρίσκεται ή συμβαίνει στο φωτισμένο δωμάτιο).

- Ότι θέλεις, προσθέτει.

- Αν χρειαστεί, καθόμαστε κι εκεί.

- Αγαπάς την τέχνη, έ;

- Οτιδήποτε όχι στημένο, μιλώ.

Πίνει λίγο από το ποτό της. Αισθάνομαι πως η επικοινωνία μας, φαντάζει όπως η ανυπομονησία, προτού αγοράσεις κάτι. Δεν με ενδιαφέρουν τα εξωτερικά βλέμματα, οι συνομιλίες ατόμων που θεωρούν κοινωνικότητα, το κουτσομπολιό. Εμένα με τυλίγει μια αύρα απελευθέρωσης. Ενηλικίωσης: με σταθερότητα.

- Ωραία μουσική –φωτίζονται χαμογελώντας, τα μάτια μου.

- Μμμμμ –την ακούω.

- Δεν θα ‘θελες να ήσουν κάπου αλλού, τώρα; ρωτά.

- Χρησιμοποιώ το μυαλό μου για κάτι τέτοιο.

- Αλήθεια τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι; Ρίχνει άλλη μια απορία.

- Σενάρια.

- Επιτυχημένα; Ενθουσιάζεται, στρέφοντας σ’ εμένα.

- Πιστεύω.

- Καλό είναι να χρησιμοποιείς το μυαλό σου.

- Μόνο αυτό κάνω.

- Δεν σε βλέπω να πίνεις.

- Για να σου πω την αλήθεια, δεν πίνω, αλλά ας σου κάνω παρέα.

Γυροφέρνει στον ουρανίσκο της μια φράση, μα δεν την αποκαλύπτει.

- Αυτό είναι το περιβάλλον εργασίας σου;

Κουνώ καταφατικά το κεφάλι.

- Δεν κουράζεσαι ποτέ.

- Έ πότε πότε, χρειάζομαι μια τόνωση.

- Να θυμώνεις ν’ απελευθερώνεις ενέργεια, χαμογελά εγκάρδια.

- Καλή φάση, της εμπιστεύομαι.

- Όχι με κάθε φράση του άλλου, μιλά.

- Ναι, αλήθεια –ενθουσιάζομαι. Τι αρρώστια είναι αυτή, έ;

- Εμμονή όντως, αντί να ‘ναι ελεύθερος, κανείς.

- Έχεις δίκιο.

Μου χαμογελά.

Σηκώνομαι και φέρνω ξηρούς καρπούς.

- Οι άνθρωποι έχουμε μανία, ν’ απολογούμαστε για τα πάντα, μου λέει.

- Έχουμε; Ρωτώ.

(Το μουσικό ρεπερτόριο αλλάζει σε Αραβικές νύχτες).

- Διόρθωσε το. Όποιοι.

- Μου αρέσει να συζητώ μαζί σου –την κοιτώ, βαθιά, στα μάτια.

- Χαίρομαι –ούτε που κοκκινίζει.

- Έτσι εύκολα που συζητούμε.


- Αλήθεια τι εμμονή –ενθουσιάζεται- να πρέπει να κρατιέσαι με αγνώστους, να πεις τη γνώμη σου –το βλέμμα της παρατηρεί τις πλέξεις στο μάλλινο μου.

Κολακεύομαι.

- Θέλει όμως λίγο κράτει –μιλώ.

Συμφωνεί, πνίγοντας το, με μια κίνηση του ποτού, καταπίνοντας.

- Θες να ‘ρθείς κάπου; Προτείνει.

- Τώρα; Χαμογελώ.

- Γιατί; (Δεν το περίμενε;).

- Άγριο πράγμα ο χειμώνας. Σου τσιτώνει το δέρμα. Μπρρ.

- Όχι τα αισθήματα; Ρωτά.

- Φαντάζομαι και αυτά, εξακολουθεί η πρόσχαρη διάθεση μου.

-Δεν καθόμαστε περισσότερο, εδώ, ν’ ακούσουμε μουσική; Ξεφεύγεις με τη φαντασία, λέω στη συνέχεια.

- Καλά, όπως θέλεις, αποκρίνεται σοβαρή.

- Θύμωσες;

- Γιατί αυτό; Απορεί.

- Επειδή είπες, πως πρέπει να θυμώνουμε πότε πότε.

Δοκιμάζει ξανά, το ποτό της.

Μου φαίνεται πως στραβώνει. Σα τα βιβλία που βρίζουμε, χωρίς να τα έχουμε διαβάσει. Σα τα φωτάκια που αναβοσβήνουν σε φωτεινό δωμάτιο. Κανείς δεν τα προσέχει.

Αυτόματα, η ελκυστική παρουσία, σηκώνεται, λικνίζοντας το κορμί της, στον ρυθμικό τόνο της Αραβικής μουσικής, σα γνήσια τσιγγάνα ή κόρη, φυλής, που αγαπάει απεριόριστα, τις απέραντες εκτάσεις της ερήμου. Απολαμβάνω την κίνηση της. Ξέρει αλήθεια να χορεύει. Δεν με προετοίμασε. Δεν τη ρώτησα καν, πως λέγεται. Εμείς οι ανατολικοί λαοί, εκφραζόμαστε με τη γλώσσα του σώματος. Θαυμάζω το θάρρος της.

Το ‘χεις, το ‘χεις.

Δυναμώνω τη μουσική.

Μερικοί άνθρωποι, πράγματι χαίρονται να’ ναι νέοι. Ζωντανοί.

Να κάναμε το χόμπι μας, ζωή.

Βαρώ παλαμάκια, στα γόνατα, εμπρός της. Από Oriental χορό, σκίζει. Παρόλ’ αυτά, εξακολουθεί το προηγούμενο συναίσθημα: η αύρα της επικοινωνίας μας να θυμίζει, ανυπομονησία, προτού αγοράσεις κάτι. Ίσως η ιδέα της φυγής στα άγνωστα μονοπάτια του νου, σε σύγχρονη εκδοχή, ως ονειροπόλο ντοκιμαντέρ, ανθρώπου χωρίς κακία στη ψυχή, ως απεικόνιση χωρίς λόγια ως βοήθημα. Μόνο η εικόνα από τα έλη ή τις πεδιάδες της πατρίδας μου, με τους φυσικούς ήχους στην όποια δυναμικότητα τους. Ώρες και ώρες. Συναντώντας ομίχλη, ή αγκαλιάζοντας το βλέμμα τη κίνηση όποιων έμβιων, πλασμάτων. Η όμορφη ροή της ζωής.

Εδώ, μια δόση κρύου που σα να τρύπωσε εσωτερικά, θέλει τώρα να πλέξει άλλου είδους πλεκτό. Σα να σταμάτησε ο χρόνος. Οι νότες σε διώχνουν στης Κούβας τα απάτητα σοκάκια, που φτωχές οικογένειες διώχνουν εαυτό, σα τα μποφόρ που χτυπάνε με ορμή, τα παράλια. Δυστυχώς ναι, δεν μπορείς να ζεις, κλεισμένος, με το φανάρι της φαντασίας. Άραγε θα ταξιδέψω. Κλείνω τα βλέφαρα. Εκεί, στα γόνατα, σχεδόν ακίνητος, σ’ ένα Ελληνικό τοπίο που φεύγει στης ομίχλης τις χωμάτινες διαδρομές. Μήπως οσφρηνθώ κάτι αληθινό.

Κάτι που θυμίζει φτώχεια και Ελλάδα.

Σεβασμό. Μεροκάματο. Κάτι παλαιό, ανακατεμένο με αναμνήσεις. Δικές μας. Όχι τουριστών που φεύγουν σαν ηλιοβασίλεμα. Εδώ. Που το μπουζούκι σπαρταρά στα μπράτσα αντρών που αγαπούν την εργασία, την αξιοπρέπεια. Σα να ψάχνεις ξεθωριασμένες φωτογραφίες του πατέρα σου, στη νεότητα του. Ενόσω η δουλειά δεν ήταν ντροπή. Ενόσω δεν είχαν ανοίξει ακόμη, τα σύνορα. Κι είχε θέρμη η κρίση. Ευθύνη. Κάτι τοπικό. Ελληνικό. Καμία σχέση με μαλλιάδες και στριγκλιές, που ποτέ δεν ταίριαξαν ας πούμε, με το καθημερινό πήγαιν’ έλα, των λιγοστών νησιωτών κατοίκων.

Κάπου ήσυχα. Ειρηνικά.

Σα ζεστή κούπα, σοκολάτα. Χειμώνα, με χνουδωτές παντόφλες κι ανάγκη για δύο, αρμονικά, χωρίς γκρίνια.

Επιθυμώ τώρα, να ξαπλώσω στον τριθέσιο καναπέ, κάτω από τον πίνακα. Βλέποντας στη συνέχεια, ένα από εκείνα τα περίεργα όνειρα, που αποκόβεσαι κάπου, αδημονώντας. Χωρίς μουσική υπόκρουση, παράλληλα χωρίς εχθρότητα. Απλά μια αβεβαιότητα που αχνά μόλις, διαβάζεις στα πρόσωπα των ξυπνητών ανθρώπων. Πολιτών, εννοείται. Δίχως γενικές ευθύνες κι άλλες τέτοιες, προδοτικές, αηδίες.

Σα να λέμε: πάντοτε θα υπάρχει οξυγόνο.

Δεν είναι όμως, έτσι.

Πάντοτε: κάτω από φορεμένα ρούχα, θα υφίστανται, άνθρωποι.


Ξυπνώντας κάποια περίεργη ώρα, αποφασίζω να πάω ν’ αλλάξω, να φορέσω τι πιτζάμες μου. Δεν ξέρω το ακριβές της ώρας, ούτε με ενδιαφέρει.


Με το που ανοίγω τη πόρτα του υπνοδωματίου, σαστίζω.

Εμπρός μου το εξής θέαμα: Μια όρθια γυναίκα –δείχνει νέα- περιποιείται, πασαλείβοντας με κάτι, στα μπράτσα, κατά μήκος των χεριών μιας άλλης γυναίκας: που η πλάτη της, οριζοντιωμένη όπως είναι, στηρίζεται στο κάθισμα, σε κλίση 40 μοιρών. Το πρόσωπο της ξαπλωμένης δεν φαίνεται, λόγω κάποιας μάσκας, ομορφιάς. Το βλέμμα της κοιτά, στο ταβάνι. Μια μυρουδιά μανταρινιού, ανάμεικτη με κάτι άλλο, εξίσου δροσερό, εισχωρεί στα ρουθούνια. Ο φωτισμός πρέπει να είναι, μια πενηντάρα λάμπα.

Που πήγε το κρεβάτι;

Τα υπόλοιπα, η συρταριέρα, η ντουλαπιέρα, τα κομοδίνα, στη θέση τους.

- Τι συμβαίνει εδώ; Ρωτώ με μια ασάφεια θυμού, στον τόνο της φωνής.

- Λίγη εμπειρία σε αυτό το σπίτι, δεν θα χάλαγε, μιλά η ..υπάλληλος, χαμογελώντας.

- Η ζωή είναι ωραία, σιγοντάρει την προηγούμενη, η διπλανή γυναικεία παρουσία.

- Και γλυκιά, εκφράζεται η όρθια, κεφάτη προφανώς, του σπιτιού.

- Αν κρίνω από τη μυρουδιά –δεν το λέω από μέσα μου.

- Τι στέκεσαι εκεί; Ρωτά η πασαλειμμένη με κρέμες.

- Δεν θα μ’ αγκαλιάσεις; Προσθέτει αμέσως.

- Μα, κομπιάζω, προσπαθώντας ν’ αντιληφτώ τι στο καλό, συμβαίνει εδώ.

- Λίγη ευγένεια επιτρέπεται, ακούγεται τώρα, το όρθιο θηλυκό.

- Έτσι αμέσως; Ξεστομίζω κατευθείαν. Μα δεν σας γνωρίζω.

- Εγώ είμαι φιλική.

- Φυσικά. Δεν αντιλέγω –μετακινούμαι πλάι της, αγκαλιάζοντας την φιλικά.

- Όχι σα να παρηγορείς κάποιον, μου λέει.

- Αν μας φέρονται έτσι, όσοι θεωρούμε αξιαγάπητους, ακούγεται από την άλλη πλευρά, όπου η υπάλληλος πλέον, πλησιάζει στην κεφαλή του τραπεζιού-καθίσματος, ξεκινώντας να περιποιείται τα μαλλιά της ξαπλωμένης.

- Έτσι μπράβο, μιλά η οριζοντιωμένη.

- Φαντάζομαι άνθρωποι είμαστε, μιλώ, φέρνοντας τη σπονδυλική μου στήλη, σε ευθεία, πλαϊνά στο πρόσωπο της.

- Έλα πιο κει, να σε βλέπω. Είναι κι η μάσκα. Τελειώνεις, καλή μου;

- Μάλιστα κυρία.

- Πολύ εξυπηρετική. Η ευγένεια κάνει θαύματα, ξέρεις –με κοιτά με ένα χαρούμενο, συνάμα απλό, μα φωτεινό, ύφος.

- Πως και αυτό, εδώ; Απορώ.

- Οι κοπέλες της ηλικίας σου απ’ ότι δείχνει, δεν κατάφεραν να βρούνε το δρόμο ως εδώ. Λείπει η συνεισφορά τους.

- Μυρίζει αντρίλα, έ; ρωτώ.

- Μια ελάχιστη τσαπατσουλιά, μα αυτό διορθώνεται καλέ μου. Οι γυναίκες της ηλικίας μου, στα δεύτερα άντα, τα έχουν λύσει αυτά.

- Ποια; Παίρνω με τη σειρά μου, το λόγο.

- Σιγά, καλή μου!

- Συγνώμη κυρία. Μια τούφα σας ήταν μπλεγμένη, μόνο.

- Συνέχισε. Που λες… Τ’ ονοματάκι σου;

- Σέργιος.

- Ματίνα, αν και θα μου άρεσε το Ρεβέκκα. Μου πάει; Ά συγνώμη! Δε φαίνεται το πρόσωπο μου μα μη σκιάζεσαι –χαμογελά ξανά.

- Η μάσκα σας, κυρία.

- Δηλαδή αν ήταν για φάγωμα, τι θα ‘λεγες; Την πειράζει. Λοιπόν, στο προσκείμενο. Και χρόνια πολλά, λόγω ημερών.

- Χρόνια πολλά, αποκρίνομαι τυπικός.

- Η ζωή είναι γι’ αυτούς που θα βγουν στην επιφάνεια να περπατήσουν.

- Του νερού; -αθώο το βλέμμα μου.

- Το φαντάζεσαι να βγαίνανε όλα τα ψάρια απ’ όλες τις θάλασσες. Θα κατέβαινε η στάθμη του νερού.

- Μεταφορικά, τώρα, αυτό;

- Όχι Σέργιε. Στ’ αλήθεια!

- Ά, κουβέντα να γίνεται.

- Σε πειράζω! Αν βγάζανε όλοι, το κεφάλι, θα ‘μασταν όλοι το ίδιο, δε θα ξεχωρίζαμε.

- Οι ξυπνητοί; -κάθομαι σ’ ένα από τα κομοδίνα.

- Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι καθημερινοί διαγωνισμοί, ξέρεις.


- Εμένα μου μοιάζει, όπως διαλέγεις θεατρική παράσταση: μόνο εκεί που σα στάμπα, σου λένε, σίγουρα θα γελάσεις.

- Το φαντάζεσαι, Σέργιε, να ξυπνάγανε όλοι, επιλέγοντας το ποιοτικό;

- Μια χαρούμενη ουτοπία, συμπεραίνω.

- Αν παίρνανε όλοι, δώρα. Με παρακολουθείς.

- Ναι, βέβαια, γιατί όχι, σηκώνω τα φρύδια, ανοίγοντας ελάχιστα τα χείλη. (Σε αντίθεση με τις συνομήλικες μου, που περιμένουν από τις φίλες τους, να τους πουν, πώς να αισθάνονται με μια σχέση τους).

- Γι’ αυτό θα ‘πρεπε να τα φτιάξεις με μια λίγο μεγαλύτερη σου.

- Αμέσως, της κλείνει το μάτι η υπάλληλος, ξεκινώντας να της σκουπίζει τη μάσκα προσώπου.

(Για να σιχαθώ το γυναικείο δέρμα; Συλλογίζομαι).

- Η ζωή ξέρεις είναι σα τη μυρωδιά του ψωμιού, που παράχθηκε από πρόσωπο που ξέρει τη δουλειά.

- Σιτάλευρο; Τη πειράζω.

- Γιατί;

- Μπορεί να είναι μεταλλαγμένο.

- Θαρρώ οι άνθρωποι χρειάζονται μια νέα κατοχή, για να μάθουν να αγαπούν.

- Ή ν’ αποκτήσουν οι γυναίκες αυτοεκτίμηση, κατεβαίνοντας από τα ψηλά τους τακούνια, ακούγομαι.

- Είδες που κατάλαβες, για τι είδος διαγωνισμού, ομιλώ!

- Δεν νομίζω.

- Γιατί; Απορεί.

- Το μότο μου είναι: ζήσε όπως θες, αρκεί να μην ξέρω ότι κάνεις έρωτα.

- Σε δικαιολογώ αν είσαι από αυτούς, που ζούνε την εφηβεία τους στα πρώτα άντα.

- Έ θα υπάρξουν και γυναίκες που θα διώξουν το σύντροφο τους, γιατί δεν θέλουν να τις αγγίζει με το χέρι, ανάμεσα στα πόδια, ξεθαρρεύω σ’ ετούτη τη συζήτηση.

- Αυτό όντως… Πετσέτα, καλή μου.

Σκουπίζει το πρόσωπο της. ανασηκώνεται στο τραπέζι-κάθισμα.

- Μη βιάζεσαι, ακούγεται η υπάλληλος.

- Έλα έλα, τελείωνε. Τι λέγαμε, Σέργιε;

- Πως η αλήθεια δεν είναι ένα πράγμα.

- Ναι, θα υπάρξουν και τυπικές κοπέλες, που προφανώς μόνο πνεύμα είχε, κείνο το σώμα τους, αλλά για πες μου κάτι: εσύ όταν αγκαλιάζεις μια γυμνή γυναίκα, σκέφτεσαι τη συγκεκριμένη στιγμή, να της πεις, σ’ αγαπώ;

- Όχι, Ματίνα, μα όπως είπες κι εσύ, αν βγάζαμε όλοι, το κεφάλι.

- Τι θα γινόταν; -πραγματικά απορεί.

- Θα καθαρίζανε οι αισθήσεις μας, μα τότε θα γεμίζανε όλες οι χωματερές της γης, από σκουπίδια.

- Με κατηγορείς για κάτι; Σα να θυμώνει.

- Για να είσαι μόνη σου ακόμα, συμβιβαζόσουν να σε πατάνε, όσων το κεφάλι ήταν έξω από το νερό. Δεν ξέρω βέβαια, για πόσο.

- Τώρα εσύ, ή αστροπελέκι είσαι ή υποκριτής, ή και τα δύο.

- Απλά ευγενής με το ποιοτικό.

- Ουτοπιστής, καλέ μου. Πάμε, εσύ, καλή μου. Τεκνά δόξα το Θεό, πολλά εκεί έξω.

(Διαστροφικοί, εννοείς, μιλώ από μέσα μου).



Επιτέλους μόνος. Θα μπορέσω να αλλάξω με την ησυχία μου.

Νυστάζω περισσότερο. Με κούρασε, τόση σκέψη. Σα να έτρωγα συνέχεια, χωρίς να το ‘χω ανάγκη. Όχι ζυμωμένο ψωμί, από εμπειρίας κόπο, πιθανότερο με αρκετά συντηρητικά. Μερικοί άνθρωποι εκεί έξω, δε θα ξυπνήσουν ποτέ.

Νυστάζω.

Ξάπλωσε λίγο. Κάνει κρύο.

(Εγώ δεν ανάβω καλοριφέρ, σε ώρες κοινής ησυχίας).


Όχι, όχι τώρα.

Πρέπει να πάω τουαλέτα. Να πλύνω τα δόντια, να το παίξω καλό παιδί, επειδή φροντίζω την υγιεινή μου.

Στον σκοτεινό διάδρομο, κατευθυνόμενος προς το μέρος, η άκρη του ματιού, πέφτει σε μια σχισμή φωτός, χαμηλά στο έδαφος. Προέρχεται από άλλο υπνοδωμάτιο. Δεν θυμάμαι να άφησα φως, εκεί μέσα.

Θαρρώ ξημερώνει αργά αλλά σταθερά. Πως πέρασε η ώρα.

Τι άλλη έκπληξη με περιμένει; Ποιος γνωρίζει.

Ανοίγω σιγά σιγά, τη πόρτα. Το μόνο που μπορώ να δω, είναι ένα ενεργοποιημένο λαμπατέρ, μια γυναικεία πλάτη, μια ανοιχτή παλάμη, που το εσωτερικό της κοιτά στον ουρανό. Προσπαθώ να δω πως προεκτείνονται στο χώρο, αυτά τα δάκτυλα της, ως εμένα. Προσπαθώ να ράψω χρώματα σε ελλιπείς καταστάσεις, όπου μια γυναικεία παλάμη, μπορεί να χειρίζεται κάτι άλλο, ζωντανό, πλην των καθημερινών αντικειμένων. Όπως το σπουργίτι, μεταχειρίζεται μεν, τις φωνητικές του χορδές, με όποια άνεση ή αντοχή. Όμως επικοινωνεί. Τούτη είναι η φύση του.

Την κοιτώ.


Τα δάκτυλα, μάτια μου. Τι σθένος. Εκεί όπου τα λόγια ασθενούν. Εκεί που τα μάτια δειλιάζουν. Τα λεπτά που λένε να εμπιστευτείς κάτι ουσιαστικότερο από την ίδια τη κίνηση των λεπτοδεικτών. Μα κάτι σε σταματά. Πιθανόν μια ρωγμή στο σκαρί που σκούριασε εν αγνοία σου και ποια η ψυχή, ξεχνά ν’ αναλώνεται προς αναζήτηση κατάλληλου νήματος ή μεταλλεύματος, προς επικοινωνία, κει όπου το βλέμμα ντρέπεται. Κει όπου η παλάμη στέκει άδεια.

Ξημέρωσε.

Θα έχει ήλιο, σήμερα.

Όλα φαίνονται απλά, όχι εξημερωμένα.

Κάπου υπάρχει κίνηση. Η προσφορά ενός λουλουδιού, όχι από κήπο –αφαιρώντας μια ζωή.

Ξημέρωσε.

Η γυναικεία φυσιογνωμία δεν μπορεί να γίνει πιο όμορφη. Δεν θα το αντέξεις. Γι’ αυτό.

Κοιτώ τη γυναικεία φιγούρα, με την ανάστροφη της παλάμης πάνω στο στρώμα, έτσι όπως είναι τεντωμένος ο βραχίονας του χεριού της. Περιμένοντας με. Άραγε πόση ώρα; Αρκετά εξηντάλεπτα, οπωσδήποτε, ενόσω αναλωνόμουν με την Οφηλία, με το όμορφο μοντέλο, με τη μεσήλικη που ποτέ της απ’ ότι φάνηκε, δεν έλαβε επιβεβαίωση: τούτο παθαίνει όποιο άτομο θέλει να έχει μόνο ανοιχτά τα πόδια, κι όχι να αποκτήσει μύες το μυαλό.

Πάντα αγαπούσα τα χαριτωμένα χέρια των γυναικών, πόσο δε τη κατάληξη τους. Άραγε…


Πλησιάζω τη νέα γυναίκα, και όρθιος όπως είμαι, απαλά, τοποθετώ το δικό μου, εσωτερικό της παλάμης στη δική της. Μιλώ:

- Αυτό θέλω να είμαι:

να σου αγγίζω τη παλάμη.





2


Εκτελούνται μεταφοραί


Λένε, πως τη φωνή που έχουμε ανάγκη, δεν ακούμε.

Δεν ξέρω, αν είναι πάνω απ’ όλα, τα πυροτεχνήματα των βιωμάτων. Τι μαζεύεις ανά περιόδους, για να διατηρήσεις αυτή τη φωνή, θερμή, μόλις σου φανερωθεί. Σα τη νεότητα που δεν επιστρέφει. Η αξία που δίνουμε τη στιγμή, που μας ζητείται.

Η αγάπη είναι ένα κουτί, που, μας ζητά να χωρέσουμε.


Ενόσω το κουτί, σπίτι, σκέφτεται πως δεν αντέχει άλλο τον ιδιοκτήτη του: συρρικνώνεται με αποφασιστικότητα, ένα βράδυ που δεν το περίμενες. Σαν κάψουλα στο χώρο και το χρόνο, που όπως τα σωματίδια της ύλης στο σύμπαν, κάποια στιγμή θα συγκρουστεί με…


Το χιούμορ της δύναμης ενός κλειστού χώρου, που ..συγχωνεύτηκε.

Κάπως έτσι αποδεικνύεται τρυφερή, ξέρεις, η αγάπη.

Σαν κάτι που κλείνει,


Σπάνιες οι νύχτες που κοιμάσαι όλες τις ώρες, γαλήνια.

Πως κοιμάσαι;

Εγώ σε κάτι που μοιάζει με στάση εμβρύου.

Όταν ξυπνώ, χωρίς ν’ ανοίξω τα μάτια, θαρρώ αισθάνομαι πως ακουμπώ, σε κάτι μαλακό. Μια νέα αίσθηση. Ανοίγω τα μάτια, μα το σκοτάδι είναι πηχτό, Έχω τα γόνατα λυγισμένα. Αισθάνομαι το χώρο περιορισμένο.

- Μη ρίχνεις όλο σου το βάρος, πάνω μου –ακούγεται μια γκρινιάρικη, γυναικεία φωνή.

Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει.

- Με άκουσες;

- Ποιος; Τι συμβαίνει; Ρωτώ.

Αισθάνομαι ότι με σπρώχνουν –το σώμα μου. Δεν μου αρέσει το σκοτάδι.

- Μη με αγγίζεις, λέει αυτή.

Σα να αντιλαμβάνομαι πόσο κλειστό είναι το σημείο ετούτο, το χώρου. Σαν ..κουτί. Δεν μ’ αρέσει.

Αυτή ξεφυσά.

- Που θέλεις να πάω; Ρωτώ.

- Πιο κει.

- Δεν πάει πιο κει, τη συνοδεύω στα νεύρα. Η φωνή της δείχνει νέο άτομο.

- Είσαι σίγουρος;

- Αφού εσύ βλέπεις στο σκοτάδι.

- Δεν είπα κάτι τέτοιο, μιλά. Μη με αγγίζεις, είπα!

- Κι εγώ είπα, δεν πάει πιο κει!

- Ελπίζω να πλύθηκες.

- Τι σχέση έχει αυτό; Απορώ. Γιατί; Ζεύω;

- Δεν ξέρω. Μαζέψου πάντως, κρίνει περαιτέρω.

- Εσύ γιατί δεν πας πιο κει;

- Δεν έχει χώρο.

- Προσπάθησε να μη πανικοβληθείς, τη πειράζω.

-μικρή παύση-

Ψηλαφίζω με τα χέρια, τις κοντινές μου επιφάνειες.

- Κλειστός χώρος, συμπεραίνω -έχω ανάγκη να τεντωθώ.

Σιωπή.

- Πως λες να βρεθήκαμε εδώ; Πρέπει να ρωτήσω.

- Δεν ξέρω.

- Ποια είσαι;

- Έχει σημασία;

- Μ’ ενοχλεί αυτός ο χώρος. Τουλάχιστον να αισθάνομαι πως δεν είμαι μόνος.

- Γιατί πρέπει να λέμε κάτι; Γκρινιάζει.

- Για να μη φοβάσαι.

- Ποιος σου ‘πε εσένα ότι φοβάμαι, αναστατώνεται ξανά.

- Βλέπω πως προσπαθείς να μη μ’ αγγίζεις.

- Γιατί θα ‘πρεπε; Καταντά ενοχλητική.

- Αν σου αρέσει το σκοτάδι.

- Όχι, δεν μου αρέσει –προφέρει κοφτά αυτό που ξεστομίζει.

-σιωπή-

- Εσύ ποιος είσαι;

- Κάποιος που αισθάνεται άβολα.

- Με τι;

- Με την κατάσταση. Καταλαβαίνεις εσύ τι συμβαίνει;

- Όχι.

- Είσαι ξυπνητή, ώρα;

- Δεν ξέρω. Δεν φόραγα ρολόι στον ύπνο μου!

- Καλά. Μη ταράζεσαι.

- Μάλιστα.

Μετά από 1 δευτερόλεπτο:

- Ελπίζω να μην αισθάνεσαι πως σε παρενοχλώ, μιλώ.

- Πως;

- Που είμαστε στριμωγμένοι.

- Φοβάσαι τις γυναίκες, έ;

- Πως σου ‘ρθε τώρα, αυτό;

- Ξέρω γω –φωνάζει σε τόσο στενό, χώρο. Θα σήκωσε τα χέρια, λυγισμένα στους αγκώνες όπως τα είχε. Η άγαρμπη αντίδραση της, προκαλεί, το δεξί της χέρι, να με πετύχει στο πρόσωπο.

- Πρόσεχε, αντιδρώ.

- Πως;

- Με χτύπησες στο πρόσωπο.

- Συγνώμη –ηρεμεί μάλλον.

- Λες να ‘ναι όνειρο;

Αισθάνομαι ένα δυνατό τσίμπημα σ’ ένα πλευρό.

- Ώχ! Μη το κάνεις αυτό.

- Βεβαιώθηκες; Γελάει.

- Ναι, δεν κοιμάμαι, απαντώ. Εσύ δεν ξέρω.

- Τι σημαίνει πάλι; Ξεφυσά για άλλη μια φορά.

- Έλεγα πως εσύ δεν κοιμάσαι…

- Τι πράγμα;

- Τίποτα, μια χαζή σκέψη.

- Έχεις σπίρτα; Προσθέτω.

- Όχι.

- Κι έλεγα μήπως εννοήσουμε, που βρισκόμαστε.

- Κάπου που δεν θες να βρεθείς, λέει.

- Με τρομάζεις.

Γελά.

- Πες πως είναι όνειρο, μιλά.

- Αφού με τσίμπησες.

- Γιατί εσύ δεν βλέπεις εφιάλτες;

- Μερικές φορές.

- Για να δούμε μήπως πετύχει μ’ εσένα.

- Τι εννοείς;

- Σκέψου ότι ανάβεις ένα σπίρτο.

- Με κοροϊδεύεις –ενοχλούμαι.

- Όχι.

- Θαρρώ έφτιαξε η διάθεση σου –παρατηρώ.

- Προσπαθείς;

- Μπα, δεν έχει αποτέλεσμα.

- Άρα δεν είναι όνειρ..

- Όπως φαίνεται, όχι –συμφωνώ.

- Πως είσαι;

Σα να γίνεται πιο φιλική, μαζί μου.

- Τι εννοείς πως είμαι; Χιουμορίζω.

- Οπτικά.

- Εσύ πως θες να είμαι; Γελώ μόλις.

- Θα μου πεις τώρα; Κάπου πάει να εξωτερικεύσει ένα γέλιο.

- Θα σου πω, αλλά δε θα πιάνεις, μιλώ, εξακολουθώντας όλο αυτό το αστείο..

- Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου.

- Κάπως έτσι ξεκινάνε τα προβλήματα, μιλώ.

- Τι θέλεις να πεις;

- Όταν αρχίζουν οι μαντεψιές. Αφού πρέπει.

- Πρέπει; Εξηγήσου.

- Δεν ξέρω: Φαντάζομαι έτσι ξεκινούν τα ταξίδια.

- Λες να μην είμαστε στάσιμοι; Απορεί.

- Πιθανόν.

-παύση-

- Εσύ το προκάλεσες αυτό; Ρωτώ.

- Ποιο αυτό;

- Εδώ. Εσύ. Εγώ. Ο κλειστός χώρος.

- Δεν σε πιάνω, μιλά.

- Έλεγα μήπως το ευχήθηκες.

- Λες τρέλες.

- Μήπως ήθελες να φύγεις, να βρεθείς κάπου, και…

- Δεν είμαι μάγισσα, εκτονώνει ξανά, μια Α ένταση.

- Πες ότι βλέπεις όνειρο!

- Κι ακούω μαλακίες.

- Δεν είναι ανάγκη να είσαι προσβλητική.

- Σκέφτεσαι κάτι; -ακούγεται.

- Για τι;

- Πως βρεθήκαμε εδώ –αλλάζει, μιλά πιο ήρεμα.

- Όχι, δεν μου πάει ο νους.

- Εσύ το ήθελες κάποτε; Ρωτά.

- Να φύγω; Όχι. Μα πάλι όταν δεν σε ακούει κανείς.

- Είναι λεπτή η γραμμή, έ;

- Τι εννοείς; -προσπαθώ να μπω στο μυαλό της.

- Μεταξύ σταθερότητας και φτώχειας.

- Πάντα δεν συμβαίνει;

- Όχι πάντα.

- Ήσουν πλούσια;

- Δεν έχει σημασία, τι ήμουν. ..Είμαι!

- Λες να τελείωσαν όλα; Έχω μια έκλαμψη.

- Ποια όλα;

- Να συνέβη κάτι. Να είμαστε νεκροί.

- Και βρεθήκαμε εδώ, γιατί….

- Δεν θέλω να μπω σε αυτή τη διαδικασία.

- Ποια διαδικασία; Γίνεσαι κουραστικός.

- Να έχω πεθάνει.

- Δεν θα σ’ άρεσε, έ;

- Όχι. Εσένα;

- Ούτε –κάτι άλλο θέλω να της πω, τώρα:

- Πως είσαι; -άραγε θα ευθυμήσει η κατάσταση, μ’ ετούτη την αλλαγή συζήτησης. Δεν την μπορώ να γκρινιάζει.

Ξεφυσά.

- Μαύρο μαλλί, μακρύ –μιλά. Μάτι το ίδιο χρώμα. Πρόσωπο οβάλ.

- Έχεις όλα τα δόντια; Ρωτώ.

- Ναι. Εσύ;

- Άσε με εμένα.

- Τ’ όνομα σου;

- Εσύ πες, πρώτη.

- Έλμα. Εσύ;

- Αγκαλίτσας.

- Με δουλεύεις.

- Πες πως είναι ιδιότητα –χαμογελώ μες το σκοτάδι.

Αντιλαμβάνομαι να προσπαθεί να καθίσει πιο άνετα.

Αδύνατο.

- Ησυχία, ξεστομίζω.

Σιωπή.

Ξεροβήχω.

Καμία αντίδραση.

- Συζητάς με καμιά φίλη σου; -ψαρεύω πως αισθάνεται.

- Τι θέλεις τώρα; επαναστατεί.

- Μες το κεφάλι σου –τη πειράζω.

- Θέλεις κάτι; Φωνάζει.

- Και να θες να αποκοπείς, εξηγώ. Να με αποφύγεις, συμπληρώνω.

- Καλά έλεγα εγώ, πως είσαι μισογύνης.

- Αγκαλίτσας και μισογύνης;

- Που ξέρεις –γίνεται εριστική.

Ένα ελαφρύ κούνημα, ταράζει το κουτί.

- Τι λες να ήταν; Ρωτώ.

- Δεν ξέρω –βαριέται να μιλήσει.

- Γιατί δεν προσπαθείς να κοιμηθείς; Προσθέτει.

- Το βρίσκεις σοφό; Ή θέλεις να σ’ αφήσω ήσυχη;

Ξεφυσά.

- Εγώ δεν είμαι σάκος να με πετάξεις, της λέω.

- Μπλα μπλα, μπλα μπλα, κοροϊδεύει.

- Ίσως είσαι ότι κοροϊδεύω, και τα λάθη μου με φέρανε εδώ, μαζί σου, αποκρίνομαι.

- Είσαι φιλόσοφος.

- Όχι, άνθρωπος μόνο.

- Λες ανοησίες για να περνά η ώρα.

- Αποφεύγεις ..όποιος αποφεύγει μια ιδέα, ίσως χάνει την ευκαιρία,

- Ποια ευκαιρία; Με διακόπτει.

- Να πάρει απάντηση, από μια ιδέα, που ίσως εξηγεί, εδώ, τώρα, το γιατί.

- Συνέχισε –με προτρέπει.

- Ίσως είναι ένα ταξίδι που πρέπει να κάνουμε μαζί, μιλώ σχεδόν σίγουρος.

- Δεν μου ακούγεται ρεαλιστικό, αγκαλίτσα –γελά.

- Ίσως να σκεφτούμε πως ότι περνάμε τώρα, είναι η κατάληξη από όλες τις φορές που είμαστε κάθετοι σε απόψεις μας.

- Και γιατί να τα πω σε εσένα; Ακούγεται υπεροπτική.

- Βλέπεις; Ρωτώ αδέκαστα.

- Λες μπούρδες.

Σα να κουνήθηκε κάτι, ξανά. Γύρω ίσως.

Ένα ελαφρύ, δυναμικότητας, φως, σα σε ομίχλη, εισχωρεί από μια χαραμάδα, στο κουτί.

- Το βλέπεις κι εσύ; Ρωτώ.

- Ίσως.

- Ακόμη και τώρα –ακούγομαι απογοητευμένος.

- Ωχού. Έχεις όρεξη για κουβέντα.

- Εγώ μισογύνης. Εσύ μισείς τους πάντες, -γελώ. Σχεδόν ξεκαρδίζομαι.

- Προσαρμόζεσαι εύκολα, έ; ρωτά.

- Όχι αλήθεια, μιλώ ήρεμος τώρα.

- Έχω σταθεί, ναι, Ναζί, πολλές φορές, σε απόψεις μου, προσθέτω.

- Γιατί Ναζί;

- Γιατί πρέπει να ‘ναι κανείς ένα πράγμα, μέσα σ’ όλα τα άλλα.

- Κακό πράγμα οι κάθετοι, -λέει ετούτη η γυναίκα.

- Ο κακός κάθετος ή ο καλός; Προσπαθώ να εκμαιεύσω μια άμεση απάντηση, έστω και από εκείνη.

- Όταν δεν βλέπεις τον άλλο, ως παρουσία, μα ως αντίπαλο.

Κουνιόμαστε ξανά.

- Που λες να πηγαίνουμε;

Δεν της απαντώ.

- Μου κρατάς μούτρα; -δεν πείθει ότι παραπονιέται.

- Όχι.

- Καλά, αποκρίνεται.

- Το ταξίδι σκέφτεσαι; Ρωτά.

- Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο να συμβαίνει.

- Άρα είναι πραγματικότητα.

- Τι άλλο, πια.

- Σε στενοχωρεί αυτό; Ρωτά.

Προτιμώ να μην απαντήσω.

Αισθάνομαι να προσπαθεί, ή να καθίσει πιο άνετα ή να με πλησιάσει.

- Τι κάνεις; Απορώ μ’ ετούτη τη μετακίνηση της.

- Απλά διαλογίζομαι τι έκφραση έχουν τα μάτια σου, λέει.

Νυστάζω.

- Αν δοκιμάζαμε να καθίσουμε πιο άνετα; Προτείνει.

- Δεν σε εννοώ.

- Αν με αγκάλιαζες. Πλάτη μου με θώρακα σου. Έχω πιαστεί.

- Δεν ζεύω τώρα; Παραπονιέμαι ελαφρά.

- Για προσπάθησε. Έως να δούμε που θα μας βγάλει αυτό το κουτί.

Το προσπαθούμε. Με δυσκολία στην αρχή –επιφωνήματα ανακατωσούρας.

- Μη ρίχνεις όλο σου το βάρος πάνω μου, παραπονιέμαι στ’ αλήθεια, τώρα.

- Έτσι είναι οι αγκαλιές, ξέρεις –γελά;

- Χαλάρωσες; Προσθέτει άλλη μια ερώτηση.

- Τέντωσε τα πόδια σου, εκεί που καθόμουν, παρακινεί αμέσως.

Για να δούμε.

- Πιο άνετα;

- Ναι, συμφωνώ.

- Κλείσε τα μάτια.

- Γιατί; Έλμα;

- Για εξοικείωση.

Τι θέλει να μου πει.

- Πόσο ετών είσαι; Μου απευθύνεται.

- Στα πρώτα άντα.

- Η ίδια, πιο λίγο. Κοντά σου πάντως.

Ησυχία.

- Ωραία –μια γλυκάδα διαχέεται.

-ηρεμία-

- Που λες να μεταφερόμαστε; Ρωτά.

- Δεν ξέρω.

- Φοβάσαι αγκαλίτσα;

- Όχι τώρα.

Θαρρώ πως φεύγουν μερικές σανίδες, κάτω, πλαγίως, από το κουτί. Ένας γλυκός αέρας αναζωογονεί το εσωτερικό.

- Δεν κάνει κρύο –ακούγομαι.

- Ευτυχώς, μιλά.

Ώπ! ένα ελαφρύ κούνημα του κουτιού. Σαν πάνω σε ράγες.

Αφήνουμε τις αισθήσεις μας να εξηγήσουν.


Σε λίγο, εκείνο το αχνό σαν μέσα σε ομίχλη, φως, θα δυναμώσει. Δεν φοβόμαστε. Αντίθετα. Διαισθανόμαστε πως επιστρέφουμε στη ζωή. Ότι κι αν σημαίνει ετούτο. Άλλη μια μεταφορά που φτάνει στον αποστολέα του. Αλήθεια; Ούτε που είδα πως ήταν –εκείνη.

3







Το νούμερο της αγάπης, θέλω


21 Γενάρη. 7:35 απόγευμα.

Αλκυονίδες ημέρες.

Μια νοητική κατάσταση, να μη βρίσκω ενδιαφέρον σε τίποτα εδώ μέσα. Ο κόσμος έξω, είναι ένας κόσμος, ξέχωρος, σκαμμένος, και θέλω να τον αποφύγω. Δεν βρίσκω ησυχία, στο σπίτι. Μου χρειάζονται χρήματα.

Βαριέμαι να σφουγγαρίσω.

Σιχαίνομαι τα μαύρα χνούδια στο πάτωμα. Βρωμιά που μαζεύουν οι παντόφλες. Έχω τα τζάμια ανοιχτά στο σαλόνι. Δεν ξέρω τι να κάνω.

7:36 χτυπάει το τηλέφωνο.


Δεν γνωρίζω το νούμερο, μα επιλέγω να σηκώσω το ακουστικό.

- Ναι.

- Ένα νούμερο ψάχνω, αν μπορείτε να με βοηθήσετε –λέει: γυναικεία φωνή. (ας παίξω το παιχνίδι σου).

- Πείτε μου.

-παύση-

-Διαρκεί η διακοπή-

- Παρακαλώ –παριστάνω τον οξύθυμο.

- Έχει ήσυχη φωνή, κι ίσως ξέρει τι θέλει –μιλά αυτή.

- Ποιος;

- Κάποιος που μου άφησε μήνυμα στο κινητό, ύστερα από αγγελία μου που είδε στο teletext.

- Ίσως ξέρει τι θέλει, έ; -προκαλώ.

- Κάπως έτσι, αποκρίνεται.

- Έτσι, για να μην είμαστε σίγουροι, και μας θεωρούν δεδομένους.

.

- Δεν είχες τι να κάνεις, γι’ αυτό πήρες τηλέφωνο, μιλώ.

- Εσύ γιατί άφησες μήνυμα στο κινητό μου;

- Δεν θέλω τώρα, αγάπη.

- Γιατί;

- Έχω βολευτεί σε αυτό που αποκαλώ ζωή.

- Σα να μου λες ότι αρνείσαι τον ήλιο.

- Ωραίος ο ήλιος, αλλά δεν μου κόβει μισθό.

- Ακούγεται ανόητο, αυτό που λες.

- Δεν φοβάσαι μη σου κάνω μήνυση.

- Εκεί φτάσαμε.

- Δεν γίνεσαι κατανοητή.

- Εσένα που σου φτάνει μόνο να κοιτάς.

- Φαίνεται ζητάτε αρκετά, αλλά από μέρους σας, εγωκεντρισμός.

- Τώρα εσύ δεν είσαι κατανοητός! –εξωτερικεύει ένα στιγμιαίο γέλιο.

(καλύτερα να μην πω το σύνηθες, για το πέος, που τις αναγκάζουν να δέχονται οι γυναίκες, στον κόλπο τους. Αλλά απ’ ότι φαίνεται, τους αρέσει!).

- Περιμένω απάντηση! –ακούγεται ξανά, αυτή.

- Κάτι σκεφτόμουν (βυζάκια όμορφα).

- Τι;

(το χέρι σου στο τριχωτό μου στέρνο).

-παύση-

(το χέρι σου στο σκληρό και μεγάλο –φορές και πολύ χοντρό μου, ανάλογα τον ερεθισμό- πέος μου).

- Κάτι δικά μου –απαντώ.

- Κοίτα αλλά μην αγγίζεις, μιλά.

- Μερικές μ’ έχουν βρει χαριτωμένο, μ’ αυτό μου το χαρακτηριστικό.

- Ως πότε;

- Ως να βαρεθώ.

- Είδες που έχεις χιούμορ –προσπαθεί να φέρει μια ευχάριστη διάθεση στο παρόν.

- Και τι θα λύσει αυτό;

- Να είσαι ανοιχτός σε προτάσεις.

- Δηλαδή; Απορώ…

- Γιατί ακούς συνεχώς, μουσική που σ’ αρέσει;

- Γιατί έχω γούστο;

- Μη γίνεσαι επιφανειακός. Γιατί είναι πιστή, και ποτέ, δεν σε εγκαταλείπει.

- Όπως εσύ που άργησες να με πάρεις τηλέφωνο. Αισθανόσουν μοναξιά. Δεν είχες, ποιον να σε ενεργοποιήσει.

- Μπορώ να πω ότι μου άρεσε η φωνή σου στο μήνυμα.

- Και τώρα που δεν είχες τι να κάνεις, σκέφτηκες αυτή η περιπέτεια, τι θα φέρει. Δεν ξέρω τι θα καταφέρεις, αν επιμείνεις. Σου είπα, δεν θέλω, τώρα, αγάπη.

- Επιστρέφεις ξανά στα ίδια –η φωνή της εκπέμπει μια ελάχιστη ανησυχία.

- Ο καθένας έχει τους λόγους του, αποκρίνομαι.

- Δεν έχει ήλιο στη δική σου γειτονιά, τώρα.

- Είναι νύχτα, αν το πρόσεξες.

- Σε εμποδίζει η χαρά, να γίνεις μέρος μας;

- Μια όμορφη γυναίκα, μόνο να την κοιτάς, αξίζει.

- Γιατί έτσι;

- Γιατί δεν σ’ αναγκάζει να δίνεις απαντήσεις.

- Νομίζεις πως είμαι όμορφη;

- Ακούγεσαι.

Της ξεφεύγει ένα χαμόγελο που λαβαίνω ως αντίκρισμα, λόγω αλλαγής στην αναπνοή της.

- Γιατί λοιπόν πήρες; Ρωτώ. Δεν διευκρίνισες.

- Όχι για να σε κολακέψω –απαντά.

- Η εξυπνάδα που διαχέεται στον αέρα.

- Μόνο εκεί, της πρέπει, δεν νομίζεις;

- Γι’ αυτό κι εγώ, κοιτώ μόνο.

- Την εξυπνάδα; -γελάει.

- Το να σας κοιτά, μόνο, κάποιος, με αγάπη, σας φαίνεται λίγο.

- Είναι λίγο λοξό, αν με πιάνεις –είναι ομιλητική, άρα έξυπνη;

(όχι ακόμα, αλλά θάθελα. Εσύ;).

- Εσύ πως είσαι;

- Εγώ πως είμαι; -ξαφνιάζεται.

- Εσύ πες μου, πως είσαι.

- Όχι εσύ πες μου πως είσαι –νέα της πρόταση.

- Μια τυπική Ελληνίδα, με μεσογειακά χρώματα.

- Παχιά;

- Όχι. Δεν θα ‘πρεπε, έ;

- Όχι.

- Κι εσύ, τυπικός.

- Αφού δεν γνωριζόμαστε.

- Τελικά, το βρήκες, λες, το νούμερο της αγάπης; Προσθέτω.

- Ένα υπάρχει μόνο;

- Αν είναι πιστός, κανείς. Εσύ;

(Μ’ αρέσει η φωνή σου).

- Είσαι χαριτωμένη.

- Και που να με δεις.

(άραγε καλλωπίζεις, τούφες σου, τώρα;).

- Λοιπόν; Ξανακούγεται.

- Τι λοιπόν;

- Είσαι πιστός, εσύ;

- Περίμενες ώρα, έ; για να το πεις.

- Να δω κι η ίδια τι θα κάνω.

- Σκαλοπάτια έχει η ζωή, αρκετά, μιλώ.

- Έτσι είναι.

- Νομίζεις ότι η αγάπη βρίσκεται, εύκολα, γίνομαι εριστικός…

- Αρκεί να μην αλλάζει γνώμη, κανείς. Επειδή δεν σε πήρα αμέσως, με το που άφησες μήνυμα.

- Θα έδειχνες απελπισμένη. Καταλαβαίνω.

- Εσύ δεν ήσουν;

- Καλύτερο είναι να μην αναλύει, κανείς. Μόνο να προσπερνά. Να φαντάζεται, γιατί είναι ασφαλές, εκεί. Να μην φαίνεται, κανείς, έξυπνος. Γιατί μόνο το παρουσιαστικό, αρκεί.

- Εσύ το έχεις;

- Μπορεί και να το έχω.

- Μπορεί…

- Μπορεί. Σα να λέμε, το κρατάω για μια κοντινή επαφή.

- Άρα θέλεις κι εσύ, αυτό το,

- Εγώ πολλά θέλω, την διακόπτω.

- Κάπως έτσι συνεχίζει, κανείς.

- Μπορείς να ‘χεις, δίκιο.

- Μπορεί… Λοιπόν;

- Αυτά.

- Αλήθεια, αποδέχεσαι τη γυναικεία φυσιολογία;

- Φυσικά –εξακολουθώ να εκφράζομαι αυθόρμητα.

- Μόνο αυτή, τελικά –λέει.

- Δεν χαίρεσαι;

- Δάσκαλε που δίδασκες..

- Έχω τουλάχιστον άλλα ενδιαφέροντα.

- Και σε βαστάνε, έ; Διαρκώς.

- Δεν μιλάς, έ;

- Σε φαντάζομαι –αποκαλύπτω.

- Νέο είναι αυτό; Ρωτά για άλλη μια φορά.

- Αγαπάς πιο εύκολα, από μακριά.

- Μακριά κι αγαπημένοι –άδικα προσπαθεί να ευθυμήσει.

- Δεν έχεις άλλα τηλέφωνα να πάρεις;

- Έχω μερικά.

- Άργησες κι αυτούς, να τους καλέσεις.

- Τι συμβαίνει; Ρωτώ στη συνέχεια.

- Κοκκίνησα.

(Ναι;).

- Είδες που η αλήθεια είναι καλύτερη –σα να ξαναβρίσκει το κέφι της.

- Οι ατάκες, έ;

- Άσε τις περιγραφές για τους άλλους.

(Τι εννοεί;).

- Κάπως έτσι σ’ αρέσουν οι άνθρωποι, συμπληρώνει.

- Το προτείνεις; (Τώρα εμένα, μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο).

- Είδες που έχεις τη χαρά;

- Είσαι αισιόδοξη.

- Δεν αναπνέεις, εσύ;

- Αναπνέω.

- Πάλι καλά.

- Δεν νύσταξες ακόμα; Ρωτώ τώρα.

- Όχι, δεν βαρέθηκα.

- Είσαι έξυπνη.

- Είδες που επικοινωνούμε; -προτείνει.

- Ναι, ίσως έρθουμε κοντά …κάποια στιγμή.

- Είσαι αστείος.

- Λες να είμαι;

.

- Ίσως όταν με κατακτήσει ξανά, η επαφή, εννοώντας η ιδιαίτερη στιγμή που κοιτάς μόνο, κερδίζοντας σεβασμό, μιλώ.

.




Τα λόγια πρέπει να έχουν μια χρήση. Τα λόγια έχουν διάθεση, να χρησιμοποιηθούν.

Διαφορετικά, το παρουσιαστικό, δεν φτάνει.


Τα λόγια, φέρνουν κοντά, τα δύο φύλα.

Κάπως έτσι θα είναι και το φιλί στο στόμα. Κάτι εξηγεί και αυτό.

Το θέμα είναι να κολλήσετε οι δυό σας, κι όχι μια αρρώστια.


4


Έτσι σ’ έχω


Μα εγώ ακόμη σε συλλογίζομαι, όπως τα λουλούδια δεν σκέφτονται καν, γιατί το ένα είναι πιο ψηλό από τ’ άλλο, ή γιατί φορές, ο ήλιος ντρέπεται να κοιτάξει προς τα κάτω. Όπου ονειρεύονται οι ερωτευμένοι του κόσμου, που φορές αποφεύγουν να προσπαθήσουν. Έστω και για φιλία. Γιατί ζηλεύω τους φίλους σου, άρα είναι αδύνατο.

Τι κρίμα να μην αγαπούν ορισμένοι, τις γυναίκες. Ως άνθρωπο; Ρωτάς; Όσο είμαστε νέοι, γιατί γύρω μας αγχώνονται, πως γερνούν πρόωρα, παραμένοντας τρυφεροί, μόνο στα λόγια.

Εγώ σε φαντάζομαι να ‘ρχεσαι, μεσημέρι, να συμπληρώνεις την κενή θέση στο διπλό μου, κρεβάτι. Τόσο τρυφερά, όσο μια αγαπημένη, δύναται. Τα γλυκά σου λόγια, δει ψιθυριστά στ’ αυτί μου, αδικούν όλους τους υπόλοιπους, που κράτησαν στο χέρι τους, πένα. Θα ‘ρθεις. Ναι. Είναι στο ριζικό σου η αγκαλιά. Σα φούχτες ήρεμων κελαϊδισμών, στα δέντρα που επιτέλους πρασίνισαν. Ξεχνώντας τα μέλλοντα, που μόνο κακό, φέρνουν.

Έτσι σ’ έχω, εδώ, θεατρικά, απαλλαγμένη από περιττά, τσαλακωμένα, βάρη. Κι ότι απασχόλησε τη μνήμη σου ή σαν σου επιτέθηκαν κακοπροαίρετα. Ήρεμα συ, τους ξεχνάς, αληθινοί καλαμοκαβαλάρηδες όπως είναι, γιατί όπως λέει και ο λαός: ότι άξια διαχρονικό, δεν είναι ικανοί να μιμηθούν, το εχθρεύονται. Την ίδια τους τη φύση. Μαζεύοντας 2000 μέλη, γύρω τους, αν και κανείς δεν πρόκειται ποτέ, να τους ψηφίσει…

Έτσι σ’ έχω στη σκέψη μου, γιατί σε ερωτεύομαι, μα ελάχιστοι είναι ικανοί να απασχολούν τη σκέψη τους με αγαπημένα, πρόσωπα.

Μεσημέρι να ‘ρθείς, να με δεις, σα σελίδες ημερολογίου, που φυλλομετράς με ενδιαφέρον. Ωραίος που είναι ο έρωτας στα χρόνια των παγετώνων. Χάνοντας την ιερότητα η λατρεία. Μεσημέρι να ‘ρθείς. Να παίξεις με τα μακριά σου μαλλιά, στο πρόσωπο μου, ενόσω απολαμβάνω την εμπειρία που γεννάς. Ύστερα θα ρωτήσεις αν χτυπά η καρδιά μου, κι αν έβγαλε ταυτότητα για ν’ αγαπά. Σ’ έσφιξα πάνω μου, για να μετρήσει το οξυγόνο, την αλήθεια.

Έτσι σ’ έχω. Τίμια.

Γιατί κάτι πρέπει να αγαπάς. Έτσι δεν είναι;

Σαν εβδομάδες στο χωριό, παλαιά. Θυμάσαι;

Έτσι σ’ έχω. Τρυφερά, ενόσω ο ήλιος, διακριτικά, στρέφει αλλού. Προσωρινά. Υγεία που είναι να αγαπάς. Αυτό το λίγο, τώρα, γιατί όσα σου λέω, είναι αληθινά, παρόμοια η εκτίμηση, εκεί που εργάζεσαι. Γιατί είσαι νέα, τόσο ώστε να σε σέβομαι.

Έτσι σ’ έχω, δωρεάν, όπως τα χρώματα δεν ρωτούν το δικό τους γιατί. Πράγματα ξεχνούν τη χρήση τους εμπρός σου. Μια ακόμη ημέρα. Χιλιάδες, εφόσον θα γεράσουμε. Να ξεχνάγαμε την ονομασία. Τα πρέπει.

Συ θα θέλεις κι άλλο, να καλυφτείς, μέσα μου, σα μαγνητικά πεδία που γίνονται ένα.

Συ θα με βαπτίσεις, απ’ την αρχή, απλά, χαϊδεύοντας μου τη κεφαλή.


* - *


Έτσι σ’ έχω, αγκαλιά, για μία ή περισσότερες ώρες, στιγμές που δεν στο πρόσφερε κανείς, γιατί όλο αφιέρωναν ώρες, στον αυτάρκη τους εαυτό. Μη παραδεχόμενοι τη στενοχώρια που κάλυπταν με καθημερινά πήγαιν’ έλα. Μη ακούγοντας τζαζ ή ορχηστική μουσική, μ’ ένα διπλανό, ανοιχτό, λίγων κεριών, φως. Κι από το τζάμι να κοιτάς το σκοτάδι έξω, απόγευμα. Παρακολουθώντας πιθανόν, τη ζωή κάποιου συγγραφέα, στο γυαλί. Αγκαλιά.

Έχοντας σε αγκαλιά, με όρεξη. Όχι όπως με πιάνει υπνηλία μετά από κατανάλωση φαγητού. Τώρα που με πλημμυρίζει η παρουσία σου, σαν ιδέες που ρέουν σ’ ένα κατηφορικό ποτάμι, μα λείπει το στυλό, για να περιγράψεις γραπτώς, τα εκφερόμενα των αισθήσεων. Όλα τα χρόνια τα θεατρικά, κι οι άνθρωποι που ξέρουν πως φεύγουν, κι αρνούμενοι το αναπόφευκτο, καταπιέζουν κείνους που μένουν. Ανίκανοι να εξηγήσουν τι αισθάνονται.

Θα γείρει ολοένα η μέρα, σα θέα λουλουδιού όμορφου, σα σκαλιστό σε πέτρα, που αγνοείς, σχήμα και χρώμα. Θαρρώ φορές αγαπώ τόσο τη φύση, που καλύπτει κάθε μασκαρεμένη μου στενοχώρια.

Οι άνθρωποι. Οι θεωρίες και οι τίτλοι τους. Που υπολείπονται σε απογευματινές, οικιακές, απολαύσεις.

Σιωπηλές.

Ώρες ελάχιστες, που ακούς από άλλους, τα μικρά σου μυστικά.

Μες το νου. Στο παρόν. Στις σελίδες της αναβλητικότητας.

Στα λόγια τα ήρεμα. Συζητήσιμα. Να ακούν, τρυφερά αυτιά, που ‘χουν σώματα, σαν πουπουλένια αποκούμπια, που όμως αν δεν ξέρεις να τα κρατήσεις, πονάνε.

Τόσοι βίοι γύρω μας, μα κανείς δεν ακούει. Δεν σταματά.

Λείπουν τα φανάρια.


Η αφοσίωση. Το πρόγραμμα που ακολουθείς κι όμως επιθυμείς να βρεις, μες το σπίτι, πράγματα να πετάξεις. Επειδή δεν τα χρησιμοποιείς. Γλιτώνοντας μόνο, οι πίνακες, τα βαριά έπιπλα, τα εσώρουχα και τα πιατικά. Διατηρώντας σε κάποιο τομέα, κάτι το παραπάνω για να αισθάνεσαι ολοκληρωμένος!

Φορές που εκτιμάς, πρόσωπα που δεν γνωρίζεις, κι όλο επιθυμείς να πεις κάπου, κάτι. Παραγράφους που καμία σχέση δεν έχουν με ότι αποστρεφόμαστε ή απασχολούν, μεθόδους επιούσιων, κτηνωδών, αναγκών.

Έτσι σ’ έχω.

Σε κάποιο μικρό σπίτι, στο δάσος. Πλαϊνά σε κάποια πιθανόν, κατηφορική πορεία, υδάτινων διαδρόμων. Απλά, ακούς από μακριά. Κι απολαμβάνεις.

Δίχως σκέψεις.

Μόνο απόλαυση.

Ένα ήρεμο απόγευμα, δίχως τα κακά. Με κατεβασμένα, τα καπάκια.

Έτσι σ’ έχω. Αγκαλιά. Γιατί μόνο με κοντινή, σωματική, επαφή, αποδεικνύεται η οικειότητα. Σα προσευχή ίσως. Σημαντική που είναι η ώρα ετούτη. Εδώ. Δίχως περιττούς περιπάτους ή ενασχολήσεις διάφορες. Εδώ μόνο.

Μόνος σου, μπορείς να αναπνέεις.

Οι συγγενείς υπάρχουν ως συμπαθή δέντρα που κανείς δεν κοιτά. Πόσο, να κλαδέψει.

Μη ρωτάς, τι ώρα είναι. Ή γιατί φάνηκε ο φθαρμένος πάτος. Όλο το οξυγόνο, ένα φιλί.


Γρήγορα που περάσανε, τα παιδικά χρόνια.

της χαρούμενης τεμπελιάς. Όπου στο σπίτι, μύριζε μαγειρεμένο, οικογενειακό, φαγητό. Με φροντίδα.

Τότε ήταν κάθε ημέρα, άνοιξη.

Όχι όπως φέτος που ερωτεύονται μόνο αν έχει καλό καιρό, ή περιμένουν πρόωρα το καλοκαίρι. Ή είναι 14 Φλεβάρη. Ή πιστεύουν, στα 40, πως θα γυρίσει, σοβαρά, να τους κοιτάξει, ανθρώπινο ον, 10 και 15 χρόνια, νεότερο.



Φορές σε σκέπτομαι να θες να κάνεις πως κοιμάσαι, και ένας άντρας να σου χαϊδεύει τα μαλλιά. Αποκλειστικά.

Θεά που γίνεσαι.

Φορές πρέπει να υπάρξεις στη σκέψη μου, για να δω φως.

Κι ότι γύρω μου, δυσκολομεταφερόμενο, συ το αναπαριστάς, γιατί συ το παράγεις. Σα να μην υπήρξε ποτέ, πριν.

Έτσι σ’ έχω. Σα φτερό παγωνιού, που το ‘φερε ο άνεμος από κάποια χαραμάδα. Ανθρωπιάς.


* - - *


Θα ‘ρθει λοιπόν, κείνη η ώρα, η ιδιαίτερα ώριμη –αν και άγρια- ξημερονωριςώρα, να σε κάνω –με τη σκέψη- δική μου, καθισμένοι και οι δύο, στο κρεβάτι: δική μου, ως φίλη, ανθρώπινα, με αγάπη, αποδεχόμενοι τα πρόσωπα, μες την ανθρωπότητα. Κι ήθελα τόσο ν’ αγγίξω μόλις, το μάγουλο σου. Τόσο γλυκιά, είσαι. Που η φωνή σου, πλησιάζει με στοργή, ακόμη και τους τοίχους.

Απορούν οι άνθρωποι, όταν απαντούν: γιατί; Να αγαπάς. Τούτες τις πατημασιές τις επίπεδες βεντάλιες, του χρόνου, που το μόνο που σου χαρίζεται είναι η παρέα. Σα δάκτυλα που ψηλαφίζουν, μόνο, τον αέρα, αντιλαμβανόμενοι, χώρους και χρησιμότητες. Σε γεωγραφικά μήκη και πλάτη, που αναπνέουν, ψυχρό ή θερμό, κλίμα. Καλύπτοντας η άσφαλτος, κι άλλη γη.

Ύστερα άπλωσες, απαλά, τη τρυφερή σου παλάμη στον καρπό μου, κοιτώντας με, η ανθρώπινη φύση σου. Όπως εκείνα τα σπάνια τραγούδια, αγάπης, που ανακαλύπταμε, και κανείς, δεν, μας χάρισε.

- Πες μου. Νυστάζεις;

Κούνησες καταφατικά, το κεφάλι.

- Σε λίγο, μίλησες.


Στήνω αυτί, ν’ ακούσω τους παλμούς της νύχτας. Είναι χειμώνας ακόμη. Πρέπει να πατήσει γερά, η νέα ημέρα, με ήλιο ξυπνώντας, τα πάντα. Ν’ ανοίξεις με θάρρος, τα μάτια.

Σε λίγο, με περιμένουν τα σεντόνια. Να ‘ρθείς κι εσύ από κάτω. Και να ‘σαι κοντά, για ασφάλεια.

Αναρωτιέμαι αν χαμογελάς κάτω από τα σεντόνια, κι εγώ γιατί δεν το βλέπω. Όλα όσα δεν εξηγούνται, παρά βιώνονται. Θυμάσαι;




Θα ξημερώσει, λοιπόν, κυριακή, σα να ‘ταν πάντα, κυριακή. αισιόδοξη που ‘ναι η ζωή, έτσι. Να σηκώνεσαι αυτόματα, δίχως ανάγκη για άλλο, χουζούρεμα. Γιατί λέμε, ότι είμαστε έξυπνοι, οι άνθρωποι. Που απωθούμε ..πιστεύουμε, τα στενάχωρα ρούχα του βίου μας. αν πρέπει να μας κάνουν παρέα, γιατί μπορούμε και να ‘μαστε ξεχειλωμένοι γελωτοποιοί, ότι αποκαλούμε αυτοσαρκασμό, την ώρα που οι άλλοι ξημερώνονται, χαρακτηρίζοντας κάθε τι, με διάφορους όρους, γιατί όλα τους πρέπει, να εξηγούνται.

Μια κυριακή, που ‘χει την αύρα, στοργής. Έ;

Πατέρα, θαρρώ.

Η κυριακή, πρέπει να μιλάει στη καρδιά μας.

Η κυριακή πρέπει να μυρίζει, τροφική πληρότητα, πνευματική ευτυχία. Φιλική αντιμετώπιση, των πραγμάτων. Μια χαρούμενη καλημέρα.

Ελεύθερη.

Σαν ανθρώπινο ον, που υφίσταται, χωρίς εξηγήσεις.

Ημερομηνία, που δύο συναινούν να μοιραστούν τις οικιακές εργασίες. Μετά το όνειρο του ύπνου, με τους θαυμάσιους στίχους, που θα δημιουργούσαν διαχρονικά τραγούδια –μα ανοίγοντας τα μάτια, δεν θυμάσαι καν. Ημερομηνία που θέλεις κι εσύ, να ‘μαστε μόνοι μας, κι είναι καθαρά τα μάτια μας, με τόσο φως –το υγιές θάρρος. Μια μέρα, που συγχωρείς και συγχωρείσαι. Ακόμη και ηθοποιούς, κοκαϊνοχρήστες; Ρωτάς. Αλλάζει ποτέ, ο άνθρωπος;


Δεχόμαστε τηλέφωνα από αγαπημένα πρόσωπα, μα καλύτερα όχι, τούτη την ημερομηνία. Ειδικά. Αν απολαμβάνεις την κυριακή, μόνο μετά από μια εργάσιμη εβδομάδα. Όπως όλα αυτά που ξέρει ο Θεός, ότι θα γράψω.

Ή αν θα θελήσω ξανά, να ασκηθώ στο σώμα.

(είναι πολύ βαριά, τα πνευματικά. Δεν λύνουν κανένα, επιούσιου, ζήτημα. Ιδίως αν δεν βρίσκεις δουλειά).



να αγαπάς το αντίθετο σου και μόνο. Τούτο είναι μια άποψη της πνευματικής αλήθειας.

Πότε πότε, παύεις την οικιακή, καθαριοάσκηση, κοιτώντας έξω, τον ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό. Που μόνος, κανείς, δεν βρίσκει ονομασία; Μου απευθύνεσαι.

Έχεις δίκιο.

Αν και πρέπει ο καθένας, μόνος του, να θελήσει να ζει. Να δώσει και να του ‘ρθουν, δικαιώματα. Δέχεσαι δικιά μου, άνθρωπε, νέα που είσαι και άνθρωπος, πως μόνο αυτό τον πλανήτη, έχουμε. Συχνά συναντώνται τα βλέμματα των ανθρώπων. Για ν’ αγγίζεις, όμως, πρέπει να ‘χεις δικαίωμα.

Να ακούς, θεμιτό αν και ελάχιστοι έχουν μνήμη ελέφαντα.

(εκτός και αν εγκαθιστούν ανιχνευτή αλήθειας, με κοριό, στο τηλέφωνο σου, εκτός από το λευκό βαν, εδώ και μέρες, σε κοντινή απόσταση για να υποκλέπτει δεδομένα, ενόσω βρίσκεσαι στο ίντερνετ). (ή απλά… για να μειώνει την ταχύτητα σύνδεσης σου).

Έπειτα είναι οι αθώοι…. Που δεν δημιουργούν πρόβλημα στη κυβέρνηση, όντας κοτόπουλα-πολίτες. Μιλώ για πρόσωπα μας αγαπημένα, στα οποία λέμε ψέματα. Μήπως τα προστατέψουμε από την όποια απάθεια μας. Γιατί βλέπεις, εκείνων, δεν τους χάρισε κανείς, αχρησιμοποίητα ταλέντα και ανορθόδοξα κουσούρια. Τα προστατεύουμε πως όλα πάνε καλά σε εμάς, για να μην μας κριτικάρουν. Σα τη σιωπή που δεν βαραίνει. Η σιωπή δεν είναι για να βαριέσαι, μεσημέρι.

Το μεσημέρι τρώει συνήθως, κανείς, έ;

Σα να σκεφτόμαστε να μην ξαναβγούμε έξω, για έναν μήνα, π.χ.

Όχι εσύ.

Πάντα θα κατοικούν μακριά, όσοι μας αποκαλούν, αδέλφια. Θείο. Γονιό όχι ακόμα. Γιατί η σαρκική επαφή,

πως είπες; Ο σαρκικός έρωτας; (ξέρεις δα, να έρχεται καλοκαίρι, κι ένα μπακούρι να χαίρεται, γιατί τουλάχιστον, ζει).

Εγώ νόμιζα πως μόνο ο πνευματικός έρωτας, αρκεί. Σα να λέμε, μεσημέρι μη μ’ ενοχλείς. Γενικά βαριέμαι, και με ήλιο.

Κλείνει η παρένθεση.

Γονιός όχι ακόμα. Ναι. Σου έχω πει το λόγο. Ήδη.

Αν ετούτο που ζούμε, είναι μόνο συγκατοίκηση.

Είναι ωραίο που συζητούμε.

Ώρες που δεν μας αφορούν οι διαλυμένοι δρόμοι της Αθήνας, και ο άσχετος πόλεμος τους.

Αμέσως, ανυπόμονα, θα γείρεις πάνω από τη κατσαρόλα. Θαρρώ το φαί, αργεί να βράσει. Φαντάζεσαι τι θα συνέβαινε, αν ήσουν κάτοικος, μονήρης; Πάθαινες κάτι ξαφνικά, και το σπίτι ανατιναζόταν;

Γελάς;


Φορές νομίζω, πως τα πουλιά όλη μέρα, κολοβαράνε.

Πως είπες; Εργάζονται; Για την τροφή τους;

Έχεις δίκιο. Συγνώμη.

Άφησε με να συνεχίσω το διάβασμα.

Χαμογελάς.

Ναι, εγώ σου πιάνω συζήτηση.

Αργεί το φαί, έ;


Φορές θέλω μόνο ν’ ανοίγω τη τηλεόραση. Μήπως και δω το φυσιολογικό και πάψω να σιχτίρω καθετί. Η ανθρώπινη φιγούρα κι η ομορφιά της. Όσα μετανιώνουμε. Για όσα πρέπει να κοπιάσεις. Να δω το φαί.

Πρέπει.

Δεν θα γίνει μόνο του.



* - * - *


Έτσι σ’ έχω. Μ’ όλα σου τα αρώματα. Τα ανθρώπινα.

Να γινόμαστε 18, κι ας μέναμε πάντα, νέοι.

Σε άλλο πλανήτη, λες.

Χαμογελώ.


Αν η ζωή ήταν μόνο ομορφιά, πόσο βαρετή θα ήταν.

Χωρίς προσπάθεια; Ρωτάς.

Καλή διευκρίνιση.

Γλυκιά που είσαι.


Πρέπει να γυρίσω στην αρχή των σκέψεων μου. Μετά απ’ το ίδιο φαγητό που έβρασα. Στις φράσεις με τις έννοιες-αποσιωπητικά. Στην ασφάλεια τους. Να μ’ εκτιμούσαν περισσότεροι απ’ όσους αποφεύγω. Να ‘μουν μια μηχανή άμεσης καταγραφής, σκέψεων, να μη φοβάμαι ότι ξεχνάω.

Έτσι σε έχω, και έτσι σε είχα. Συ που παρατηρείς το δυνατό, και το εμπιστεύεσαι. Ξεθωριάζει ο ουρανός, οι βαμμένοι τοίχοι, και εσωτερικοί. Το χρώμα του δέρματος μου. Ο εαυτός μου, που βυθίζεται κι άλλο, στον μέσα τοίχο, ξεχνώντας το περισκόπιο των οφθαλμών.


Κι όλους αυτούς που ‘ναι έξυπνοι για τους άλλους.

5


Θυρίδα


Το να μιλήσεις, από το να ρέουν ελεύθερες σκέψεις, είναι σαν σφραγίδα από φάκελο, που προσπαθείς μόνο με το νύχι, να ξεκολλήσεις. Γιατί είναι σημαντικό. Γιατί θυμάμαι πάντα, πως έχω ένα γιο που εξολοθρεύει το χρόνο του ή ο ίδιος δεν εννόησα, πως του λείπω.

Τι. Από τι, από πού, πότε. Με ποια τακτική.

Ροή, καταρροή μιας κατάστασης που σαν πυραμίδα, ολοκληρώνεται ή εγώ δεν είδα να υψώνεται η γωνία της κορυφής. Κι όλο τρέχω στον Θεό, κι όλο παρακαλάω να ζώσει το παιδί, στα χέρια το άροτρο και τη σέλα, στη ζωή. Όλο το παιδί, συλλογίζομαι μα εκείνο ίσως βρίσκεται ήδη σε κρύπτη, μέσα στην πυραμίδα. Κι είναι λαβύρινθος ως εκεί, ή ο ίδιος δεν θεώρησα τις μικρές πέτρες που άφηνε ως ίχνη. Τα δικαιώματα του.

Έφυγα από τις ειδωλολατρικές του πεποιθήσεις. Κατάφυγα στον τοπικό ιερέα. Έκλεισα ραντεβού προς εξομολόγηση.

Σα να ορίζεις εσύ, πότε ακριβώς θα κατέβει ο Παντοδύναμος να σε συναντήσει. Σχώραμε, Κύριε. Κρίση ειλικρίνειας, προφανώς.

Αν είμαστε καλοί, μόνο με γεμισμένο –μόλις- στομάχι. Δείχνοντας ενδιαφέρον. Οσφρηντική ικανότητα, ως γηραιότεροι, να μυρίζεις την αύρα της νεότητας. Την αποκλειστική της ευωδία.

Εγώ μυρίζω την προσωπική μου εμπειρία, που μου προσφέρει νοητική σταθερότητα, μα μόνο τη μυρωδιά από τα καθαρά ρούχα, του γιού μου, οσφραινόμουν. Γιατί δεν τον είδα, ποτέ, ελεύθερο.

Που να πάω –σκεφτόμουν- να εξομολογηθώ τούτη την αλήθεια.

Παρά μόνο σε παπά, που δεν θα το κάμει βούκινο. Να ‘χεις ανθρωπιά να παραδέχεσαι, μόνο στο πρόσωπο του εαυτού σου. Περιμένοντας λίγη ευγνωμοσύνη γιατί κουράστηκα γι’ αυτή.


- Τι εννοείς, τέκνον μου, κουράστηκες γι’ αυτή; Εσύ δεν ανέλαβες την ευθύνη να γίνεις γονιός;

- Και τα πουλιά γίνονται γονείς.

- Ναι, τέκνον μου, μα τα πουλιά δεν αισθάνονται, πως αλλάζουν.

- Τι εννοείτε, παπά μου;

- Χαρακτήρα. Αυτό εννοώ!

- Καλά. Μην είστε τόσο αυστηρός.

(κάποιου, το μάτι, παίζει).

- Της ευτυχίας το νόμισμα, κόβεται δύσκολα –λέει ο παπάς.

- Πάλι δεν σας καταλαβαίνω.

- Ένα παράδειγμα τότε: Μπορείτε να αγγίξετε ένα αετό;

- Δεν κάθονται.

- Τότε γιατί το πράττετε στο παιδί σας; Καταπιέζοντας το.

- Πως το ξέρετε εσείς;

- Έχω εμπειρία σε τέτοιες συζητήσεις.

- Τι συζητήσεις; -σα να θυμώνει ο άνθρωπος-πατέρας.

- Μη μετάνοιας.

- Είστε αυστηρός.

- Όποιος αγαπά, παιδεύει.

- Γίνεστε δυσκολονόητος.

- Πιθανόν γιατί όποιος ενδιαφέρεται για τα παιδιά του, δεν υποκρίνεται πως αγνοεί την ταυτότητα τους.

- Η οποία είναι; (Απορία ο πατέρας-άνθρωπος).

- Να είναι το παιδί χαρούμενο, χωρίς απαραίτητα να είναι Άνοιξη.

- Και πως θα γίνει αυτό;

- Όταν συγχωρήσει, μόνο, τον εαυτό του.

- Χωρίς εξομολόγηση.

- Ο Θεός δεν χρησιμοποιεί πάντα, μεσολαβητές, ξέρεις.

- Μα ούτε θέλει να ακούσει για Θεό.

- Νομίζω πως κι εσείς, χρειάζεστε βοήθεια.

Ο πατέρας-γονιός, εκπλήσσεται.

- Μα εγώ νόμιζα πως θα με βοηθούσατε!

- Δεν είμαι τηλεπαθητικός. Απλά, ιερέας.

- Είπα μήπως μου δίνατε εσείς, καμιά συμβουλή, τι να κάνω με τον γιο μου.

- Η κύρια ασχολία, του χριστιανού, είναι η ατομική σωτηρία. Και δει, ευτυχία.

- Γιατί ευτυχία;

- Επειδή αν αισθανθείς εσύ, τέκνον μου, ευτυχής, θα παραδεχτείς την ελευθερία και ευτυχία, του υιού σου.

- Μακριά αυτός, από τον Θεό;

- Δεν μπορείτε να ξέρετε τι επικοινωνία έχει ο γιος σας, μαζί Του.

- Τόσο όσο να αδιαφορεί για μένα.

- Εσείς να προσέξετε, κυρίως.

- Τι ακριβώς, πάτερ;

- Τα αδιέξοδα. Γιατί διαφέρουν από γενιά σε γενιά. Η σημερινή, ας πούμε, είναι αρκετά επιφυλακτική, μεταξύ τους, ή και με έξτρα δεκαετίες πάνω στα ίδια τα παιδιά. Η σημερινή γενιά είναι αναγκασμένη να εργαστεί.

- Το δικό μου όχι.

- Όλοι περιμένουν μια ευκαιρία, τέκνον μου.

- Όλοι;

- Όλοι, όλοι.

- Και μπροστά στον Παντοδύναμο.

- Ιδιαίτερα, τότε. Φοβάστε τον θάνατο;

- Όπως οι περισσότεροι της ηλικίας μου.

- Άρα θέλετε να τακτοποιήσετε τα πάντα, ενδεχομένως.

- Όπως όλοι οι γονείς.

- Όσοι έχουν.

- Ναι, σωστά, παραδέχεται ο γονιός πατέρας.

- Εσείς με τον Ύψιστο, πως είστε;

- Φυσιολογικά.

- Λαβαίνετε κατευθύνσεις;

- Δηλαδή;

- Όνειρα. Αλήθεια πιστεύετε στις συμπτώσεις;

- Μόνος μου ορίζω το μέλλον.

- Μάλιστα, βγάζει συμπέρασμα ο ιερωμένος. Και προσέχετε την υγεία σας, έ;

- Ναι. Ναι.

-παύση-

- Είστε ευτυχισμένος;

Ο πατέρας πατέρας, κοιτά το άτομο που συζητά. Απαντά:

- Αφού ξημερώνει η μέρα.

- Μάλιστα.

- Πάτε τακτικά, σε λειτουργία. Νομίζω σας έχω δει –ρίχνει άδεια, να πιάσει γεμάτα.

- Κυριακές και ενδιάμεσα, ορισμένα απογεύματα.

- Το φχαριστιέστε;

- Όσο τον ύπνο.

- Κοιμάστε ήσυχα;

- Δεν λείπουν τα προβλήματα.

- Θέλετε να τα εξομολογηθείτε;

- Γι’ αυτό δεν βρίσκομαι εδώ;

- Επειδή μιλάγατε για το παιδί σας.

- Θαρρώ, όλοι επηρεάζουμε, αλλήλους.

- Αν δεν υπάρχει ευτυχία, μιλά τώρα, ο παπάς. Σας το λέω, γιατί δεν είναι κανείς, τέλειος, όπως νομίζει. Όση πιθανόν, υπομονή, και αν δείχνει, όχι συχνά από σεβασμό, παρά από φόβο μη πάρει ο άλλος, το στραβό το δρόμο. Μήπως τον πήραμε εμείς, που ξεριζώνουμε τη σχέση του άλλου, με τον Θεό; Μέσα απ’ όποια λάθη του; μιλήστε μου για σας, τον ίδιο.

Ο άλλος ξύνει το κεφάλι του.

Ο ρασοφόρος, συνεχίζει:

- Το ανθρώπινο σώμα είναι ένα αόριστο δημιούργημα, αλλά οι σκέψεις, είναι σαν σελίδες σε προσωπικό ημερολόγιο που ξαφνιάζεται ο ίδιος του ο καταγραφέας με ορισμένα συμπεράσματα ή γνώμες που φύτρωσαν μόνα τους.

- Θαρρώ είναι η συνείδηση, ξεθαρρεύει ο συνομιλητής.

- Μόνο μια χαραμάδα, αγαπητέ κύριε, της γλώσσας, εκείνου –ο δείκτης κοιτά τον ουρανό. Προς τον άνθρωπο, εννοώ. Αν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε πως πρέπει να παρατήσουμε ότι, θα μας κάνει κακό.

- Αιώνια; Ρωτά ο γονιός γονέας.

Ο άλλος κουνά καταφατικά το κεφάλι. Μιλά:

- Τις ξέρετε θαρρώ, τις τακτικές, να χρησιμοποιούμε τα πράγματα και τους ανθρώπους, λιτά, μα να βασιζόμαστε στη δική μας κατάληξη. Δεν ξέρω εσείς, τι ήρθατε να παραδώσετε στα δικά Του, χέρια, ώστε να σας χαρίσει μια υποφερτή, ευτυχία.

- Υποφερτή;

- Εσείς τι λέτε;

- Ίσως έχω υποφέρει αρκετά, μα μη το πείτε, παραέξω.

- Πάντοτε να φοβάστε τον εαυτό σας με τις αποφάσεις του, αφού ακούγεστε ούτως ή άλλως. Η υπομονή είναι μόνο μια θεωρία, όσο εξαρτούμαστε από τους άλλους. Λοιπόν, τι παραδίνετε, εδώ;

- Δεν έχετε χρόνο, έ;

- Συζητήσατε ποτέ, με τον εαυτό σας;

- Έχω κλάψει σε προσευχές.

- Μάλιστα.

-παύση-

- Και είδατε καθαρή την αυλή, μετά.

- Ως να σκεφτώ ποιοι εξαρτιόνται από μένα.

- Ξέρετε, κύριε, πως ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος μόνο από τον Θεό.

- Φαντάζομαι. Δηλαδή ναι.

- Μάλιστα. Αλλά αλήθεια πιστεύετε, πως αν σας αποδώσουν οι δικοί σας, ευγνωμοσύνη, το πνεύμα θα αποκτήσει κάτι από τη σύσταση του άριστα, κατασκευασμένου, σώματος;

- Δεν ξέρω.

- Σκεφτείτε το έτσι: πως είστε μόνος στη γη, και το μονοπάτι προς τη μοναδική παρέα, έχει άγνωστα εμπόδια. Που δοκιμάζουν την πνευματική αντοχή, στον πόνο, τα λάθη, τα πρέπει, τα μη, τα νεύρα, στην εσωτερική παλινδρόμηση.

- Για ποιο λόγο;

- Ίσως αρνείστε το θάνατο.

- Όχι, πιστεύω στον Χριστό.

- Αλλά είστε άξιος;

- Όχι φυσικά.

Ένα χαμόγελο σχηματίζεται, αμυδρά, στα χείλη του παπά. Ο οποίος λέει τώρα:

- Θα καταλάβετε πως αφήσατε τα βάρη σας στα χέρια Του, φεύγοντας από εδώ;

- Έχω εξομολογηθεί και άλλες φορές.

- Σε άνθρωπο;

Ο μπαμπαγέρος, ξαφνιάζεται.

Ο άλλος ρωτά, κάτι νέο:

- Έχετε άγχος ότι πρέπει να γεμίσετε τον χρόνο σας;

- Διαβάζω τη Γραφή. Βοηθάω. Ξεφεύγω από κακά θεάματα.

- Είστε ευτυχισμένος;

- Επιμένετε.

- Τέκνον μου. Η αλήθεια, θα μας ελευθερώσει. Το φίλτρο της, είναι όσα, μας έρχονται ή προκαλούμε οι ίδιοι.

Ο ευθυνοπατέρας, δεν επιθυμεί να μιλήσει.

- Αν παρατηρείτε τη γνώμη των γύρω, ως δικαίωμα.

- Είμαι ρεαλιστής.

- Δεν έχει καμιά σχέση, με την ψυχική σωτηρία! Θυμώνει ο ρασοφόρος.

Ξάφνιασμα πάλι, του αποδέκτη.

- Παρά με την εμπιστοσύνη στο Ύψιστο θέλημα!

- Δεν χρησιμοποιώ το όνομα Του, επί ματαίω.

- Αγαπητέ κύριε, μην αφήνετε τα βάσανα σας, να σας κοστίζουν. Αφήστε τα πάντα στα χέρια Του.

- Και το συν Αθηνά και χείρα, κίνει;

- Άγνωσται αι Βουλαί. Εξάλλου όλοι είμαστε υπηρέτες του τώρα, κι ότι είμαστε, καταγράφεται.

- Άρα, πάτερ, έχουμε λόγο για ν’ αγχωνόμαστε.

- Όχι, αφού ο άνθρωπος δέχεται επιείκια, φορές, κόντρα στα παραστρατήματα του.

- Θαρρώ, πάτερ, με απελευθερώνει αυτό.

- Είδατε; Χαμογελά ο γενειοφόρος. Η εσωτερική αντοχή, χρειάζεται ανεφοδιασμό, παρά η αναγκαστική κινητικότητα. Η επαφή, μη συνοριακή έστω, με πρόσωπα που πιστεύουν πως κατέχουν τα μυστικά της ανθρώπινης απλότητας, ως συμπεριφορά. Επαφή. Πως κερδίζουν κάθε άνθρωπο.

- Ακούγεται όντως, αποτρόπαιο.

- Είναι, αγαπητέ. Ο απαλλαγμένος άνθρωπος, υποτίθεται, από μιζέριες, κράχτες ή δεμένες, γερά, άγκυρες-άτομα. Για να γκρινιάζουν, όταν αισθάνονται άνθρωποι. Προς Θεού, όχι αδύναμοι εγκεφαλικά. Η αρρώστια, πως παλεύουν για τον επιούσιο, ή να διατηρήσουν μια σταθερότητα.

- Άδειοι τενεκέδες, χωρίς Θεό.

- Μην κρίνεις, τέκνον μου.

- Συγνώμη.

-παύση-

- ο άνθρωπος, αγαπητέ, πρέπει ν’ απαλλαχτεί από τις ίδιες του, τις θεωρίες. Αφού μόνο προβλήματα, προκαλούν. Άξια η υπακοή στους νόμους, αναγκαία στ’ αλήθεια, όμως, σημαντικότερη προς τον Σωτήρα. Που σε παρακαλά, όμορφα, να ακούσεις. Εσείς αγαπητέ, την ακούτε αυτή τη φωνή;

Ησυχία.

Συνεχίζει ο παπάς:

- Η ανάγκη να μην εξαρτιέσαι από τη γνώμη του άλλου. Παρά μόνο Εκείνου. Η ψυχή δεν έχει με κανένα άνθρωπο, συγγένεια.

- Πρώτη φορά, απελευθερώνομαι έτσι, πάτερ –συγκλονίζεται.

- Πείτε μου αγαπητέ: πως τα πάτε με τους πειρασμούς;

- Τους αποφεύγω.

- Μόνος σας;

- Με τη χάρη του Κυρίου.

- Καθώς και οι γύρω σας.

- Τι εννοείτε, πάτερ;

- Τους αναγκάζετε μήπως, να θεωρούν πως περνούν εξετάσεις, σε κάθε σας λέξη ή να μαντεύουν τις αντιδράσεις σας.

- Δεν λειτουργώ έτσι.

- Φυσικά. Όποιος ακούει τη φωνή Του, ως συνείδηση.

- Το παιδί μου δεν,

- Όπου –διακόπτει τον εξομολογούμενο- δεν μένεις στην ανάπτυξη θεωριών για τους άλλους, απλά, τους συναναστρέφεσαι. Όπως –τονίζει τώρα- αυτό που κάνουμε εδώ.

- Εννοείτε ότι υποκρινόμουν, βγάζω μια υποχρέωση;

- Μόνο προς τον ίδιο σας τον εαυτό, ο νους και η θέληση, διαρκώς, της μονάδας της ίδιας, για το προσωπικό καλό.

- Και οι δικοί μου; Δεν μπορώ να τους επηρεάσω;

- Πιστεύετε πως έχετε τέτοιο χάρισμα; Ρωτά τώρα, ο ρασοφόρος.

- Ως πατέρας και σύζυγος.

- Που ίσως αρνείστε τη ποιότητα του καλού, στα δικά σας πρόσωπα.

- Αρνείστε ενδεχομένως τις ψυχές που γέννησε σ’ αυτούς, ο Κύριος –προσθέτει αμέσως.

- Εγώ πάντα ενδιαφερόμουν.

- Στις προσευχές σας, οραματιστείτε πως είστε μόνος στο σύμπαν, με τον Θεό, και ζητήστε του να σας αφαιρέσει, τρόπος λέγειν, την έγνοια τους, αφού ο Ίδιος, έχει αναλάβει. Καθώς και εσάς, τώρα. Εκτός αν το αρνείστε.

- Όχι πάτερ –χαμηλώνει το κεφάλι, ο μπαμπαγονιός.

- Αισθάνεσαι καλύτερα, τέκνον;

- Θαρρώ ηρεμώ.

- Σπουδαίο πράγμα η ειρήνη με τον ίδιο μας τον εαυτό. Τούτο να ζητάτε, κι αφήστε τα ταπεινά πλάσματα, γύρω, στη χρεία, Εκείνου. Εσείς απλά εκπέμψετε πως αγαπάτε τον εαυτό σας.


Τα κεριά, τα στασίδια, τα βιτρώ στα παράθυρα. Η αύρα ενός κλειστού χώρου που αποπνέει σιωπή περισσότερο και ψυχική εγκατάλειψη. Της προσπάθειας.


Η αύρα της θέλησης να κυριαρχεί ηρεμία, έξω από την εκκλησία. Στους δρόμους, τα σπίτια, τα κουρασμένα πρόσωπα των υπαλλήλων, στα καταστήματα. Τόσα πολλά που ζητάμε, μα τόσο ελάχιστα που αφιερώνουμε χρόνο, προσφέροντας.


Ούτε τα τάματα, έχουν αξία. Ούτε η αναμονή για ώριμο καρπό, χωρίς προετοιμασία.

Η εξομολόγηση αφορά, όσους αφήνουν στη θυρίδα, εκείνο το βάρος, μη προς ανακύκλωση, πια, προσφορών. Σα τη μνήμη που δεν θυμάται, πόσες φορές πήγε ο άνθρωπος προς ανάγκη του.


6






Οικιακός βοηθός


- Τι μέρα είναι;

- Δευτέρα.

- Όχι! Κυριακή.

- Δευτέρα, σου λέω.

- Κυριακή, είπαμε.

- Γιατί κυριακή;

- Επειδή μου αρέσει να υπερηφανεύομαι για την αχαριστία μου.

- Είναι διαφορετικά αυτά τα δύο;

- Τι λες, πάλι!

- Η περηφάνια, συνήθως είναι ειρωνεία. Οι καλοί άνθρωποι, δεν το έχουν ανάγκη.

- Πως είναι καλύτεροι από τους άλλους;

- Δεν είναι;

- Ο υπεράνω. Θυμίζει υποτίμηση, αυτό.

- Σαφώς και η ειρωνεία. Τον καλό άνθρωπο, τον ελέγχει η συνείδηση του.

- Οπότε δεν είναι αχάριστος;

- Απλά το ιδίωμα των αχάριστων, είναι πως αν υπερηφανευτούν γι’ αυτό, συνήθως διαρκεί λίγο. Επειδή στην αχαριστία, απλά μαθαίνεις στην αδιαφορία. Π.χ. να αρνείσαι τη φροντίδα μιας γυναίκας αν είσαι άντρας. Γιατί λες, συνήθισες μόνος. Βαριέσαι πλέον, να προσπαθήσεις.

- Όντως ακούγεται τραγικό.

- Αχάριστο, εννοείς.

- Πες το όπως σε συμφέρει!

- Τι μέρα λες να είναι;

- Κυριακή, είπαμε.

- Επιμένεις.

- Γιατί; Πιστεύεις πως μπορείς να με ελέγξεις;

- Όχι. Δεν υποστηρίζω κάτι τέτοιο. Αδύνατο να αλλάξει όποιος τρώει πτώματα ζώων, δείχνει κρέας: βυζί, μπούτια. Πιστεύει πως η ζωή, είναι καλοπέραση. Το να αντέχεις το χιόνι, θέλει ψυχή.

- Δεν σε καταλαβαίνω.

- Είναι καθαρό.

- Πιο από κάτω, όμως; Η κρυφή υποκρισία;

- Σ’ έχει πλακώσει, έ;

- Τι λες, πάλι!

- Η καλοσύνη των ανθρώπων.

- Υπάρχει κάτι τέτοιο;

- Μα αρνείσαι να ερωτευτείς.

- Θα το συζητήσουμε τώρα, αυτό;

- Αν αρνείσαι τη πραγματικότητα.

- Άσε με να ευχαριστηθώ τον καφέ μου!

- Δεν κουράστηκες ακόμα, να ειρωνεύεσαι τους άλλους που κοπιάζουν;

- Εσύ είπες πως είναι διαφορετικά: ειρωνεία, με αχαριστία (πονηρό βλέμμα).

- Στην αχαριστία, τεμπελιάζεις, απλά. Στην ειρωνεία, είσαι πάντοτε ενεργοποιημένος. Μα καθόλου όμως, όρεξη, για δουλειά.

- Αν θεωρείς εσύ, δουλειά, τις κουτσομπολίστικες εκπομπές, στην T.V. Μετά κάνουν και μια ώρα, ως ραδιοφωνικοί παραγωγοί με τραγούδια που επιλέγουν άλλοι γι’ αυτούς, κι αυτό το θεωρούν: έβγαλα μόνος, χρήματα. Τρίχες!

- Τον εαυτό σου να κοιτάς, εσύ.

- Είμαι όμορφος, όντως.

- Κι αυτό σε ωφέλησε.

- Άντε πάλι, που δεν θέλω να ερωτευτώ! Τι αηδία που είναι οι ρεαλιστές άνθρωποι. Δεν βλέπουν τη ζωή, με χιούμορ.

- Να δούμε πόσο θα σε αντέξει ο εαυτός σου, με τόσο χιούμορ.

- Ώ η λογική των νόμων. Που στέλνουν τους ανθρώπους να πεθάνουνε.

- Ακόμη και οι νόμοι του σύμπαντος, σ’ αφήνουν ασυγκίνητο. Εκτός αν πιστεύεις πως ακόμη και οι αγνοί έρωτες, είναι μόνο γλύκες, και τίποτα προσγειωμένο.

- Πως σιχαίνομαι το προσγειωμένο!

- Τις ευθύνες, εννοείς.

- Είσαι καλός μάντης. Θα έκανες καριέρα, ξέρεις.

- Δεν είμαι ψυχολόγος.

- Αυτό θα ήταν μεγάλη υποκρισία!

- Μια ζωή προσπαθούμε να βάλουμε ο ένας τον άλλο στη θέση του.

- Τι χρώμα έχει;

- Δεν ξέρω (χαμόγελο).

- Είδες που χρειάζεται και η αχαριστία;

- Όπως να περιμένεις να σ’ επιλέξει μια τριαντάρα, χωρίς να ‘χεις εσύ, δουλειά.

- Ναι! Αυτό θα ήταν, εξαιρετικό είδος, περηφάνιας. Όπως το να μην φχαριστιέσαι ύπνο. Ή να μην χιουμορίζουμε με τη πραγματικότητα. Έτσι φθονερή που έγινε. Αλήθεια, σήμερα, μπορείς να γελάς με την ηλιθιότητα των πλουσίων, που αγνοούν τι λένε. Τι κάνουν, ε, περνά κι η ώρα. Τι λένε, είναι το θέμα. Τουλάχιστον σπας πλάκα, ενόσω πουλάνε ηθική.

- Όντως, δεν αντέχουν την αντανάκλαση του φωτός, πάνω στο χιόνι. Μα δεν επιτρέπεται ν’ αντιμετωπίζεις τα πάντα, με χιούμορ.

- Όπως οι μαλάκες του Κράτους, που ισοπεδώνουν τις νέες φωνές. Ή όσοι χαίρονται που έχασε τις εκλογές στην Κύπρο, ένας φιλοΚύπριος.

- Εσύ τον εαυτό σου να κοιτάς.

- Ώ, πως θέλω να γίνω, υποκριτής: να βρω δουλειά, να γίνω κοινωνικός, να κάνω ότι θέλουν οι άλλοι.

- Έτσι είναι οι ώριμοι άνθρωποι.

- Πω πω!! Θα κάνουν κρα, οι γυναίκες τότε, να μ’ έχουν. Μα τα χίλια πατημένα σημάδια σε λευκό χιόνι. Κρα, κάνουν οι αγνές γυναίκες για τέτοιου είδους άντρες, των 620 ευρώ, το μήνα. Κρα κρα, για προσγειωμένους. Κρα!

- Τι μέρα είναι;

- Δευτέρα! Θεέ μου τι αηδία.

- Σ’ αρέσει ο ήλιος, όμως. Όμορφος, μέσα σου, είναι, απλά δεν ξεμπλέκεις με τη τεμπελιά σου.

- Χμ, ναι. Ίσως. Πιθανόν. Ώρες ώρες, όμως, είναι ωραία η τεμπελιά.

- Μετάνιωσες;

- Μη προσπαθείς να με φέρεις στο φιλότιμο, με το ζόρι.

- Δεν ζορίζω, κανένα δεν ορίζω. Έτσι είναι η αγάπη του Θεού.

- Θα έπρεπε να το κάνεις σλόγκαν σε μπλουζάκι, θα πούλαγε σα τρελό (γελάει). ΜΑΛΙΣΤΑ! Τώρα! Η άποψη να είσαι δυνατός χαρακτήρας, που παίρνει πρωτοβουλίες και υπερασπίζεται τον εαυτό του. Αλήθεια βιώνουμε, εξαιρετικό καθεστώς, δημοκρατίας! Δυτικού τύπου.

- Μιλάς με θυμό;

- Μόνο εκεί που αξίζει.

- Από το χαμόγελο;

- Αυτός που περιμένει, εξ ουρανού, βοήθεια, σα ζητιανιά. Σα να λες λόγια εκτίμησης σε ανθρώπους που τους γνώρισες λίγο, κι ας σου φάνηκαν οικείοι, εκείνοι αδιαφόρησαν να δείξουν λίγη ανθρωπιά. Όπως η σχέση μεταξύ των δύο φύλων: η δύναμη τους φαίνεται στον περίπατο, όπου δέχεσαι τον άλλο, όπως είναι. Δεν είσαι μαζί, γιατί τον λυπάσαι.

- Και οι δοκιμασίες; Σε ξετεμπελιάζουν, έ;

- Οι δοκιμασίες είναι μια ωραία ενασχόληση για να περνάει η ώρα. Π.χ. για να θυμούνται οι καταδικασμένοι, πως υπήρξαν πάνω στη γη των φυσικών τοπίων και ειδών ζωής. Τα φυτά, ας πούμε: δε τα αποκαλούμε ζωή, γιατί δεν μετακινούνται. Δέχεσαι το φυσικό τοπίο, αλλά δε ρωτάς αν είχαν ικανοποιητική νύχτα. Εκεί κρίνεται ο όρος διακριτικότητα. Δέχομαι τον άλλο όπως είναι. Π.χ. ο Θεός θυμώνει μαζί σου. Κι είτε καταστρέφονται, μαζί, πολλά πράγματα στο σπίτι. Ή προκαλεί τα ορατά να σε απομονώνουν από το κοινωνικό σύνολο. Θέλει να δοκιμάσει τα νεύρα σου. Αλλά δίνει σταθερή δουλειά σε ρουφιάνους, διαφόρων επαγγελμάτων. Τελικά μου φαίνεται πως δεν έχει καθόλου δύναμη. Κρίμα.

- Και είρων, και αχάριστος.

- Ώ, η ηλιθιότητα των πλουσίων: που τα έχουν όλα, έστω κι αν αδιαφορούν για τον Θεό!

- Ή τον εαυτό τους.

- Ναι, σίγουρα υπάρχει κάποια που θα άφηνε π.χ. να γράφω, να ηχογραφώ μουσική, βίντεο, να αθλούμαι, να αρνούμαι να βγαίνω μαζί της, έξω.

- Που ξέρεις.

- Πάλι μιλάς σα να κλάνεις. Ώ μα τις χίλιες στροφές πλυσίματος, στο πλυντήριο! σίγουρα υπάρχει αυτή η μη τέλεια! Ειλικρινά αηδιάζω, με την ευκολία που δημιουργούν σχέσεις, και, για να πηδιούνται. Θεέ μου, τι ευκολία. Το θάρρος των κοινωνικών, με ανακατεύει. Ποιος θα μου δώσει μια δουλειά, γύρω στα 1600 ευρώ, να ‘χω κι εγώ, υγιή περηφάνια. Να γίνομαι αποδεκτός. Και μα τις χίλιες πατημένες φλούδες, μπανάνας, τι κελεπούρι, ως γαμπρός! Και μη πιστέψεις πως όλα ετούτα τα λέω με θυμό. Κάνεις λάθος. Με αδιαφορία, μιλώ.

- Ως πότε;

- Ως να σταματήσεις να ασχολείσαι μαζί μου. Πιθανόν τότε, εννοήσεις, τι σημαίνει, διακριτικότητα.




Κυριακή είναι. Όχι δευτέρα.

Έχω πιει τον καφέ μου. Έχω αρνηθεί την αγάπη. Έχω αποδειχτεί αληθινός, μες το μυαλό μου. Έχω παραδεχτεί, πως θα χρειαζόμουν λίγη βοήθεια. Όπως η έκφραση στη ψυχή, συνανθρώπων που ακούνε μια διπλανή συζήτηση, με λόγια εμπιστευτικής οικειότητας, και τους πιάνει το παράπονο: συνήθως σαραντάρηδες ή μεγαλύτερες ηλικίες. Που στ’ αλήθεια βιώνουν τη μοναξιά. Και αλήθεια πόσο χαίρονται, ας πούμε την ώρα που συζητούν τα στοιχειώδη, ενόσω γεμίζει ο υπάλληλος, το ντεπόζιτο του σπιτιού, με πετρέλαιο θέρμανσης. Αλλά που να καταλάβεις εσύ, τι σημαίνει στ’ αλήθεια, αχαριστία. Από πού, πηγάζει η ζεστασιά, και πως εξιλεώνεται.

Προτού όμως βρω κάποια δουλειά, λέω να θυμηθώ για μερικά…λεπτά, μια γυναίκα. Έτσι, για το πείσμα της στιγμής. Σα να λες, αέναα, στον σεναριογράφο, μιας χαμηλού budget, ταινίας, εκτιμώ τη δουλειά σου. Δεν το ακούει. Εσύ όμως λες ευχαριστώ. Έστω και σ’ αυτούς που χαρίζουνε τους κόπους τους. Γίνανε όμως, τόσο απαιτητικές, οι γυναίκες, που άρχισε να φαίνεται εκνευριστικό. Όχι τώρα. Εδώ και σχεδόν, 12, 13, χρόνια. Από τότε που σε απέρριπταν όχι μόνο γιατί δεν είχες δουλειά. Κυρίως επειδή, ούτε αυτές ξέρουν τι θέλουν.

Παντρεύονται κάποιον άντρα, για το θαύμα της νέας ζωής. Ως να τους βαρύνει μια τέτοια ευθύνη, ξεκινώντας τις απιστίες. Αλήθεια η πόλη, ζαλίζει το ανθρώπινο μυαλό, και το ανακατεύει.

Γι’ αυτό κι εγώ επέλεξα μια δουλειά, σε προάστιο, μακριά, της Αττικής. Ένας μη κοινωνικός, που βγήκε από το σπίτι του κι έπιασε δουλειά, ως οικιακός βοηθός, σε διαφορετικό, κλειστό περιβάλλον. Τουλάχιστον εδώ, η φύση σε χαλαρώνει.

Εδώ, μακριά από γνωστά πρόσωπα, δε θα με πουν: αχάριστο.

Κοίτα να δεις, πως η αλλαγή περιβάλλοντος, φτιάχνει τη διάθεση. Έχω το δικό μου χώρο, εδώ, σ’ αυτό το κτήμα που εργάζομαι ως επιστάτης. Με μικρό αριθμό, σκυλιών, πουλιών σε κλουβιά, κότες για αυγά. Ποτίζω και τη χλωρίδα. Βασικά, μένω σ’ έναν ξενώνα, στον δεύτερο όροφο, μα έχω πρόσβαση στους υπόλοιπους χώρους.

Η ιδιοκτήτρια, μου είπε: πως τα μάτια μου θύμιζαν ένα πολύ οικείο της πρόσωπο. Γι’ αυτό με προσέλαβε. Μ’ εμπιστεύτηκε. Τώρα βρίσκεται στην Εύβοια, σε κάτι ξαδέλφια της. Εδώ και δυό μέρες, μ’ όλη αυτή τη χιονόπτωση, αυτή έχει αποκλειστεί. Το κινητό, πότε λειτουργεί, πότε όχι. Παγώσανε οι κεραίες, φαίνεται.

Έχω οδηγίες ν’ αφήνω τα σκυλιά στο σπίτι, ελεύθερα. Ιδιαίτερα στο ισόγειο, επειδή το ζεστό νερό, μέσω του καυστήρα, δουλεύοντας το καλοριφέρ, δυσκολεύεται να παραμείνει θερμό, για ώρα, στους πιο πάνω ορόφους. Ο παγετός καλά κρατεί.

Κοίτα όμως να δεις, που τα ζωντανά αισθάνονται μοναξιά, και κάθε λίγο, γαβγίζουν. Οπότε πρέπει να ξετεμπελιάζω, και να κατεβαίνω.

Απλή που είναι η ζωή, εδώ.

Κανείς δεν ξέρει πως έχω δουλειά. καμιά δεν με σταυρώνει για το αντίθετο. Φορές όμως αισθάνομαι, αφύσικα μόνος. Ή υπερ-τυχερός που δεν έχω βρωμίσει, ακόμη, τ’ απόκρυφα μου, με σεξ. Την πιο πολύ ώρα, ακούω τα cd της κυρίας Σούλας: Την περνάω ένα κεφάλι. Ξανθιά, με γλυκό πρόσωπο. Γύρω στα 47 με 50. εκπέμπει ζεστασιά και συμπάθεια. Χήρα.

Πότε πότε, έρχεται και μου μαγειρεύει ένας αγρότης, γείτονας, που τον συνδέει βαθιά γνωριμία, όπως λέει, με τη Σούλα. Με ενοχλεί κάπου, η αντρική παρέα. Ενώ η μοναξιά. Αν εννοεί, πως τα είχανε κάποτε, εξωτερικεύοντας το, κομψά. Θαρρώ τον κόβω για 56. ασπρομάλλης, ολίγον τι, παχύς. Μα ψηλός. Του αρέσει να παίζει στα δάκτυλα ένα κέρμα των δύο ευρώ. Όλο κοιτάει έξω και μου σπάει τα νεύρα. Ο κύριος Πάνος. Σήμερα μαγείρεψε μια μπλάθρα. Από χορταρικά.

- Υγιεινό φαγητό.

Να το φας μόνος σου, πήγα να του πω, απλά όμως του είπα, πως θα καταναλώσω ένα πιάτο, νωρίς το απόγευμα. Έδειξε τα δόντια του, ευχαριστημένος. Μου υπόδειξε, πώς να καθαρίζω τα κλουβιά των πουλιών, πως πρέπει να τα ταΐζω. Όταν φεύγει, ανασαίνω ξανά. Βάζω τηλεόραση να γελάσω με τις κατίνες και ορισμένους φιλελεύθερους… Ωραία που είναι η μοναξιά, εδώ. Καλοριφέρ στο φούλ –σχεδόν. Χιονισμένο τοπίο. Καμιά έγνοια για απολογίες. Αφού οι άνθρωποι έτσι άρρωστοι που είναι, θέλουν να διαφημίζουν το βίο τους, για να τους αποδέχονται!

Κορόιδα.

Ακούω λαϊκά καψουροτράγουδα. Έχουν πλάκα.

Έχω καλά, αράξει.

Η Περσεφόνη, μια σκύλα –της αφεντικίνας μου- έχει κουλουριαστεί στη πλαϊνή πολυθρόνα, ακουμπώντας το κεφάλι της στα πόδια μου, που έχω τεντώσει ως εκεί. Από τη δική μου θέση. Με χαλαρώνει το άγγιγμα της. Πότε πότε, μου ρίχνει ένα πλάγιο βλέμμα, σα να μου λέει: σε αποδέχομαι. Ίσως να νυστάξει σε λίγο. Κοντεύει 9, βραδινή.

Της χαμογελώ κάθε τόσο.

Έπειτα γέρνω το κεφάλι, ακουμπώντας το στο λυγισμένο μου αριστερό, χέρι. Κλείνω τα μάτια. Ούτε που με νοιάζει αν αργεί να περάσει η ώρα.

Ξαφνικά, κουνώ την πατούσα στο ρυθμό του λαϊκού άσματος. Η κεφαλή της Περσεφόνης, ταράζεται. Μου γαβγίζει. Μόλις μια, φορά.

- Συγνώμη.

Σηκώνομαι. Έχω όρεξη να πιω λίγο γάλα. Κρύο. Μετά τρώω 2 πορτοκάλια. Μια τέτοια δουλειά ζητούσα πάντα. Να μην έχω καμιά συναναστροφή με ανθρώπους. Αν και με κουράζουν οι δουλειές στο σπίτι. Ίδωμεν. Ο μισθός, καλός είναι, για οικόσιτο, έ, οικότροφος. Χε χε, χαμογελώ.


Γλυκιά που είναι η σιωπή, σ’ αυτό το προάστιο.

Εδώ γύρω, κανείς δεν διαφημίζει την ωριμότητα του, όπως υστερικά, πίσω στη πόλη. Φουντωμένα ανθρωπάκια.

Γλυκιά ηρεμία.

Κανένας θόρυβος από τροχοφόρα.

Πριν λίγες ημέρες, επιβιβαζόμουν σε μία ακόμη, γραμμή, των αστικών λεωφορείων, ως να με παραλάβει στην Εθνική οδό, η κυρία Σούλα. Ευγενέστατη.

Στο λεωφορείο, πλάι στο παράθυρο, καθόταν μια νέα κοπέλα που η έκφραση του προσώπου της, παραήταν τυπική. Λες και υπήρχε μόνη, στο λεωφορείο –μήπως και στο σύμπαν… (Κάπως έτσι ξεκινά η μοναξιά).

Εγώ, δεξιά της. Με το ένα πόδι, το πλαϊνό, όπως πάντα, ακλόνητο. Όχι φυσικά, χαλαρωμένο, μην ακουμπήσει το δικό της, κι έχουμε άλλα. Πίσω στην ορμόνη, όπως αποκαλώ τη πόλη.

Φορούσα συνηθισμένα ρούχα, με μπουφάν: ένα φουσκωμένο πανί, δηλαδή, με ραφές ακανόνιστες, που ίσως ξίνιζε την αισθητική της νέας κοπέλας. Συμπαθητική μου φάνηκε. Ίσως κήδευε κάποιον. Φορούσε μαύρα. Είπα δε, να μην κοιτώ συχνά προς το παράθυρο, μήπως και νομίσει πως της τη πέφτω. Τέλος πάντων. Αυτή κατέβηκε πιο νωρίς. Θαρρώ θα θαύμασε τα αντανακλαστικά μου, τόσο γρήγορα που σηκώθηκα. Μάλλον πετάχτηκα, για να διαβεί. Που λέει και ο λαός. Χε χε.

Κατόπιν για μερικές στάσεις, απόλαυσα τη θέα. Ως το σημείο συνάντησης.

Η κυρία Σούλα, μου πρότεινε να φορέσω ζώνη. Οδηγούσε ομαλά. Για θηλυκό. Δεν είπαμε πολλά. Κάτι προηγούμενες τηλεφωνικές συνομιλίες, προετοίμαζαν την κοντινή γνωριμία. Της άρεσε το καθαρό μου βλέμμα. Δεν είχα πάρει πολλά, μαζί. Μόνο τα εσώρουχα, κάλτσες, κι άλλο ένα ζευγάρι σπορτέξ, για τους εξωτερικούς χώρους. Η κυρία Σούλα, μέσες άκρες, ανέφερε πως ο γιος της διέμενε εδώ και καιρό, όντας παντρεμένος στας Αμερικάς. Οπότε της περίσσευαν πολλά ρούχα, δικά του, όχι όμως ξεχασμένα –μάλλον έτσι ήθελε να πιστεύει αυτή. Αλλαξιές περισσότερο για μέσα στο σπίτι, με καθησύχασε. Γιατί, με είδε λιτό στα μπαγκάζια μου. Θαρρώ όμως, εγώ, πως όλο ετούτο το αντιμετώπιζα ως βόλτα. Ίσως και εκδρομή. Χαμογέλασα εγκάρδια, σε αυτή τη τελευταία παρατήρηση της.

Κείνη τη μέρα ήταν μουντός ο ουρανός.

Φτάσαμε αρχές απογεύματος.

Μόλις τακτοποιήθηκα, μου έδειξε πώς να χειρίζομαι τις οικοσυσκευές, και προτού φύγει για Εύβοια, μου είπε να διαβάσω το καθημερινό μου πρόγραμμα, εργασιών. Τάϊσμα ζώων, πότισμα, σκούπισμα του σπιτιού, κάθε δυό μέρες, και φυσικά βόλτα των σκυλιών, μετά περιπολίας στους συρμάτινους φράχτες των κτημάτων, για τυχόν ζημιές. Τούτο το τελευταίο το προσπέρασα, λόγω χιονιού και παγετού στους δρόμους.

Ευτυχώς.

Η σκύλα η Περσεφόνη, είναι ήρεμη, σε σχέση με τον Μίλτο, και τον Γρηγόρη: ονόματα ανθρώπων, για ζώα, θού κύριε. Τέλος πάντων. Τ’ αρσενικά αρέσκονται να γυροφέρνουν τα κτήματα, και να κοιμούνται σε μια αποθήκη. Η θηλυκιά θαρρώ, με κοιτά σαν άνθρωπος. Με αποδέχεται –όχι όπως οι ώριμοι… Δεν φοβάται όμως να με αγγίξει. Φορές της μιλάω γλυκά. Ακούμε Ελευθερία Αρβανιτάκη, από cd. Όταν καθαρίζω το σπίτι ή έρχεται ο αγρότης, ο κύριος Πάνος -ο της βαθιάς γνωριμίας με την ιδιοκτήτρια- το ζωντανό δεν κουνιέται από μια θέση. Ζώο που σέβεται τον κόπο σου. Μπράβο.

Πότε πότε, ο κύριος Πάνος, μες το χιονιά, περνά απέξω για να ρωτήσει, φωνάζοντας:

- Όλα καλά; Όλα καλά;

Εγώ κουνάω το χέρι απ’ το παράθυρο, και τελειώνει εκεί.

Έχει κλειδί, και μου τη σπάει αυτό.

Τελευταία έχω αρχίσει να βλέπω σαπουνόπερες στη T.V.

Τότε, το ύφος της σκύλας εκπέμπει μια αύρα: τώρα, τι το θες αυτό; Αλλά που να καταλάβει αυτή. Ομιλίες ενηλίκων.

- Να και κάποιος άλλος που πληρώνεται, της δείχνω τους ηθοποιούς, μα κείνη κουνά μόλις, την ουρά, κι αμέσως ξεραίνεται –κάτι μου θυμίζει αυτό.

Το χαρακτηριστικό με τις σαπουνόπερες είναι η μεταγλώττιση στα Ελληνικά, από κακούς, Έλληνες, ηθοποιούς. Τουλάχιστον όμως, το οπτικό αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Οι ξένες ηθοποιές, είναι ιδιαιτέρως καλλίγραμμες: δείχνουν το φουσκωμένο τους μπούστο, αφαλό σε κοινή θέα. Στενά τζην. Χαρούμενες και χαζές, σα να τις υπηρετούσαν μια ζωή, οι χοντρές, κοντές, γύρω, γυναίκες. Ή οι μελαψοί, σα γητευτές, αλόγων ή βοδιών, υπάλληλοι τους. Το αφεντικό είναι πάντα λευκός. Πολλά σορόπια στα λόγια. Πλήρης πλύση εγκεφάλου, των τηλεθεατών. Είπαμε, τουλάχιστον τα μοντέλα, δείχνουν κρέας. Να χαρώ εγώ, λευκά δόντια! Όλοι τους είναι σιδερωμένοι και τέλειοι.

Μα τις χίλιες ξεδοντιάρες, απλές γυναίκες, τόσα πλούτη!

Για να ‘ναι τόσο χαρούμενοι, μάλλον είναι χαπακωμένοι.

Τι σου κάνουν τα λεφτά.

Θα μπορούσα κι εγώ να υποδυθώ έναν από τους κουστουμαρισμένους. Να δώσω τη φωνή μου:

Με στόμφο, υπεράνω, χροιά, φωνής:

- Ναι, μωρουμωρουλίνι! Σ’ αγαπώ, τώρα και για πάντα!

- Ώπ, φυσικά και θα σε φιλήσω, μωρουμωρουλίνι.

- Μα τα χίλια ακαθάριστα λάχανα, τι μανούλι είναι αυτό, τώρα!

Θαρρώ καλύτερη πορνοταινία, δεν έχω ματαδεί. Έχει μια παρόμοια αύρα, γι’ αυτό: Πρόχειροι διάλογοι. Αόριστοι. Όλο υποσχέσεις. Τώρα ο μελαψός κύριος, την πέφτει σε μια ξανθιά, γύρω στα πατημένα σαράντα. Να χαρώ εγώ, καθαρά δόντια!

Τι υποσχέσεις αγάπης!

Τι μπούτια!!

Τι κρέας.

Τι καθαρά δόντια!

- Ναι μωρό μου, είμαι φοβερός άντρας.

- Ναι μωρό μου, το σολάριουμ σε ωφέλησε.

Θεέ μου, τι ίσια δόντια! Αρχίζω να ξεκαρδίζομαι για άλλη μια φορά. Η Περσεφόνη γαβγίζει, συνοδεύοντας με, στον οπτικό εκστασιασμό μου.

Πολλά: αγάπη μου.

Έχω μυαλό;

Το μυαλό μου!

Το μυαλό μου!

Το μυαλό μου, αγάπη μου!

Πω πω, λευκά δόντια. Άντε πάλι, τρελά γέλια.


Εδώ. Μακριά από τους ανθρώπους. Διαρκεί αχάριστα, η χαρά, πιο πολύ όμως, όταν σ’ αφήνουν ήσυχο. Να αισθανθείς ενήλικος. Κοίτα να δεις, που τη βρήκα μόνος, τη δουλειά. Περήφανα ανεξάρτητος που βγαίνει νικητής, έτσι, κάποιος. Το παν είναι η δύναμη. Έστω και η υστερική, όπως η προηγούμενη δήλωση. Πως αυτοκριτικάρομαι, όμως. Σα θεατρικό, όπου είναι μόνος του ο ηθοποιός στη σκηνή, κι όλο λέει, αναλύει, μονόπλευρα.


Βραδιάζει.

Η ώρα είναι μόνο διαδρομές αυτοκινήτων. Φωτισμένες από προβολείς, καθένας κατευθύνεται όπου έχει ανάγκη. Στις αναμνήσεις του. Τόσο πολύτιμες, όσο οι πρώτες εμπειρίες με το αντίθετο φύλο. Που δεν περιγράφονται.

Να φεύγει ο νους. Να χάνεται. Να ξεχνά τους τρομολάγνους με αληθινά ψυχολογικά προβλήματα. Ή άλλους που προβλέπουν σεισμούς. Για το γαμώτο της φήμης. Αφού δεν κλωνοποιήσαμε τον εαυτό μας ακόμη. Το θέμα βέβαια θα ήταν, από πού θα κλάναμε τα 20 τόσα γραμμάρια της ψυχής μας, για να τ’ αναπνεύσει το νεότερο τομάρι. Τώρα τι θα ‘ναι, δεν ξέρω. Βόδι με d.n.a. ανθρώπου: κάνεις και τα δύο, ότι θες –γι’ αυτό. Η ησυχία είναι το μόνο φίλτρο για να σκέπτεσαι. Μόνο να σκέπτεσαι. Έτσι μπορείς να συμφωνείς με τον άλλο όπως αυτοί που θεωρούν τη γύμνια, προσόν της φύσης, μη κατακριτέο: Βρήκε ο άλλος, σε ταινία του Hollywood ή σε μουσικό βιντεοκλίπ, μια κάμερα, κι είπε να δείξει τον κώλο του. Βέβαια αυτό το κάνουν, πλήρως όμως, γύμνια, σύγχρονες Ελληνικές ταινίες, όπου η μάνα και ο πατέρας της τοπικής ηθοποιού, ξαναβλέπουν τ’ απόκρυφα, που πρωτοείδαν κατά τη βάπτιση του σπλάχνου… τους. Μόνο που τώρα μοιάζει με πορνοταινία. Τι να πεις όμως για τους άντρες που ήταν αρσενικά, ως τραγουδιστές, τη δεκαετία του 1980, και αργότερα έγιναν γκέϊ. Θού κύριε, τι κατάντια.

Κοιτώ την Περσεφόνη, αναρωτόμενος αν θα ‘θελε ποτέ, να ‘χει ανθρώπινο μυαλό. Φαντάζεσαι να ‘γραφε σκύλος, ποίηση;

Χαμογελώ διάπλατα.

Κοίτα να δεις, τι παθαίνει κανείς, όταν είναι αποκλεισμένος στα χιόνια.

Ευχαριστώ που υπάρχει και το Singles, και ξεκαρδίζομαι. Μήπως ξεχάσω τα καμπανάκια της φύσης ή της μοίρας που φωνάζει: υπερασπίσου το δικαίωμα να εκτιμάς τις γυναίκες. Δεν μπορούσα άνεργος να με τραβάνε από τη μύτη. Λες να θέλω τώρα. Για μένα η ζωή, είναι κυριακή ακόμα. Κανείς δεν σε υποχρεώνει σε τίποτα. Δεν υπάρχουν ευθύνες.

Προσπερνώ κάτι εσωτερικές συνομιλίες που δεν φέρανε ποτέ, αποτέλεσμα. Λόγια, πράξεις, χαρακτήρες, στο βάθρο τους.

Πίσω στη πόλη, οι μη ώριμοι είναι αυτοί που πάνε για ύπνο, μήπως οι τύψεις, ..τους αφήσουν, ήσυχους. Μα του κάκου. Είναι τέτοια η ακουστική, από τα παγκόσμια, ετερόφυλα γαμήσια, που ουρλιάζουν μες τη νόηση: ωρίμασε. Αυτό εννοούν ως ωριμότητα: Μεγάλε, φοβερά περνάμε εδώ στη παραλία, στις διακοπές. Μπαράκια ανοιχτά από την Άνοιξη ως αρχές Φθινοπώρου. Μεγάλε, φοβερή είναι η ζωή: μπάνιο, φαί, γαμήσι, μεσημεριάτικος ύπνος, ξύπνημα, βόλτα ή απογευματινό γαμήσι ή επόμενο μπάνιο. Ξανά φαγητό ή φραπεδιά στη παραλία. Επιστροφή σπίτι, γαμήσι ή προετοιμασία για clubbing. Χορός και ξεφάντωμα έως πρωίας, ή ενδιάμεση διακοπή, για σέξ μες το αυτοκίνητο, ….μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Ξανά χορός ή πηγαιμός στο σπίτι, για μπάνιο, ολιγόωρος ύπνος, ξανά πήδημα ή νυχτερινή βόλτα ή μπάνιο τελείως γυμνοί, σε ερημική παραλία. Σεξ στη παραλία. Ξύπνημα, κολατσιό και ούτω καθεξής. Καμία εγκεφαλική διεργασία. Τίποτα, μα τα χίλια ανακυκλωμένα προφυλακτικά.

Ούφ, φαντάζεσαι η Περσεφόνη να είχε μυαλό ανθρώπου. Θα το έκαιγε!

Η κυρία Σούλα δεν σχολίασε καθόλου τα 4,5 χρόνια ανεργίας μου. Ειλικρινά αδυνατώ να το εξηγήσω.

Εγώ, οικιακός βοηθός!

Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα.

Σα να επιβεβαιώνεται ο όρος, μοναξιά. Ένα ιδιαίτερο είδος, μοναχισμού.




Το μεθεπόμενο πρωινό, ξύπνησα σα να ‘χα γεννηθεί, μόλις. Το κεφάλι μου πρόβαλλε από τις κουβέρτες, σαν μωρό μες από το αμνιακό υγρό, στη σακούλα, μιας μάνας. Τα χιόνια είχανε λιώσει. Ανέβηκε η θερμοκρασία.

Πάω περίπατο τα σκυλιά. Τα αρσενικά. Η Περσεφόνη, τεμπέλιασε σπίτι. Ο Μίλτος, ένα μαλλιαρό, μαύρο, με αρκετά συμπαθητική μούρη, έχει μια παραξενιά: δεν δέχεται να του πετάξεις από μακριά, φαγητό, κάτω. Ακόμη και στην αυλή. Το θέλει στο στόμα. Σα να με κοροϊδεύει, πως δεν πεινά, ορισμένες φορές. Μα γίνεται να μισήσεις μια τέτοια φάτσα; Χαμογελώ.

Ο Γρηγόρης πάλι, είναι πιο αλητόβιος. Και παιχνιδιάρης. Ούτε ξέρω τι συζητάνε μεταξύ τους:

- Πολυάσχολοι οι άνθρωποι

- Γαβ. Σε κώλο δεν κάθονται.

- Όλο τακτοποιούν.

- Γαβ. Μανία καθαριότητας.